Ο άνθρωπος από περιέργεια ανέκαθεν ερευνούσε το κάθε τι. Βαθμιαία τα ευρήματα της περιέργειάς του άρχισε να τα αξιοποιεί για να κάνουν πιο άνετη και ασφαλέστερη τη ζωή του, αλλά και για να αποκομίζει τα μέγιστα οικονομικά οφέλη από την επαγγελματική του δραστηριότητα. Βασικά η έρευνα πρακτικό στόχο έχει την αυξημένη ανταγωνιστικότητα προϊόντων ή υπηρεσιών που παράγει, και γι’ αυτό αποδίδεται σήμερα ιδιαίτερη σημασία όχι μόνο από τις επιχειρήσεις, αλλά και από τις κυβερνήσεις για τα έργα έρευνας, τεχνολογικής ανάπτυξης και καινοτομίας (ΕΤΑΚ) με επενδύσεις που κατά το μεγαλύτερό τους ποσοστό (περίπου 70%) πραγματοποιούνται από τον ιδιωτικό τομέα. Ο δημόσιος τομέας συνεισφέρει μέσω των δημόσιων ερευνητικών κέντρων και των πανεπιστημίων. Η συνεισφορά των τελευταίων μάλιστα είναι καθοριστική, αφού προκύπτει από τα σοβαρότερα και δημιουργικότερα μυαλά, τα οποία συνήθως τα στελεχώνουν και από τα ερευνητικά κέντρα, τα οποία λειτουργούν σε αυτά.
Οπως όμως αποκαλύπτει και καταγγέλλει ο ομότιμος καθηγητής του Πολυτεχνείου κ. Θόδωρος Λουκάκης, η χρηματοδότηση της έρευνας από το Δημόσιο κατευθύνεται στα κρατικά ερευνητικά κέντρα, ενώ από δεκαπενταετίας έχει ουσιαστικά σταματήσει η χρηματοδότηση των ερευνητικών υποδομών των πανεπιστημίων μας. Επιπλέον, είναι αργή αλλά σταθερή και η αποψίλωση των ΑΕΙ από τους κύριους ερευνητές τους, δηλαδή τους καθηγητές. Ακόμα χειρότερα, ουδεμία, μικρή έστω, αύξηση των εξαγωγών της χώρας έχει ποτέ συνδεθεί, άμεσα ή έμμεσα, με τα αποτελέσματα επιχορηγούμενου έργου έρευνας, τεχνολογικής ανάπτυξης και καινοτομίας του δημόσιου τομέα. Επίσης το υπουργείο Ανάπτυξης, παρά τα δισεκατομμύρια που διαθέτει για έργα ΕΤΑΚ, δεν έχει μπορέσει ποτέ να καταγράψει συγκεκριμένο όφελος για τη χώρα από τη δράση του. Κι ας έχει διατεθεί στον υπερμεγέθη δημόσιο τομέα το 80% των πιστώσεων για έργα έρευνας και καινοτομίας.
Αντίθετα η πολιτεία έχει αφήσει τις αξίας δεκάδων δισεκατομμυρίων ερευνητικές υποδομές των πανεπιστημίων, οι περισσότερες από τις οποίες είναι μοναδικές στη χώρα, να καταρρέουν ασυντήρητες. Αυτή η αδιαφορία απέναντι στα ΑΕΙ συνοδεύεται και από τις ετήσιες λόγω συνταξιοδότησης αποχωρήσεις καθηγητών χωρίς αντικατάσταση. Ετσι αποψιλώνεται το καθηγητικό σώμα, που είναι η κινητήρια δύναμη τόσο της εκπαιδευτικής, όσο και της ερευνητικής λειτουργίας των ΑΕΙ. Δυστυχώς και η χάραξη της εθνικής στρατηγικής έρευνας, τεχνολογικής ανάπτυξης και καινοτομίας για το διάστημα 2021-2027 γίνεται και από τη σημερινή κυβέρνηση χωρίς τη συμμετοχή του υπουργείου Παιδείας και συνεπώς των ΑΕΙ. Θα πρέπει επίσης να υπογραμμιστεί ότι και οι ελληνικές επιχειρήσεις ήταν πάντα απρόθυμες να χρησιμοποιήσουν τα σύγχρονα ερευνητικά αποτελέσματα των πανεπιστημίων και των ερευνητικών κέντρων.
Ο κ. Λουκάκης στο δοκίμιό του «Λειτουργία εν κενώ, λειτουργία εν διωγμώ» (εκδόσεις Bookstars) θεωρεί παράξενο ότι κανένας βουλευτής συμπολίτευσης ή αντιπολίτευσης, που έχει διατελέσει καθηγητής Πανεπιστημίου, δεν έχει ποτέ διαμαρτυρηθεί για την απαξίωση των πανεπιστημίων, που συμβαίνει σταδιακά τα τελευταία χρόνια.
Αποφεύγει όμως να επισημάνει ότι η απουσία σχέσεων ΑΕΙ και ιδιωτικής πρωτοβουλίας οφείλεται και στο «ρωμαλέο» φοιτητικό κίνημα κυριαρχούμενο από την Αριστερά, το οποίο ορθώνει τα στήθη του σε κάθε τέτοια συνεργασία και την αδιαφορία της δήθεν φιλελεύθερης Κεντροδεξιάς, η οποία τρέμει στην ιδέα ότι θα μπορούσε να αποβάλει από τα πανεπιστήμια τις κομματικές παρατάξεις.