Το 2015 η Γουϊντάντ και ο Μωχάμεντ, από τη Λατάκεια της Συρίας, κατάφεραν να φτάσουν στη Γερμανία με τα τρία παιδιά τους διασχίζοντας τη μισή Ευρώπη, άλλοτε με αυτοκίνητο και άλλοτε με τα πόδια. Ήταν η εποχή που η Άνγκελα Μέρκελ είχε ανοίξει τα σύνορα για εκατοντάδες χιλιάδες πρόσφυγες και διαβεβαίωνε τους Γερμανούς ότι «θα τα καταφέρουμε». Η Γουϊντάντ ήταν και πάλι έγκυος. Στα τέλη Δεκεμβρίου, ενώ είχε ήδη εγκατασταθεί στη Γερμανία, έμαθε ότι θα φέρει στον κόσμο ένα κοριτσάκι. Μαζί με τον Μωχάμεντ αποφάσισαν να το ονομάσουν «Άνγκελα», προς τιμήν της Άνγκελα Μέρκελ.
Έξι χρόνια έχουν περάσει από τότε. Στη συμβουλευτική υπηρεσία της Caritas για τους πρόσφυγες, στο Γκελζενκίρχεν της Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας, ένα κοριτσάκι με μακριά, μαύρα μαλλιά περιφέρεται στους διαδρόμους, φορώντας ένα κόκκινο φόρεμα. Φαίνεται ότι οι περισσότεροι το γνωρίζουν. «Γεια σου Άντζι», «Καλώς την Άντζι» ακούγεται από παντού. Η μικρή Άνγκελα, την οποία όλοι πλέον φωνάζουν «Άντζι» χαμογελάει και ανταποδίδει τον χαιρετισμό. «Όλοι την αγαπούν την κόρη μας» λέει ο Μωχάμεντ. «Και οι πιο ηλικιωμένες κυρίες στη γειτονιά αισθάνονται ευτυχισμένες, μόλις δουν την Άνγκελα. Κι εμείς φυσικά αγαπάμε την Άνγκελα Μέρκελ, μετά από όλα όσα έκανε για μας».
Θαυμασμός για τη διαχείριση της κρίσης
Κάπως παράξενα ακούγονται όλα αυτά. Μετά από δεκαέξι χρόνια στην καγκελαρία η Άνγκελα Μέρκελ αποχωρεί, αλλά οι Γερμανοί δεν αισθάνονται οικειότητα απέναντί της. Όμως αυτή η οικογένεια από τη Συρία θα ήθελε να στήσει μνημείο προς τιμήν της, αν μπορούσε. «Άλλες χώρες μας έκλειναν την πόρτα, αλλά η Άνγκελα Μέρκελ μας άφησε να έρθουμε εδώ και να αρχίσουμε μία καινούρια ζωή, τόσο εμείς, όσο και τα παιδιά μας, κάτι που είναι ακόμη πιο σημαντικό», εξηγεί ο Μωχάμεντ. «Όλοι οι φίλοι μας στη Συρία είναι στενοχωρημένοι που θα φύγει η Άνγκελα Μέρκελ. Τις προάλλες μιλούσα με τη μητέρα μου στο τηλέφωνο και μου έλεγε ‘Κρίμα που φεύγει, τι θα απογίνει τώρα;’»
Σήμερα η μικρή Άνγκελα πηγαίνει στο νηπιαγωγείο και τον Αύγουστο θα ακολουθήσει τα τρία αδέλφια της στο δημοτικό σχολείο. Της αρέσει να διηγείται ιστορίες και να ζωγραφίζει λουλούδια. Δύο φορές έχει πάει και στο γήπεδο της Σάλκε, που εδρεύει στο Γκελχενκίρχεν. Έχει σκεφτεί τι θα ήθελε να κάνει όταν μεγαλώσει; «Κάτι σαν αυτό που κάνει η Άνγκελα Μέρκελ, θέλω να βοηθάω τους ανθρώπους», λέει η μικρή με ντροπαλό ύφος.
Τα «κατάφερε» τελικά η Γερμανία;
Το 2016, όταν γεννήθηκε στο Γκελζενκίρχεν η μικρή Άνγκελα, η πολιτική των ανοιχτών συνόρων άρχισε να υποχωρεί στη Γερμανία, δίνοντας τη θέση της πολλές φορές σε μία νοοτροπία φοβου απέναντι στους μετανάστες. «Ναι, τα καταφέραμε», επανέλαβε πρόσφατα η Άνγκελα Μέρκελ, κάνοντας τον απολογισμό της στη μεταναστευτική πολιτική. Κατά κάποιον τρόπο η ιστορία της Γουϊντάντ και του Μωχάμεντ αποτελεί παράδειγμα για την κοινωνική ενσωμάτωση πολλών από τους νεοαφιχθέντες. Τα παιδιά έχουν μάθει άψογα γερμανικά, φέρνουν καλούς βαθμούς, έχουν γερμανούς φίλους στο σχολείο.
Οι γονείς τους όμως δυσκολεύονται να σταθούν στα πόδια τους στην καινούρια πατρίδα. Ο Μωχάμεντ θέλει να ανοίξει ένα ψιλικατζίδικο. Η γυναίκα του ήταν δασκάλα στη Συρία και θα ήθελε να βρει μια δουλειά με παιδαγωγικό ρόλο. Σύμφωνα πάντως με τα επίσημα στοιχεία των γερμανικών αρχών, μέχρι στιγμής μόνον ο ένας στους δύο από τους πρόσφυγες που ήρθαν στη Γερμανία το 2015 έχει αποκατασταθεί επαγγελματικά.
Πόλος έλξης για τους πρόσφυγες το Γκελζενκίρχεν
«Αν ήταν να βαθμολογήσω την οικογένεια της μικρής Άντζι για την ενσωμάτωσή της στην κοινωνία σε μία κλίμακα από το 1 μέχρι το 10, θα τους έδινα ένα 5» λέει ο Μαρβάν Μωχάμεντ. Η γνώμη του έχει μία βαρύτητα. Ο Μωχάμεντ ήρθε στη Γερμανία από τη Συρία το 1995, σε μία εποχή που, όπως επισημαίνει, δεν υπήρχε καν μία συμβουλευτική υπηρεσία για να υποδεχθεί τους νεοαφιχθέντες. Σήμερα εργάζεται και ο ίδιος, ως νομικός, στη συμβουλευτική υπηρεσία της Caritas, σε θέματα που αφορούν τις άδειες παραμονής. Η μικρή Άνγκελα και η οικογένειά της διαθέτουν την προβλεπόμενη άδεια παραμονής, ενώ σε τρία χρόνια θέλουν να καταθέσουν αίτηση για γερμανική υπηκοότητα.
Συνολικά 10.000 πρόσφυγες, εκ των οποίων 7.000 από τη Συρία, ζουν σήμερα στο Γκελζενκίρχεν. Πρόκειται για την πιο φτωχή πόλη της Γερμανίας, καθώς το μέσο ετήσιο εισόδημα κυμαίνεται γύρω στις 16.000 ευρώ. Αλλά ίσως γι αυτόν ακριβώς τον λόγο, λέει ο Μαρβάν Μωχάμεντ, «υπάρχουν ακόμη διαθέσιμα σπίτια και διαμερίσματα σε αυτή την πόλη. Πολλοί πρόσφυγες έρχονται να εγκατασταθούν εδώ, γιατί δεν μπορούν να βρουν σπίτι στο Μόναχο ή στην Κολωνία».
Η γλώσσα είναι το «κλειδί» για την ενσωμάτωση
Αυτή η εξέλιξη βέβαια, προειδοποιεί ο συνεργάτης της Caritas, δυσχεραίνει κάθε προσπάθεια για καλύτερη ενσωμάτωση στη γερμανική κοινωνία. «Σε άλλες πόλεις οι πρόσφυγες ενσωματώνονται πιο γρήγορα, γιατί αναγκάζονται να μιλήσουν γερμανικά και να έρθουν σε επαφή με τους ντόπιους», επισημαίνει. «Εδώ πολλοί έχουν την αίσθηση ότι δεν έχουν φύγει από τη Συρία, ακόμη και στα καταστήματα μπορούν να συνεννοηθούν στα Αραβικά. Και επιπλέον, υπάρχουν πολλοί Γερμανοί που δεν θέλουν καμία επαφή με τους πρόσφυγες».
Ωστόσο, ο Μαρβάν Μωχάμεντ και η ομάδα του στην Caritas κάνουν ό,τι μπορούν για να βελτιώσουν το κλίμα. Τον περασμένο χρόνο, όταν ξέσπασε η πανδημία και υπήρχε τεράστια έλλειψη σε προστατευτικές μάσκες, οι ίδιοι οι πρόσφυγες παρασκεύασαν συνολικά 7.000 μάσκες σε χρόνο-ρεκόρ. Οι γυναίκες τις έραβαν με οδηγίες που βρήκαν στο Ίντερνετ και οι άνδρες άρχισαν να τις μοιράζουν σε όλα τα γηροκομεία της πόλης. Επιπλέον, πριν από λίγους μήνες μία ομάδα προσφύγων αποφάσισε να μετακομίσει πιο νότια, στις περιοχές των πλημμυροπαθών στη Ρηνανία και στη Βόρεια Ρηνανία-Βεαστφαλία, για να βοηθήσει στις εργασίες αποκατάστασης.
Όλιβερ Πίπερ
Επιμέλεια: Γιάννης Παπαδημητρίου