Το ενδεχόμενο να δώσει η Κομισιόν περιθώρια δημοσιονομικής ευελιξίας το 2023, οπότε αναμένεται να απενεργοποιηθεί η γενική ρήτρα διαφυγής, αφήνει ανοιχτό ο εκτελεστικός αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Βάλντις Ντομπρόβσκις.
Σε συνέντευξη που παραχώρησε σε μικρό αριθμό ανταποκριτών ευρωπαϊκών μέσων ενημέρωσης στις Βρυξέλλες, μεταξύ των οποίων και «ΤA NEA», με αφορμή τη νέα πρόταση της Επιτροπής για την αντιμετώπιση της χρήσης οικονομικού εξαναγκασμού από τρίτες χώρες, ο ευρωπαίος αξιωματούχος εκτίμησε ότι είναι απίθανο να ολοκληρωθούν μέχρι το 2023 οι διαβουλεύσεις για την αναθεώρηση του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης.
Τόνισε πάντως ότι με την αναθεώρησή του «θα διασφαλίσουμε περισσότερο ρεαλιστική, αλλά ταυτόχρονα αξιόπιστη πορεία μείωσης του χρέους για τα κράτη-μέλη, και ειδικότερα για τις χώρες με υψηλό χρέος».
Ερωτηθείς συγκεκριμένα για την άποψή του επί προτάσεως του ΔΝΤ, όπως εκφράστηκε και από τη γενική διευθύντρια του Ταμείου Κρισταλίνα Γκεοργκίεβα στις Βρυξέλλες τη Δευτέρα, ότι θα ήταν χρήσιμο να προχωρήσει η ΕΕ σε μεταβατικές διευθετήσεις εάν οι νέοι αναθεωρημένοι κανόνες δεν είναι έτοιμοι όταν απενεργοποιηθεί η γενική ρήτρα διαφυγής το 2023, ο κ. Ντομπρόβσκις απάντησε: «Είναι απίθανο η νομοθετική διαδικασία να έχει ολοκληρωθεί μέχρι το 2023, οπότε μια επιλογή που εξετάζουμε είναι να προτείνουμε κάποιες ερμηνευτικές προτάσεις, όπως κάναμε το 2015, όταν είχαμε ερμηνευτικές οδηγίες για την καλύτερη εφαρμογή της ευελιξίας στους επενδυτικούς κανόνες του ΣΣΑ, ουσιαστικά δηλαδή περιγράφοντας την ερμηνεία που δίνουμε στους δημοσιονομικούς κανόνες για το 2023, όταν η γενική ρήτρα διαφυγής θα απενεργοποιηθεί».
Οι προτάσεις
Στο πλαίσιο αυτό ο λετονός επίτροπος εκτίμησε ότι η Κομισιόν θα παρουσιάσει τις προτάσεις για την αναθεώρηση του υφιστάμενου δημοσιονομικού πλαισίου την άνοιξη στο πλαίσιο του εαρινού Ευρωπαϊκού Εξαμήνου, ενώ θα προηγηθούν οι κατευθυντήριες γραμμές προς τα κράτη-μέλη για τους προϋπολογισμούς του 2023.
Σχετικά με ερώτημα για το ενδεχόμενο αύξησης του ορίου χρέους σε υψηλότερα επίπεδα από το 60% ο κ. Ντομπρόβσκις επανέλαβε την εκτίμηση της Επιτροπής ότι είναι δύσκολο να προχωρήσουν αλλαγές που προϋποθέτουν αλλαγή των ευρωπαϊκών συνθηκών ή των πρωτοκόλλων τους. «Είμαστε ανοιχτοί να ακούσουμε το αποτέλεσμα της δημόσιας διαβούλευσης, τις θέσεις των κρατών-μελών, πριν προτείνουμε συγκεκριμένες προτάσεις. Κανονικά, όπως έχουμε περιγράψει, μπορεί να γίνει στο πλαίσιο της Συνθήκης και των πρωτοκόλλων της, που σημαίνει ότι θα υπάρχει σεβασμός στους δείκτες 3% (για το έλλειμμα) και 60% (για το χρέος) αντίστοιχα, διότι θα χρειάζεται ομόφωνη συναίνεση για το πώς προχωράμε σε αυτά».
Κατά την άποψή του πάντως, πιθανές αλλαγές περιλαμβάνουν «την αντιμετώπιση του κανόνα χρέους» (μείωση κατά 1/20 ετησίως του υπερβάλλοντος του 60% επιπέδου του χρέους), το «πώς θα διασφαλίσουμε περισσότερο ρεαλιστική, αλλά ταυτόχρονα αξιόπιστη πορεία μείωσης του χρέους για τα κράτη-μέλη, και ειδικότερα για τις χώρες με υψηλό χρέος».
Τα δημοσιονομικά
Κάνοντας επίσης αναφορά στο ζήτημα της απλοποίησης των δημοσιονομικών κανόνων, είπε ότι η ΕΕ μπορεί να προχωρήσει «σε δείκτες, τους οποίους μπορούμε να παρακολουθήσουμε πιο άμεσα, και να απομακρυνθούμε από αναφορές σε παραγωγικά κενά και διαρθρωτικές ανισορροπίες». Δείχνοντας εμμέσως πάντως προς τον βαθμό δυσκολίας στις διαβουλεύσεις λόγω των διαφορετικών απόψεων μεταξύ των κρατών-μελών είπε ότι «δεν θέλουμε να προϊδεάσουμε τις αλλαγές, θα περιμένουμε τις απόψεις των κρατών-μελών, να διασφαλίσουμε αποτελεσματική λειτουργία του δημοσιονομικού και μακροοικονομικού πλαισίου και με τρόπο που μας επιτρέπει να έχουμε συναίνεση για το νέο πλαίσιο».
Τα εργαλεία της ΕΕ
Σχετικά με την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για ένα εργαλείο για την αντιμετώπιση της χρήσης οικονομικού εξαναγκασμού από τρίτες χώρες, ο κ. Ντομπρόβσκις τόνισε ότι το εργαλείο αυτό δίνει στην ΕΕ τη δυνατότητα να αντιδρά «γρηγορότερα και σθεναρότερα σε μια κατάσταση όπου μια τρίτη χώρα παραβιάζει τους διεθνείς κανόνες, και μπορεί έτσι να έχει προληπτικό ή αποτρεπτικό αποτέλεσμα όταν τρίτες χώρες σκέφτονται να υιοθετήσουν τέτοιες δράσεις».
Οπως επεξήγησε ο εκτελεστικός αντιπρόεδρος της Κομισιόν, ο οποίος είναι αρμόδιος και για το χαρτοφυλάκιο του εμπορίου, η ΕΕ θα συνεχίσει να δρα πολυμερικά, αλλά «ενισχύουμε την αυτόνομη εργαλειοθήκη μας για να αντιδρούμε σε καταστάσεις όπου τρίτες χώρες δεν συμμορφώνονται με τους κανόνες». Διευκρίνισε επίσης ότι πρέπει να ξεχωρίσουμε μεταξύ μιας κλασικής εμπορικής διαφωνίας και της χρήσης του εργαλείου κατά οικονομικού εξαναγκασμού. «Εδώ ασχολούμαστε με υποθέσεις οικονομικού εξαναγκασμού όπου χώρες μέσω περιορισμών σε εμπόριο και επενδύσεις προσπαθούν να εξαναγκάσουν την ΕΕ ή κράτη-μέλη να υιοθετήσουν ή μη συγκεκριμένες πολιτικές και αποφάσεις».
Υπογράμμισε ότι κάθε υπόθεση θα εξετάζεται ανάλογα με τα δεδομένα της ίδιας της υπόθεσης. Ως παραδείγματα που χρήζουν εξέτασης ως υποθέσεις οικονομικού εξαναγκασμού ανέφερε την περίπτωση της Λιθουανίας, η οποία σε σχέση με πολιτικές έναντι της Ταϊβάν αντιμετωπίζει εμπορικούς περιορισμούς από την Κίνα. Ανέφερε, επίσης, την περίπτωση διακοπής παροχής φυσικού αερίου ή την απειλή για διακοπή, όπως έκανε πρόσφατα ο ηγέτης της Λευκορωσίας. Ξεκαθάρισε πάντως ότι το εργαλείο αυτό εμπίπτει στην εμπορική πολιτική, τονίζοντας πως δεν επεμβαίνει σε υφιστάμενα εργαλεία, όπως είναι οι κυρώσεις της ΕΕ κατά της Ρωσίας ή της Λευκορωσίας.
Ερωτηθείς για το αν θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί το εργαλείο αυτό εναντίον της Τουρκίας, καθώς η χώρα εμποδίζει επενδύσεις από την Κύπρο στην ΑΟΖ, ο κ. Ντομπρόβσκις απάντησε: «Θα χρειαζόταν σε βάθος εξέταση. Και αυτό θα κάνει η Κομισιόν για κάθε περίπτωση που εμπίπτει στο εργαλείο αυτό. Αν υπάρχουν παράπονα από κράτη-μέλη, εταιρείες ή ενώσεις για συγκεκριμένες ενέργειες από ορισμένα κράτη και μπορεί να θεωρηθούν ότι είναι οικονομικός εξαναγκασμός, η Κομισιόν θα κάνει αξιολόγηση. Αν είναι θετική η αξιολόγηση ότι (η υπόθεση) αποτελεί οικονομικό εξαναγκασμό, θα ξεκινούμε διάλογο με την τρίτη χώρα και αν ο διάλογος δεν φέρει αποτελέσματα και μόνο τότε θα αποφασίζουμε αντίμετρα. Δεν μπορώ να δώσω ακριβή απάντηση στην ερώτηση (για την Τουρκία) αν η υπόθεση αυτή εμπίπτει στον εμπορικό εξαναγκασμό ή σε άλλα εργαλεία εξωτερικής πολιτικής».