Όσοι καταπιάνονται με το περίπλοκο ζήτημα της ινδοευρωπαϊκής γλώσσας υιοθετούν συνήθως την άποψη ότι υπήρχε, σε κάποια χρονική περίοδο, μια κοινότητα που αφενός μιλούσε την εν λόγω γλώσσα και αφετέρου είχε έναν ομοιογενή πολιτισμό, υλικό και πνευματικό. Οι μέχρι τούδε προσπάθειες να αποσαφηνιστεί η φύση του πολιτισμού αυτού των Ινδοευρωπαίων δεν έχουν οδηγήσει στην εξαγωγή ξεκάθαρων συμπερασμάτων, καθώς το προς εξέταση υλικό επιδέχεται ως επί το πλείστον πολλές και διαφορετικές ερμηνείες.
Έχοντας πάντα αυτό κατά νουν, θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε ως κατάλληλο σημείο εκκινήσεως για την εξέταση του ινδοευρωπαϊκού πολιτισμού, ειδικότερα δε του υλικού σκέλους αυτού, το λεξιλόγιο της ινδοευρωπαϊκής, δεδομένου ότι ένας ικανός αριθμός λεξιλογικών θεμάτων της γλώσσας αυτής είναι δυνατόν να διευθετηθεί διά της συγκρίσεως λέξεων των θυγατρικών γλωσσών.
Μάλιστα, η αποκατάσταση του λεξιλογίου καθίσταται περισσότερο ασφαλής όταν ένας όρος απαντά σε τρεις ή και περισσότερους κλάδους της ινδοευρωπαϊκής που συναντώνται σε διαφορετικούς γεωγραφικούς χώρους. Λόγου χάρη, το ουσιαστικό της ελληνικής άροτρον (αλέτρι) και το ρήμα της ελληνικής αρόω-ώ (οργώνω) έχουν το αντίστοιχό τους, τόσο από πλευράς μορφής όσο και από πλευράς νοήματος, στη λατινική, την αρχαία ιρλανδική, την αρμενική, καθώς και σε άλλες γλώσσες. Το γεγονός αυτό μας επιτρέπει να αποκαταστήσουμε μια ρίζα που σήμαινε «άροτρο» ως στοιχείο του λεξιλογίου της ινδοευρωπαϊκής.
Ακολουθώντας την ίδια οδό, αυτήν που μας προσφέρει η λεγόμενη ιστορικοσυγκριτική μέθοδος, είμαστε σε θέση να προβούμε στην αποκατάσταση λεξιλογικών στοιχείων της ινδοευρωπαϊκής για έναν αριθμό διαφορετικών εννοιών, στις οποίες συγκαταλέγονται σπουδαία τεχνουργήματα, καθώς και στοιχεία της χλωρίδας και της πανίδας.