Ανθοφορεί εσχάτως μια συζήτηση περί αλλαγών στα πανεπιστήμια για να είναι καλύτερα προετοιμασμένα για τις προκλήσεις του 2030 και πιο συγκεκριμένα για τη σύνδεσή τους με την παραγωγή, την προαγωγή της χρήσιμης γνώσης και γενικά την απελευθέρωσή τους από μια σειρά αγκυλώσεων που τα κρατά δέσμια του παρελθόντος. Αν και αρκετά ζητήματα που συζητούνται είναι όντως σημαντικά και ενδιαφέροντα, μερικά άλλα είναι εξόφθαλμα λανθασμένα. Κορυφαίο μεταξύ αυτών είναι ο τρόπος διορισμού των πρυτάνεων στα ΑΕΙ, ο οποίος σήμερα εκλέγεται από το σύνολο των καθηγητών κάθε ιδρύματος.
Η πρόταση που κυοφορείται στους εσώτερους κύκλους του υπουργείου Παιδείας είναι να επιβληθεί ένα καθεστώς επιλογής και διορισμού του από το Συμβούλιο του Ιδρύματος, το οποίο θα έχει εκλεγεί προηγουμένως από το ίδιο εκλεκτορικό σώμα. Η επιλογή μπορεί να αφορά μέλος του ιδρύματος ή ακόμα και εξωτερικό άτομο, που μάλιστα δεν θα χρειάζεται να είναι καν πανεπιστημιακός. Πιστεύω ότι ένα τέτοιο καθεστώς θα καλλιεργήσει νέες φατρίες συμφερόντων αντί να τις εξαλείψει και γενικά θα προκαλέσει ένα νέο κύμα εσωστρέφειας και αχρείαστων συγκρούσεων στα πανεπιστήμια. Αποτέλεσμα θα είναι να ακυρώσει μια ευνοϊκή προδιάθεση που υπάρχει σήμερα στα ΑΕΙ για άλλες σημαντικές αλλαγές και να επιστρέψει στην τόσο βολική «κουλτούρα συγκρούσεων» που στο παρελθόν την χρησιμοποιούσαν όλοι που δεν ήθελαν να αλλάξει τίποτα. Τα επιχειρήματά μου είναι δύο:
Πρώτον, ότι είναι καθ’ όλα πιθανό το εκάστοτε Συμβούλιο να κουβαλά τον ίδιο ακριβώς βαθμό φατριασμού και πελατειακής προδιάθεσης, η οποία αποδίδεται ως μόνιμο χαρακτηριστικό σε όλα τα εκλεγμένα πρυτανικά σχήματα. Αυτό μπορεί να συμβεί επειδή και το Συμβούλιο εκλέγεται από το σώμα των ίδιων καθηγητών που θα έβγαζαν και τον πρύτανη. Αν λοιπόν αυτοί έχουν διαμορφώσει ομάδες πίεσης για χαριστικές πράξεις και ευνοιοκρατική μεταχείριση, τότε είναι βέβαιο ότι θα βρουν τρόπο να τις ενσταλάξουν και στην πολιτική που το Συμβούλιο θα απαιτήσει να ακολουθήσει ο διοριζόμενος πρύτανης. Θα τις κάνει μάλιστα με έναν πολύ πιο αποκαλυπτικό και άγαρμπο τρόπο, γιατί θα είναι διπλά υποχρεωμένος και στα μέλη του Συμβουλίου που τον διόρισαν και στους καθηγητές που τον ανέχονται να τους διοικεί και επιδιώκει τη νομιμοποίησή τους.
Θα αντιτείνει ίσως κάποιος ότι τα μέλη των Συμβουλίων θα είναι τόσο φοβεροί και τρομεροί επιστήμονες με διεθνείς περγαμηνές και αναγνώριση που δεν θα υποπέσουν ποτέ στον πειρασμό της πελατειακής διαχείρισης. Κάτι τέτοιο βέβαια δεν έχει ισχύ φυσικού νόμου, αλλά πρέπει κάθε φορά να αποδεικνύεται στην πράξη. Ακόμη και στα βραχύβια Συμβούλια που λειτούργησαν την προηγούμενη δεκαετία διαπιστώθηκαν κάμποσες πελατειακές λογικές, από ιδιοτελείς προτιμήσεις στην ίδρυση συγκεκριμένων Τμημάτων έως επιρροές για συγκεκριμένες προκηρύξεις θέσεων που ηχούσαν παρόμοια με τις δικές τους ειδικότητες «για να έλθουν κάποτε και αυτοί στην πατρίδα». Ο αναμάρτητος πρώτος τον λίθο βαλέτω και μετά το συζητάμε καλύτερα.
Από την άλλη, περγαμηνές και αναγνώριση μπορεί να διαθέτει και ένας νυν καθηγητής του ιδρύματος, ο οποίος μπορεί να ενδιαφερθεί να εκλεγεί πρύτανης με τα ίδια ηθικά προαπαιτούμενα που θεωρούνται αυτονόητα τόσο για το Συμβούλιο όσο και για την επιλογή αυτού που θα διορίσει. Αν το σώμα των καθηγητών δεν στέρξει στην εκλογή ενός κορυφαίου ως πρύτανη, τότε δεν θα είναι αποτελεσματικό ούτε για να βγάλει ένα κορυφαίο Συμβούλιο που μετά θα βγάλει έναν κορυφαίο πρύτανη. Μάλιστα είναι πιθανό ότι τα κριτήρια που θα επικρατήσουν μέσω του Συμβουλίου θα είναι πιο ελαστικά και πελατειακά γιατί και τα ίδια τα μέλη του θα προσπαθούν ταυτόχρονα να εδραιώσουν και τη δική τους αποδοχή από το σώμα των καθηγητών.
Δεύτερο επιχείρημα εναντίον του διορισμού πρύτανη είναι ότι ο χώρος της ανώτατης παιδείας απεχθάνεται την εξωτερική επιβολή και προτιμά την αυτορρύθμιση και τη βελτίωση εξ οικείων. Σε κάποιον βαθμό αυτό ισχύει σε πολλές χώρες, στην Ελλάδα όμως απέκτησε υπαρξιακό χαρακτήρα για ιστορικούς λόγους που δεν διαγράφονται εύκολα και σε κάθε περίπτωση δεν καταργούνται με διατάγματα. Αν και μερικές φορές η επίκληση αυτής της αρχής γίνεται για να δικαιολογήσει όντως καταχρηστικές συμπεριφορές, η απότομη ακύρωσή της με τον διορισμό του πρύτανη θα οδηγήσει σε μια εύκολη συσπείρωση της πλειοψηφίας των καθηγητών εναντίον του νέου θεσμού. Οταν λοιπόν θα πλησιάζει το σημαδιακό 2030, εμείς αντί να μετράμε τους στόχους που πρέπει να πιάσει το ελληνικό πανεπιστήμιο και να αξιολογούμε τα αποτελέσματα της προσπάθειας, θα φιλονικούμε ακόμα για το ποιος πρέπει να το διοικεί. Ως ατμόσφαιρα, δεν θα είναι και η ευγενέστερη άμιλλα στον πνευματικό χώρο.
Ο κ. Νίκος Χριστοδουλάκης είναι πρώην υπουργός, καθηγητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο