«Γενόμενος κάτοχος απεράτων καλλιεργησίμων εκτάσεων…», είναι ο τίτλος του βιβλίου του ιστορικού Στάθη Κουτρουβίδη (εκδόσεις Σμίλη) που μέσα από την προσέγγιση του νέου μοντέλου ανάπτυξης που επικράτησε στην επαρχία Πατρών τον 19ο αιώνα φωτίζει πτυχές της συγκρότησης της ελληνικής αστικής τάξης. Μέσα από χαρακτηριστικές περιπτώσεις ανθρώπων, οι οποίες λειτουργούν ως παραδείγματα των τακτικών μιας επιφανούς κοινωνικής τάξης, μεταφερόμαστε στο χώρο και την εποχή, παρακολουθώντας την εξέλιξη του αγροτικού και του οικονομικού τοπίου, την ανάπτυξη του εμπορίου, τη διαμόρφωση των οικονομικών αλλά και των προσωπικών σχέσεων των προσώπων, καθώς και τη συγκρότηση μιας ενιαίας νεόκοπης αντίληψης αστικού τύπου, η οποία αφήνει το αποτύπωμά της στον χρόνο. Τον 19ο αιώνα, η ελληνική οικονομία έζησε στον αστερισμό του ‘μαύρου χρυσού’, της Κορινθιακής σταφίδας. Ο νομός Αχαϊοήλιδος και η επαρχία Πατρών ειδικότερα, υπήρξαν επίκεντρα μιας πρωτόγνωρης και πολύπλευρης άνθισης, η οποία οφειλόταν κατεξοχήν στην καλλιέργεια αυτού του προϊόντος.
Η νέα καλλιέργεια της κορινθιακής σταφίδας φέρνει μαζί της μεγάλη οικονομική ανάπτυξη, η οποία με τη σειρά της επιφέρει μια σειρά αλλαγών στην τοπική κοινωνία και τις σχέσεις των μελών μεταξύ τους. Η πόλη και η γύρω της επαρχία μετασχηματίζονται, και μαζί τους η κοινωνική διαστρωμάτωση, νέες μορφές εκμετάλλευσης της γης παρουσιάζονται, αναδεικνύοντας τη δυναμική προσώπων που προσπαθούν να εδραιώσουν την οικονομική και κοινωνική τους θέση και ευρωστία μέσα από μια πρωτοφανή συγκέντρωση πλούτου. Μια αστική τάξη με συμπαγή χαρακτηριστικά κάνει την εμφάνισή της. Στο βιβλίο ο συγγραφέας ανιχνεύει καταρχήν και εντοπίζει τους όρους διαμόρφωσης της αστικής τάξης στην ευρύτερη περιοχή της βορειοδυτικής Πελοποννήσου με επίκεντρο την επαρχία Πατρών κυρίως μέσα από την κοινωνική διαφοροποίηση που συντελείται στην κοινωνία από την εκμετάλλευση γης, τον έλεγχο του κεφαλαίου και των πιστώσεων, τη λειτουργία του εμφυτευτικού συστήματος, υποστηρίζοντας ότι όλα αυτά συνιστούν πρακτικές ουσιώδους κοινωνικής διαφοροποίησης, εξάρτησης και αντιπαλότητας. «Στοιχειοθετεί την πρώιμη διαμόρφωση μιας ισχυρής γαιοκτητικής τάξης αστών ικανών να συσσωρεύσουν γη αξιοποιήσιμη και την ανάλογη πολιτική δύναμη και κοινωνικό κύρος», σημειώνει ο Σωκράτης Πετμεζάς, καθηγητής οικονομικής και κοινωνικής ιστορίας των Νεοτέρων Χρόνων στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης, στον πρόλογό του. Η μελέτη όμως αυτή αναφέρεται εξίσου στην διαμόρφωση του οικιστικού χώρου, στην πολεοδομική εξέλιξη της πόλης των Πατρών, στις μετακινήσεις των ανθρώπων και στις δημογραφικές αλλαγές που αυτές διαμορφώνουν, στη οργανική σχέση της υπαίθρου με την πόλη λόγω της καλλιέργειας ενός προϊόντος που κατευθύνεται κατά βάση στο εξωτερικό.
Μέχρι σήμερα, η πλειοψηφία των μελετητών της αστικής τάξης στην Ελλάδα υποστήριζε ότι ο μικρός κλήρος, η απουσία κοινωνικών και κατ’ επέκταση πολιτικών συγκρούσεων και η αδυναμία διαμόρφωσης μη προσωποπαγών κομμάτων με σαφείς πολιτικές αρχές, οδηγούσαν στο συμπέρασμα ότι η ελληνική αστική τάξη ήταν μια καχεκτική, παρασιτική
τάξη. Εύλογα δε, με βάση αυτήν την γενικού τύπου παραδοχή, κατέληγαν στο συμπέρασμα, ο καθένας βέβαια με τους δικούς του όρους και τις επιμέρους διατυπώσεις, ότι σε μεγάλο βαθμό η αστική τάξη με τη μορφή που την εντοπίζουμε στις χώρες του εξωτερικού και ιδιαίτερα της Δυτικής Ευρώπης, στο ελληνικό κράτος δεν υφίσταται.
Ο συγγραφέας αφού υποβάλλει την άποψη αυτή στην βάσανο της κριτικής, θέτει επιπλέον στο επίκεντρο του προβληματισμού του την έννοια της αυτονόμησης της πολιτικής και των πελατειακών σχέσεων, ενώ στη συνέχεια διερευνά διεξοδικά και με ακρίβεια τις κοινωνικές και οικονομικές σχέσεις που αναπτύσσονται σε μια εμπορευματικού τύπου οικονομία, μέσα από την καλλιέργεια του σταφιδικού προϊόντος και την ανάδειξή της αστικής τάξης σε πρωταγωνίστρια των εξελίξεων.
Ειδικότερα, ο συγγραφέας θέλοντας να μελετήσει τους όρους διαμόρφωσης μιας κοινωνικής τάξης, όπως η αστική, χάρη στην καλλιέργεια της σταφίδας σε ένα περιβάλλον που μεταβάλλεται ταχύτατα, διερευνά τους όρους ανάδειξής της με συστηματικό τρόπο μέσα στο οποίο αυτή αποκτά όλο και περισσότερα κοινωνικά και πολιτικά ερείσματα. Δηλαδή, παρουσιάζει ένα φαινόμενο παράλληλα οικονομικό, πολιτικό, νομικό, αισθητικό, πολιτισμικό. Ο συγγραφέας σκιαγραφεί με λεπτομέρεια τη συγκρότηση της αστικής ταυτότητας, στον 19ο αιώνα ως ξεχωριστή και σε αντιπαράθεση με άλλες αστικές ταυτότητες, όπως του Πειραιά ή της Ερμούπολης.
Επίσης πέρα από τους οικονομικούς όρους συγκρότησης της αστικής τάξης, σημασία στη μελέτη έχει η ανάλυση των ιδεών πάνω στις οποίες συγκροτείται η πολιτική παρέμβαση της αστικής τάξης στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα. Ένα από τα κοινά στοιχεία αυτής της παρέμβασης είναι η άποψη περί της «ηθικοποίησης» της κοινωνίας, ή η αντιμετώπιση της φτώχειας ως κοινωνικού φαινομένου, ή ακόμα και η διατύπωση ενός πολιτικού λόγου με έντονα αντικοινοβουλευτικά χαρακτηριστικά.
Το βιβλίο του Στάθη Κουτρουβίδη, δίνει μια πολύ ξεκάθαρη όσο και βαθιά εικόνα της οικονομίας, της πολιτικής και της ιδεολογίας, χωρίς να θεωρεί τίποτε δεδομένο εστιασμένα σε μια περιοχή. Στο πλαίσιο αυτό εντοπίζει τις συνέχειες από την προεπαναστατική περίοδο αλλά και τις αλλαγές που συμβαίνουν στη δράση των προκρίτων, τόσο στο οικονομικό όσο και στο πολιτικό πεδίο, στον κόσμο των ετεροχθόνων εμπόρων, καθώς και σε όλους αυτούς που συγκροτούν τα νέα, αστικού τύπου επαγγέλματα οι οποίοι παράλληλα ασχολούνται και με τον κόσμο της σταφίδας. «Το βιβλίο που έχετε στα χέρια σας εντάσσεται στον κορμό της μακράς αυτής πορείας ανανέωσης και φιλοδοξεί, με τη σειρά του να αποτελέσει μια νέα ψηφίδα στην πορεία αναστοχασμού και αναμόρφωσης του εγχώριου ιστοριογραφικού πεδίου», επισημαίνει ο κ. Πετμεζάς στο προλογικό του σημείωμα.
«Η πλειονότητα του πολιτικού προσωπικού της επαρχίας Πατρών, κατείχε σημαντικά τμήματα γης, διατηρούσε πολυτελή οικήματα στην πόλη και σε χωριά της περιφέρειας, ενώ παράλληλα ασχολούνταν άλλοτε λιγότερο και άλλοτε περισσότερο με το εμπόριο. Την ίδια στιγμή, μέλη της ομάδας αυτής διεύρυναν τη δράση τους ακολουθώντας τακτικές τοκογλυφίας, και ενίσχυαν την κοινωνική τους προσφορά στο πεδίο της φιλανθρωπικής δράσης. Επομένως δεν είναι ακριβές να μιλάμε για διαφοροποιήσεις μεταξύ δύο διακριτών κοινωνικά ομάδων. Πρόκειται, κατά την γνώμη μας, για ενιαία κοινωνική κατηγορία, στην οποία εντάσσεται με σχετική ευκολία το σύνολο των πολιτικών οικογενειών,
Καλαμογδάρτη, Ρούφου, Ρικάκη, Κωνστάκη, Παπαδιαμαντόπουλου, Πράτσικα, Κουμανιώτη, Μπουκαούρη, ανθρώπων δηλαδή που κινούνταν σε κοινά ή παραπλήσια πεδία οικονομικής και πολιτικής παρέμβασης. Πρόκειται για μια κοινωνική τάξη που συγκροτείται από τρεις διαφορετικές ομάδες, την ομάδα των προυχόντων, των επήλυδων εμπόρων και των μεσοαστικών στρωμάτων της πόλης. Τον πολιτικό τους λόγο τον ενοποιεί η αντιοθωνική τους στάση και η ανάγκη φιλελευθεροποίησης της ζωής του τόπου, αλλά και ένας έντονος αντικομματικός λόγος, όοπως διαφαίνεται μέσα από τις στήλες των εφημερίδων της περιόδου. Ο αντικομματικός αυτός λόγος, δεν αποτέλεσε μια εκδοχή ενός πρώιμου ριζοσπαστικού πολιτικού λόγου, αλλά ένα κράμα φιλελεύθερων και ρομαντικών ιδεών που οδηγούσε πολλές φορές στη συντηρητικοποίηση της κοινωνίας. Η πολιτική της φιλελευθεροποίησης που προτείνουν, αγγίζει τα όρια της την δεκαετία του 1860. Η κοινωνία της Πάτρας σταδιακά συντηρητικοποιείται και η πολιτική της έκφραση συνοδεύεται από ένα τρίπτυχο νέων αξιών: της ηθικοποίησης, της ανάγκης για θρησκευτική στροφή της κοινωνίας και ενός λόγου περί φιλανθρωπίας», αναφέρεται στο βιβλίο.