Η Ουκρανία εδώ και χρόνια είναι στο επίκεντρο αυτό που συνηθίσαμε να ονομάζουμε τον «Νέο Ψυχρό Πόλεμο». Για την ακρίβεια, είναι ένα από τα πιο «θερμά» σημεία αυτής της αντιπαράθεσης.
Τις τελευταίες εβδομάδες οι ΗΠΑ και αρκετοί σύμμαχοί τους υποστηρίζουν ότι η Ρωσία ετοιμάζεται να εισβάλει στην Ουκρανία, επικαλούμενη κάποια «πρόκληση» από την Ουκρανική κρίση, όπως και ότι αυτό αποδεικνύεται από τη μεγάλη συγκέντρωση Ρωσικών δυνάμεων στα σύνορα με την Ουκρανία.
Το αφήγημα αυτό έχει αναπαραχθεί εκτεταμένα το τελευταίο διάστημα, συμπεριλαμβανομένων και άρθρων σε μεγάλα αμερικανικά έντυπα. Ωστόσο, μια πιο προσεκτική προσέγγιση των εξελίξεων δείχνει ότι τα πράγματα είναι κάπως πιο περίπλοκα.
Οι ρίζες της σύγκρουσης
Οι ρίζες της αντιπαράθεσης βρίσκονται στον τρόπο με τον οποίο διαμορφώθηκε το μετακομμουνιστικό τοπίο στην τέως ΕΣΣΔ. Αυτό αφορούσε και τις διεθνείς σχέσεις και την εσωτερική κατάσταση.
Ως προς τις διεθνείς σχέσεις, παρά τις αρχικές υποσχέσεις και δεσμεύσεις των δυτικών δυνάμεων και των ΗΠΑ προς τον Γκορμπατσώφ, σταδιακά επελέγη η επέκταση του ΝΑΤΟ προς τα ανατολικά με αποτέλεσμα σήμερα να υπάρχει μια ιδιότυπη υγειονομική ζώνη ΝΑΤΟϊκών χωρών κοντά στη Ρωσία.
Η Ρωσία της εποχής Πούτιν έκανε σαφές ότι αυτό δεν μπορούσε να επεκταθεί σε χώρες που εφάπτονται άμεσα με τη Ρωσία και τις οποίες θεωρεί κρίσιμες για τη δική της ασφάλεια, χώρες όπως η Γεωργία (εξ ου και η στρατιωτική επέμβαση του 2008), η Ουκρανία και η Λευκορωσία.
Η ίδια η Ουκρανία είναι μια χώρα με έντονες διαιρέσεις στο εσωτερικό της που αντανακλώνται και σε διαφορετικούς προσανατολισμούς, που οδήγησαν και στη κρίση του 2014 και την εμφάνιση των «αυτονομιστικών» δημοκρατιών στα ανατολικά.
Από την άλλη, η Ουκρανία είναι όντως ένας κρίσιμος κρίκος σε οποιαδήποτε επέκταση του ΝΑΤΟ. Το να ενταχθεί πλήρως στους δυτικούς θεσμούς ασφαλείας θα σηματοδοτούσε για τις ΗΠΑ μια μεγάλη αλλαγή συσχετισμών υπέρ της Δύσης. Αυτό μπορεί να εξηγήσει και την ιδιαίτερη σπουδή των ΗΠΑ το 2014 να υπάρξει μια πολιτική αλλαγή στην Ουκρανία σε φιλοδυτική κατεύθυνση.
Η ίδια η Ρωσία σε γενικές γραμμές αυτό που θα ήθελε θα ήταν η Ουκρανία να παρέμενε εκτός ΝΑΤΟ και σε μια κατεύθυνση συνεργασίας με τη Ρωσία. Δεν πρόκειται για μια ανάλογη σχέση με αυτή τη Λευκορωσία, με την οποία εδώ και χρόνια υπάρχει τυπικά ακόμη και διαδικασία συζήτησης για τη διαμόρφωση ενιαίας ομοσπονδιακής κρατικής μορφής.
Αυτό εξηγεί και τις επιλογές που πήρε η Ρωσία. Από τη μια, προχώρησε στην επανενσωμάτωση της Κριμαίας στη Ρωσία, αυτό που οι ΗΠΑ και η ΕΕ θεωρούν παράνομη προσάρτηση. Έχει μια σημασία ότι η Κριμαία επί ΕΣΣΔ ήταν αρχικά μέρος της Ρωσικής Ομοσπονδίας πριν παραχωρηθεί στην Ουκρανία επί Χρουτσώφ, άρα μετά το 1945 και με αυτή την έννοια δεν προχώρησε σε αλλαγή «συνόρων του 1945», ενώ φαίνεται να έχει τη συναίνεση σημαντικού μέρους του τοπικού πληθυσμού. Σε σχέση με τις ανατολικές επαρχίες η Ρωσία έχει δηλώσει κατ’ επανάληψη ότι δεν επιθυμεί την προσάρτησή τους αλλά την εφαρμογή των συμφωνιών του Μινσκ που προβλέπουν τον διάλογο ανάμεσα στο Κίεβο και τους αυτονομιστές για την επίτευξη μιας συμφωνίας που να εξασφαλίζει ένα καθεστώς αυτονομίας για αυτές τις περιοχές, εντός όμως της ουκρανικής επικράτειας.
Η τρέχουσα κλιμάκωση της έντασης
Στην τρέχουσα κλιμάκωση της έντασης ρόλο έχουν παίξει και οι επιλογές της ουκρανικής κυβέρνησης. Μέσα σε ένα κλίμα εντεινόμενου εθνικισμού, η ουκρανική κυβέρνηση έχει επαναφέρει στο προσκήνιο το αίτημα της ανακατάληψης της Κριμαίας και της εκ νέου ενσωμάτωσης στην Ουκρανία, ενώ διαρκώς επανέρχεται το ζήτημα των ανατολικών επαρχιών. Παράλληλα, ο πρόεδρος της Ουκρανίας Βολοντιμίρ Ζελένσκι έχει κατηγορήσει τη Ρωσία ότι προετοιμάζει πραξικόπημα για την ανατροπή του.
Από τη μεριά της, η Ρωσία έχει επαναλάβει πολλές φορές τους τελευταίους μήνες ότι έχει μια «κόκκινη γραμμή» που είναι ότι δεν πρόκειται να ανεχτεί οποιαδήποτε προσπάθεια των ουκρανικών ενόπλων δυνάμεων να ανακτήσουν τις ανατολικές επαρχίες και ότι θα απαντήσει συνολικά απέναντι σε μια τέτοια κίνηση.
Ο στρατιωτικός συσχετισμός ανάμεσα στις δύο χώρες είναι εξαιρετικά άνισος και η Ουκρανία παραμένει μια υπερχρεωμένη χώρα. Μπορεί να έχει ενισχυθεί στρατιωτικά (ενδεικτική η προμήθεια μη επανδρωμένων αεροσκαφών από την Τουρκία), αλλά δύσκολα θα μπορούσε να αντέξει μια συνολική αντιπαράθεση με τη Ρωσία.
Αυτό κάνει επιτακτικό το ζήτημα της ενίσχυσης από το ΝΑΤΟ και προφανώς η ουκρανική κυβέρνηση θα ήθελε στο τέλος η σύγκρουση να είναι ανάμεσα στις δυνάμεις του ΝΑΤΟ και τη Ρωσία. Όμως, πέραν της ενίσχυσης σε εξοπλισμό δεν είναι εύκολο να φανταστούμε τις χώρες μέλη του ΝΑΤΟ να παίρνουν την απόφαση να εμπλακούν σε μια πολεμική αντιπαράθεση με τη Ρωσία, που θα σηματοδοτούσε μια παγκόσμια αποσταθεροποίηση με απρόβλεπτες συνέπειες. Αρκεί να αναλογιστούμε ότι στη διάρκεια του προηγούμενου Ψυχρού Πολέμου ποτέ δεν υπήρξε άμεση σύγκρουση ανάμεσα σε δυνάμεις του Συμφώνου της Βαρσοβίας και δυνάμεις του ΝΑΤΟ.
Οι υπολογισμοί της Ρωσίας
Η Ρωσία γνωρίζει ότι μια ακόμη πολεμική σύγκρουση στην Ουκρανία θα είχε ένα ευρύτερο πολιτικό κόστος για την ίδια και πιθανώς να παγίωνε ένα τείχος κυρώσεων που θα την απέκοπτε από μεγάλα τμήματα της παγκόσμιας οικονομίας.
Από την άλλη μεριά, δεν της είναι εύκολο να αποδεχτεί οποιαδήποτε προσπάθεια της ουκρανικής κυβέρνησης να αλλάξει το συσχετισμό όπως έχει διαμορφωθεί τώρα, ή να ανεχθεί η Ουκρανία να γίνει μέλος του ΝΑΤΟ, έστω και εάν αυτή δεν είναι μια άμεση προοπτική.
Την ίδια στιγμή γνωρίζει ότι οι δυνάμεις του ΝΑΤΟ δεν είναι καθόλου δεδομένο ότι θα εμπλέκονταν στην σύγκρουση ή ότι θα δοκίμαζαν μια ευθεία αντιπαράθεση με τις ρωσικές ένοπλες δυνάμεις, παρότι έχει καταγγείλει όχι μόνο την παρουσία νατοϊκών πολεμικών πλοίων στη Μαύρη Θάλασσα αλλά και τις ασκήσεις στρατηγικών βομβαρδιστικών των ΗΠΑ (δηλαδή αεροσκαφών ικανών να φέρουν πυρηνικά όπλα). Και αυτό γιατί αυτό ουσιαστικά θα οδηγούσε σε παγκόσμια ανάφλεξη, την ώρα που οι ίδιες οι γραμμές άμυνας της Ρωσίας (ιδίως της αεράμυνας) δύσκολα μπορούν να παραβιαστούν.
Σε αυτό το φόντο η Ρωσία δείχνει να επιλέγει μια διπλή τακτική. Από τη μια, σωρεύοντας δυνάμεις στα σύνορά της με την Ουκρανία, θέλει να στείλει ένα μήνυμα στο Κίεβο ότι σε οποιαδήποτε περίπτωση που η ουκρανική κυβέρνηση αποφασίσει να αλλάξει τα δεδομένα στο πεδίο, τότε η ρωσική απάντηση θα είναι συντριπτική και θα αφορά τη συνολική ήττα των ουκρανικών ενόπλων δυνάμεων.
Από την άλλη, κάνει σαφές προς τις ΗΠΑ ότι εάν υπάρχει μια πολιτική διέξοδος αυτή είναι η επανεκκίνηση του διαλόγου στη βάση των συμφωνιών του Μινσκ, με κεντρικό σημείο τις συζητήσεις της ουκρανικής κυβέρνησης με τους αυτονομιστές των ανατολικών επαρχιών με σκοπό την διαμόρφωση μιας λύσης αυτονομίας που να εγγυάται την εδαφική ακεραιότητα της Ουκρανίας.
Αυτό εντάσσεται σε μια συνολικότερη τοποθέτηση απέναντι στη Δύση που περιλαμβάνει ταυτόχρονα κινήσεις συμβολικής «ρήξης», όπως η πρόσφατη ανάκληση των Ρώσων διπλωματών από τη ρωσική αποστολή στην έδρα του ΝΑΤΟ στις Βρυξέλλες, αλλά και την αποστολή «μηνυμάτων» προς τις ΗΠΑ ότι σήμερα μια συνεννόηση με τη Ρωσία θα σταθεροποιούσε την κατάσταση και θα επέτρεπε στην αμερικανική κυβέρνηση να δώσει μεγαλύτερο βάρος σε άλλα πιο επείγοντα προβλήματα.
Η ταλάντευση της Δύσης
Από τη μεριά της Δύσης και των ΗΠΑ υπάρχει μια ορισμένη ταλάντευση. Από μια, οι «διαρροές» για επικείμενη επιθετική ενέργεια της Ρωσίας που θα εκμεταλλευόταν κάποια «πρόκληση», δείχνουν να παραπέμπουν σε μια τακτική που θα ήθελε τη Ρωσία να εμπλακεί πολεμικά σε μια επιθετική ενέργεια στην Ουκρανία και αυτό τελικά να τη φέρει σε ακόμη πιο δύσκολη θέση, την ώρα που θα έδινε πλήρη νομιμοποίηση στην επέκταση του ΝΑΤΟ. Είναι σαφές ότι μια τέτοια άποψη έχει απήχηση σε αρκετά κέντρα αποφάσεων.
Από την άλλη, το γεγονός ότι χωρίς άμεση νατοϊκή εμπλοκή – που με τη σειρά της θα σήμαινε άλλης τάξης γεωπολιτική ανάφλεξη – ο συσχετισμός στην ίδια τη σύγκρουση θα ήταν υπέρ της Ρωσίας, μαζί με την ανησυχία για τα όρια της σύγκρουσης και τυχόν ανεξέλεγκτη κλιμάκωση, ωθούν επίσης και σε περίσκεψη και πιο «μετρημένες» επιλογές. Μένει να δούμε προς τα πού θα γύρει τελικά η πλάστιγγα και αυτό δίνει ιδιαίτερη σημασία στην αναμενόμενη συνομιλία Πούτιν και Μπάιντεν στις 7 Δεκεμβρίου.