Καμβάδες ασφυκτικά γεμάτοι σύμβολα και χρώματα, εικόνες γεμάτες ζωή και ας πρωταγωνιστούν συχνά σε αυτές νεκροκεφαλές. φικής Στην ατομική του έκθεση «Skulls & Hearts» στη γκαλερί Ζουμπουλάκη, ο Νίκος Λαγός παρουσιάζει και πιο λιτής γραφής έργα στα οποία εστιάζει σε λεπτομέρειες που ενυπάρχουν σε άλλα έργα αυτής της τελευταίας ενότητας ζωγρατου. Και όπως σημειώνει σχετικά ο ιστορικός τέχνης Γιάννης Μπόλης «προτάσσει μια προσωπική μυθολογία σπάνιας ευαισθησίας και πληρότητας με τις έννοιες της ζωής και του θανάτου, της ερωτικής έλξης και της σεξουαλικής επιθυμίας, της τρυφερότητας και της ρευστότητας των έμφυλων σχέσεων, της απώθησης και της μοναξιάς, της καταπίεσης και της απελευθέρωσης, της απώλειας και του τραύματος, της απόρριψης, του ευνουχισμού και της καταβύθισης σε σκοτεινές και αχαρτογράφητες περιοχές του υποσυνείδητου, του διχασμού της προσωπικότητας, της δυσλειτουργίας και της δυσαρμονίας να διεκδικούν πρωταγωνιστικό ρόλο».
Θέλετε μου πείτε λίγα λόγια για τον τίτλο SkullsandHearts; Συνοψίζει μια θεματική που είχατε κατά νου ή ασυνείδητα προέκυψε η επανάληψη των συγκεκριμένων συμβόλων;
Νομίζω πως η αλήθεια βρίσκεται κάπου στη μέση. Η ζωγραφική μου είναι βιωματική και, αν και το δίπολο έρωτας και θάνατος με απασχολούσε πάντα, οι καταστάσεις που βίωνα το συγκεκριμένο διάστημα είναι αυτές που με οδήγησαν από κάτι αφηρημένα υπαρξιακό στη συστηματική επανάληψη αυτών των μοτίβων και, μέσα από αυτή, στην αναζήτηση μιας συμφιλίωσης με εκείνα τα στοιχεία που είναι ταυτόχρονα η πηγή του πόνου και της απόλαυσης. Οι πρώτοι πίνακες τεχνικά ήταν μια συνέχεια της προηγούμενης δουλειάς μου. Ήταν δηλαδή πυκνοί και έντονα εξπρεσιονιστικοί όπως οι προηγούμενοι, αλλά με μια ασυνείδητη εμμονή γύρω από το ερωτικό στοιχείο και το θάνατο. Στη συνέχεια, ένα σχόλιο που έκανα σε μέσο κοινωνικής δικτύωσης για την ταινία «Οι Αισθηματίες» του Ν. Τριανταφυλλίδη, βάζοντας μόνο μια νεκροκεφαλή και μια καρδιά δίπλα δίπλα, με έκανε να συνειδητοποιήσω πάνω σε ποια θεματική δούλευα τόσο καιρό. Έτσι οι Νεκροκεφαλές και οι Καρδιές έγιναν πια τα συγκεκριμένα και συνειδητά σύμβολα και μοτίβα, με τα οποία άρχισα να αποτυπώνω τους προβληματισμούς μου. Και κάπως έτσι προέκυψε το θέμα και ο τίτλος της επόμενης έκθεσης.
Η πρώτη εντύπωση που αποκομίζει κανείς ότι πρόκειται για μια απόκριση στην πανδημία και την όλη περιπέτεια που εξακολουθούμε να ζούμε. Πώς επηρεάστηκε η δουλειά σας από αυτή τη συνθήκη;
Οι νεκροκεφαλές που βρίσκονται τα έργα μου την εποχή της πανδημίας είναι μία καθαρή σύμπτωση. Θέλω να πω πως δεν σκεφτόμουν τον κορωνοϊο και τις επιπτώσεις του στη ζωή μας όταν ζωγράφιζα και σε καμία περίπτωση δεν θα ήθελα να εκμεταλλευτώ το μομέντουμ της πανδημίας για να προσδώσω στα έργα μου μία διάσταση επικαιρότητας, την οποία σαφώς δεν έχουν. Ωστόσο, όταν ζεις μέσα σε αυτή τη συγκυρία της πανδημίας, στην υποχρεωτική απομόνωση, στην τρομοκρατία των μέσων μαζικής ενημέρωσης, στον φόβο του αγγίγματος, στον ψηφιακό έλεγχο, δεν μπορεί παρά συναισθήματα όπως ο έρωτας και η μοναξιά ή η δίψα για ζωή και ο θάνατος να βιώνονται πολύ πιο έντονα. Κατά τα άλλα, η συνθήκη της πανδημίας μου με τον αναγκαστικό περιορισμό μπορώ να πω ότι μου έδωσε τη δυνατότητα να συγκεντρωθώ πιο στοχευμένα στο έργο μου.
Η ζωγραφική σας θυμίζει παιδικές ζωγραφιές και γκραφίτι. Αυτή η «ακατάστατη» προσέγγιση είναι σε κάποιο βαθμό αντίδραση στη γεωμετρική ορθότητα της αρχιτεκτονικής την οποία σπουδάσατε προτού πάτε στην ΑΣΚΤ;
Η ζωγραφική μπορεί να θυμίζει παιδικές ζωγραφιές αλλά είναι περισσότερο αλληγορικά σχήματα. Είναι η ανάγκη της καταγραφής ενός υπαρξιακού αδιεξόδου με έναν τρόπο που η παιδικότητα αποτελεί ειρωνεία. Ή αλλιώς μια πορεία μετ’ εμποδίων προς την ενηλικίωση, εννοώντας την προσπάθεια να αποδεχτώ και να προσαρμοστώ σε έναν κόσμο που, τουλάχιστον στο παρελθόν, τον θεωρούσα ανοικείο. Δε νομίζω ότι η αντίδραση ήταν το κίνητρό μου. Μπορεί να ήταν οργή, η ανάγκη αφήγησης ιστοριών, η καταγραφή μίας… Συνθήκης. Η αρχιτεκτονική είναι σίγουρο ότι μου έδωσε ένα μεγάλο πλούτο που, ακόμα και στα πιο άναρχα έργα μου, κάνει να διαφαίνεται μια γεωμετρική ορθότητα όπως το λέτε. Θα έλεγα ότι πολλές φορές η αρχιτεκτονική μου παιδεία με δυσκόλεψε, καθώς με περιόριζε και δεν με άφηνε να εκφραστώ ακόμα πιο ελεύθερα. Είχαν ήδη καταγραφεί στο μυαλό μου για τα καλά οι κανόνες σύνθεσης και
αρμονίας. Συχνά αυτό αποτελεί μία πρόκληση, να το πω ποιητικά, να μπορέσω να πετύχω το να συμπλέουν το χάος και η οργάνωση με ένα δημιουργικό τρόπο.
Τί κερδίζεται και τί χάνεται από την ψυχή κάθε πίνακα μέσα από μέσα από μια αφαιρετική προσέγγιση σαν τη δική σας;
Ωραία ερώτηση. Στο σύνολο των έργων μου, που στην πλειοψηφία τους είναι ασφυκτικά κατοικημένα, παρουσιάζονται και αρκετοί πίνακες αφαιρετικοί αυτή τη φορά. Πιστεύω ότι ήταν μία απόφαση προόδου του χαρακτήρα μου και της δουλειάς μου. Μια απόφαση να εστιάσω σε κάτι και όχι σε ένα αφηρημένο σχήμα. Η λέξη απόφαση είναι μια ωραία λέξη που συγγενεύει με την ενηλικίωση ή με την ωριμότητα. Στην προκειμένη περίπτωση τα αφαιρετικά έργα συνδιαλέγονται με τα πιο πυκνά που υπάρχουν, και πάντα θα υπάρχουν. Εκτός από το ότι δίνουν έναν άλλο αέρα και μια ανάσα στην έκθεση, τα έργα αποτελούν μια σύνθεση, ένα σύνολο, όπου ναι μεν το κάθε ένα έχει τη δική του υπόσταση και σημασία, αλλά και όλα μαζί αλληλοϋποστηρίζονται, συνομιλούν, αλληλοσυμπληρώνονται ή έρχονται σε ρήξη, αλλά όλα λένε την ίδια ιστορία. Είχα συνηθίσει η ψυχή ενός πολύπλοκου έργου να αποτελεί ένα κόσμο από μόνο του. Στα συγκεκριμένα αφαιρετικά έργα βρήκα μία διαφορετική ψυχή, που δίνει και παίρνει από τα πιο σύνθετα. Και τέλος υπάρχει η ψυχή του συνόλου, που αποτελείται από έργα που συνεργάζονται πέρα από το τι είναι από μόνα τους. Γι’ αυτό και έχει πάντα νόημα να βλέπουμε τα έργα μέσα σε μια έκθεση. Σαν τις λέξεις, αλλιώς τις αποκρυπτογραφείς όταν λαμβάνεις υπόψη το συγκείμενό τους.
Ο κάθε πίνακας είναι αποτέλεσμα μιας αυθόρμητης έκφρασης; Κάνετε προσχέδια ή διορθώσεις στα έργα;
Προσχέδια έτσι όπως τα εννοούμε δεν κάνω σχεδόν ποτέ. Έχουν υπάρξει ελάχιστα έργα που βγήκαν βάση προσχεδίου. Δεν θεωρώ κάτι κακό το προσχέδιο αλλά, από την δικιά μου εμπειρία, σε μένα σπάνια λειτουργεί. Η αυθόρμητη έκφραση είναι αυτό που με κινεί, αλλά το αυθόρμητο δε σημαίνει κάτι χαοτικό. Το αυθόρμητο βγαίνει σαν μία ενστικτώδης δράση απέναντι σ’ αυτό που έχω μπροστά μου, και αυτό με τη σειρά του ‘το ενστικτώδες’, είναι κάτι που υπακούει στους κανόνες του ενστίκτου. Και το οποίο
ένστικτο έρχεται να κρίνει τί είναι αποδεκτό και τί όχι με βάση την παιδεία, την εμπειρία και την αισθητική που του έχει διαμορφωθεί. Τελικά η ελευθερία προκύπτει μέσα από τις δεσμεύσεις.
Σας απασχόλησε ποτέ ότι δεν αναδύεται μια απτή ελληνικότητα από τα έργα σας;
Όχι, δεν με απασχόλησε. Υπάρχουν πολλοί Έλληνες καλλιτέχνες που θαυμάζω. Τσαρούχης, Κανιάρης, Ακριθάκης να αναφέρω μόνο μερικούς. Η ελληνικότητα κατα τη γνώμη μου πάντα μπορεί να είναι κάτι πολύ δυνατό, ένα αριστούργημα, όπως η μουσική του Χατζηδάκι, ή μπορεί να γίνει μιά μανιέρα, ένα εύκολα αναγνωρίσιμο και επαναλαμβανόμενο σχήμα. Δεν προσπαθώ να αποφύγω την ελληνικότητα στα έργα μου, στα πλαίσια κάποιας φαντασιακής παγκόσμιας αγοράς, αλλά ούτε την επιδιώκω. Τα έργα μου διακρίνονται από την ελληνικότητα που έχει το σύγχρονο πολυπολιτισμικό αστικό τοπίο της Αθήνας, στην οποία γεννήθηκα και μεγάλωσα.
Γιατί διαλέξατε το εργαστήριο του Γιάννη Ψυχοπαίδη στην Καλών Τεχνών;
Ο Γιάννης Ψυχοπαίδης ήταν ένας εξαιρετικός δάσκαλος που τον σέβομαι και τον εκτιμώ πολύ. Πέρα από το προσωπικό του εικαστικό έργο θαύμαζα τον τρόπο που δασκάλευε τους μαθητές του και έβγαζε από τον καθένα την καλή του πλευρά. Άλλο να το λες κι άλλο να το βλέπεις. Επίσης ο τρόπος με τον οποίον ασκούσε κριτική, ακόμα και αρνητική, ήταν πάντα δημιουργικός και εποικοδομητικός. Τον διάλεξα γιατί είχα ακούσει καλά λόγια για αυτόν σαν δάσκαλο, χωρίς να ξέρω κάτι παραπάνω. Υπό μία έννοια υπήρξα πολύ τυχερός γιατί μου ταίριαξε σαν άνθρωπος και σαν δάσκαλος και πήρα το περισσότερο που μπορούσα από εκείνον.
Τελικά πιστεύετε ότι υπάρχει μια ζωντανή εικαστική σκηνή στην Αθήνα; Ή πρόκειται για μονήρεις περιπτώσεις επιμελητών ή και εικαστικών που κάνουν ό,τι μπορούν σε ένα κατακερματισμένο τοπίο;
Νομίζω περισσότερο το δεύτερο. Δεν μπορώ να πω οτι δεν υπάρχει δράση και δεν γίνονται προσπάθειες αλλά δύσκολα θα μπορούσα να πω ότι υπάρχει μια ζωντανή εικαστική σκηνή, που θα εμπεριέχει την δική της ταυτότητα, ένα ρεύμα κάπως, που θα έχει τα δικά του στοιχεία και θα διαφοροποιείται γεωγραφικά ή πολιτιστικά. Δεν
είναι βέβαια και εύκολο πράγμα σε τόση υπερπληροφόρηση και τις οικονομικές δυσκολίες που υπάρχουν στη χώρα μας, να προκύψει κάτι τέτοιο.
· Skulls & Hearts στη γκαλερί Ζουμπουλάκη, πλ. Κολωνακίου 20 ως τις 31/12.