Η πανδημία COVID-19 έχει φέρει μεγάλες αλλαγές στην καθημερινότητά μας. Τα παιδιά νοσούν ηπιότερα από τους ενήλικες, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει πως δεν υπάρχει σημαντικός αντίκτυπος και στη δίκη τους ζωή. Η Ελληνική Παιδιατρική Εταιρεία, τον Μάρτιο του 2021, ανακοίνωσε πως η πανδημία δημιούργησε ένα τεράστιο κενό στους τακτικούς εμβολιασμούς παιδιών και εφήβων. Συγκεκριμένα, στο πρώτο lockdown εμβολιάστηκε μόνο το 20% των παιδιών ηλικίας μικρότερης των 18 μηνών, ενώ για τα μεγαλύτερα των 4 ετών παιδιά και για τους εφήβους τα ποσοστά εμβολιασμού σχεδόν μηδενίστηκαν. Στη χώρα μας καταγράφεται μείωση στους εμβολιασμούς για τη μηνιγγίτιδα C και B κατά 30% και 40% αντιστοίχως.
Το εμβολιαστικό κενό που έχει δημιουργηθεί μειώνει την ανοσία της αγέλης, εξασθενεί δηλαδή το πολύτιμο προστατευτικό τείχος του πληθυσμού και αυξάνει τον κίνδυνο επανεμφάνισης και διασποράς λοιμωδών νοσημάτων που έχουν εξαφανιστεί ή είναι πάρα πολύ σπάνια, χάρη στα εμβόλια.
Σύμφωνα με την επιδημιολογική μελέτη επιτήρησης της μηνιγγίτιδας του ΕΟΔΥ, που αφορά στην περίοδο 2004-2020, το 77% των περιπτώσεων μηνιγγιτιδοκοκκικής μηνιγγίτιδας οφείλεται στην οροομάδα Β, ενώ 2η σε συχνότητα ταυτοποιήσιμη οροομάδα είναι η C. Εχουμε στη διάθεσή μας αποδεδειγμένα αποτελεσματικά και ασφαλή εμβόλια έναντι και των δύο αυτών οροτύπων του μηνιγγιτιδόκοκκου, καθώς και έναντι του πνευμονιόκοκκου και του αιμόφιλου ινφλουέντζας τύπου Β, που αποτελούν 2 ακόμα σημαντικά αιτία βακτηριακής μηνιγγίτιδας στα παιδιά. Οι γονείς θα πρέπει να επικοινωνήσουν με τον παιδίατρό τους και να προγραμματίσουν την έγκαιρη χορήγηση αυτών των εμβολίων.
Ο Π.Ο.Υ. ανακοίνωσε πρόσφατα την πρώτη παγκόσμια στρατηγική κατά της μηνιγγίτιδας, με σκοπό την εξάλειψη έως το 2030 των επιδημιών της βακτηριακής μηνιγγίτιδας που σκοτώνουν περίπου έναν στους δέκα ανθρώπους που μολύνουν, στην πλειονότητα παιδιά. Ο γενικός διευθυντής του Π.Ο.Υ. τόνισε πως είναι καιρός να εξαλείψουμε τη μηνιγγίτιδα, παντού στον κόσμο, και για να το επιτύχουμε πρέπει να διευρύνουμε την πρόσβαση του πληθυσμού σε υπάρχοντα εργαλεία και κυρίως στα εμβόλια.
Ο εμβολιασμός αποτελεί το αποδοτικότερο μέσο για την προστασία από τη μηνιγγιτιδοκοκκική μηνιγγίτιδα, αφού σημαντική πηγή εξάπλωσης του βακτηρίου είναι ο ασυμπτωματικός αποικισμός του ρινοφάρυγγα. Το 10% του πληθυσμού είναι ασυμπτωματικοί φορείς και μπορούν να μεταδώσουν τον μηνιγγιτιδόκοκκο, μέσα από σταγονίδια των αναπνευστικών τους εκκρίσεων, σε βρέφη και παιδιά με τα οποία έρχονται σε στενή επαφή.
Η μηνιγγιτιδοκοκκική μηνιγγίτιδα είναι μια σπάνια αλλά ιδιαίτερα επικίνδυνη νόσος γιατί εξελίσσεται ταχύτατα, και μπορεί να προκαλέσει μόνιμες αναπηρίες ή και θάνατο. Η διάγνωση και κατά συνέπεια η αντιμετώπιση κάποιες φορές καθυστερούν, αφού τα περισσότερο ειδικά συμπτώματα, όπως αυχενική δυσκαμψία, φωτοφοβία και αιμορραγικό εξάνθημα, συχνά απουσιάζουν και τα βρέφη παρουσιάζουν συνήθως άτυπη κλινική εικόνα. Στα παιδιά η πιο συχνή νευρολογική επιπλοκή είναι η κώφωση.
Η διαχείριση της πανδημίας του κορωνοϊού συντέλεσε στο να χάσουν κάποιοι γονείς την εμπιστοσύνη τους απέναντι στα εμβόλια. Ας μην ξεχνάμε όμως πως τα εμβόλια είναι θύματα της επιτυχίας τους. Μας επιτρέπουν να αμφισβητούμε την αξία τους, γιατί μας παρέχουν το προνόμιο να μη συναντούμε τις οδυνηρές συνέπειες των νοσημάτων από τα οποία μας προστατεύουν.
*Η Δρ Ελένη Πλέσσα είναι Παιδίατρος – Παιδιατρική Φροντίδα Γλυφάδας – www.kidscare.gr