Παρά τις αλληλοδιάδοχες από το 1982 μεταρρυθμίσεις δεν ανακόπηκε ο κατήφορος που ακολουθεί η ανώτατη παιδεία στη χώρα μας. Ανεπαρκείς, αντιφατικές, αναποτελεσματικές, λανθασμένες; Ζητούμενο τώρα το πρακτέο. Συνοψίζω σχηματικά πέντε προτάσεις μου, που έχω κατά περιόδους διεξοδικά αναπτύξει:

α) Για ποιο Πανεπιστήμιο μιλάμε;

Χρειαζόμαστε μεγάλες πανεπιστημιακές υποδομές, ικανές να στηρίξουν τον ανταγωνισμό των Ανωτάτων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων μας με τα αντίστοιχα του εξωτερικού. Η διεθνής παραδοχή είναι ένα ΑΕΙ ανά εκατομμύριο κατοίκων. Ανάγκη λοιπών συνένωσης των πολλών πανεπιστημίων μας, ορισμένα από τα οποία είναι υπερβολικά μικρά. Δεν χρειάζονται βίαιες κινήσεις. Να ακολουθήσουμε πρακτικές που πέτυχαν αλλού. Ας δημιουργήσουμε, κατά το γαλλικό πρότυπο, 10, το πολύ 12, πανεπιστημιακούς πυρήνες, σαν πανεπιστημιακές «ομπρέλες» που σταδιακά θα υποδεχθούν και θα στεγάσουν τα υπάρχοντα 27 ΑΕΙ, ακόμα περισσότερα αν συνυπολογίσουμε και τους πολλούς παρα-πανεπιστημιακούς οργανισμούς. Το κάθε ΑΕΙ θα κρατήσει τη μορφή του, αλλά με σταδιακή ενοποίηση στο πλαίσιο κάθε πυρήνα πρώτα των ερευνητικών προγραμμάτων και των προϋπολογισμών, μετά των διδακτικών δομών, όπως οι Σχολές, τα Τμήματα και τα Προγράμματα Σπουδών, ακολούθως της διδασκαλίας και του διδακτικού προσωπικού, τέλος της διοίκησης και των οργάνων της.

 

β) Ποια σχέση του Πανεπιστημίου με την Πολιτεία;

Πρώτον, αντί η Πολιτεία να αναμειγνύεται διαρκώς με τις λεπτομέρειες της οργάνωσης και διοίκησης των ΑΕΙ, να ενισχύσει την πραγματική αυτονομία τους, ιδίως την οικονομική, με καταβολή σταθερού ποσού ανά φοιτητή, π.χ. 500 ευρώ το εξάμηνο. Ετσι για παράδειγμα το ΕΚΠΑ θα λάμβανε περισσότερα από 120 εκατομύρια ευρώ, αντί των πενιχρών περίπου 10 σήμερα. Ελάχιστη ή και καμία θα ήταν η επιβάρυνση του προϋπολογισμού, γιατί τα ΑΕΙ θα ανελάμβαναν έτσι όλα τα έξοδά τους, συμπεριλαμβανομένων των μισθών των εργαζομένων. Βεβαίως στην ευθύνη τους ανήκει η επαύξηση των εσόδων τους από την έρευνα, αλλά και από την εκμετάλλευση της συχνά σημαντικής περιουσίας τους.

Δεύτερον, να σταματήσουν οι προσπάθειες κομματικών επιρροών, αρχίζοντας από τη διάλυση των πανεπιστημιακών κομματικών οργανώσεων. Από το 1975 περιμένουμε να ενεργοποιηθεί η συνταγματική πρόβλεψη για την έκδοση νόμου για τους φοιτητικούς συλλόγους και τη συμμετοχή των σπουδαστών σε αυτούς (ά. 16§5 in fine). Η συμμετοχή των φοιτητών στη διοίκηση και γενικότερα στη ζωή του Πανεπιστημίου πρέπει να ενισχυθεί, μακριά όμως από κομματικές εξαρτήσεις. Να σταματήσει επιπλέον η τακτική περιοδική ψήφιση νόμων χαριστικών σε ορισμένες κατηγορίες πανεπιστημιακών.

γ) Ποια είσοδος στο Πανεπιστήμιο;

Τα μέχρι σήμερα εισαγωγικά συστήματα απέτυχαν παταγωδώς. Επιπλέον, επικρατεί ανεπίτρεπτη σύγχυση ανάμεσα στις καθαρά διαπιστωτικές των γνώσεων διαδικασίες (όπως οι εξετάσεις για το Απολυτηρίου Λυκείου) και στις διαγωνιστικές διαδικασίες (όπως οι Πανελλήνιες), με άτοπα αποτελέσματα, όπως η καθιέρωση βάσης στις Πανελλήνιες. Να θεσπιστεί Εθνικό Πανελλήνιο Απολυτήριο, που θα αποτελέσει, χωρίς άλλο, τίτλο πανεπιστημιακής εισόδου, ανάλογα και με τις επιπλέον προϋποθέσεις που θα μπορεί να θέσει και κάθε ΑΕΙ. Αυτό προϋποθέτει έγκαιρη στροφή των μαθητών σε τεχνική παιδεία, σε ποσοστό 50%. Το Πανεπιστήμιο αποτελεί τμήμα του γενικότερου κορμού της παιδείας, δεν αντιμετωπίζεται μεμονωμένα.

 

δ) Πόσος χρόνος για τις σπουδές;

Πολύ μελάνι χύθηκε για τους αιώνιους φοιτητές και δικαίως, γιατί ο αριθμός τους είναι υπερβολικός. Το φαινόμενο συνιστά ελληνική στρέβλωση. Οι σπουδές πρέπει να πραγματοποιούνται μέσα στο προβλεπόμενο χρονικό πλαίσιο ώστε να είναι συνεκτικές και επίκαιρες. Η πρόβλεψη όμως απλώς ενός ανωτάτου ορίου ετών σπουδών απέτυχε ήδη δύο φορές και θα αποτύχει ξανά γιατί είναι ανεφάρμοστη. Πρέπει το «φρένο» να έρχεται όχι στο τέλος μιας μακράς διαδρομής, όπως με το ν+2, αλλά κάθε χρόνο, με την αυστηρή επαναφορά του «πανεπιστημιακού έτους», όπως σε όλα τα ΑΕΙ του εξωτερικού. Μόνον η επιτυχία στις εξετάσεις κάθε έτους πρέπει να επιτρέπει την προαγωγή στο επόμενο. Ας επιτρέπεται και η επανάληψη κάθε έτους μία φορά. Ετσι και ο φοιτητής που δεν μπορεί να προχωρήσει θα σταματά πάντως νωρίς και δεν χάνει τον χρόνο του.

 

ε) Και μετά το Πανεπιστήμιο;

Το Πανεπιστήμιο αποσκοπεί πρωτίστως στη μετάδοση γνώσεων και μεθόδου, αλλά, πέρα από την πνευματική αποστολή του, και στη διαμόρφωση νέων επιστημόνων-πολιτών με ήθος και κοινωνική χρησιμότητα. Αλλ’ όμως οφείλει να παρέχει και επαγγελματική παιδεία, σήμερα πολύ υποτιμημένη. Χρειάζεται να δημιουργηθεί σε κάθε ΑΕΙ μεγάλο κέντρο ενίσχυσης της διασύνδεσης με την αγορά.

Αντί να αναπαυόμαστε σε γεύσεις από περσινά ξινά σταφύλια, να απολαύσουμε τη σύλληψη οράματος για τα πανεπιστήμιά μας, χωρίς φόβο για τις αναγκαίες μεγάλες τομές.

Ο κ. Θεόδωρος Φορτσάκης είναι καθηγητής της Νομικής Σχολής Αθηνών, πρώην πρύτανης του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Ιδρύματος Προαγωγής Ανθρωπιστικής Παιδείας.