Το πιο ακριβό κοκτέιλ στον κόσμο πλησιάζει τα 19.000 δολάρια, και αυτό γιατί περιέχει ένα διαμάντι 1 καρατίου. Σερβίρεται στο Ritz-Carlton στο Τόκιο συνοδεία μουσικής – που δεν είναι άλλη από τη μελωδία του «Diamonds are Forever», όπως και το όνομα του κοκτέιλ με βάση τη βότκα. Στο Club 23 της Μελβούρνης, που τώρα έχει κλείσει, δημιουργήθηκε, το 2013, το περίφημο κοκτέιλ Winston, το οποίο ονομάστηκε έτσι από τον Ουίνστον Τσόρτσιλ. Περιείχε 1858 Croizet Cognac, Grand Marnier Quintessence και Chartreuse V.E.P. (ένα σπάνιο λικέρ που φτιάχνεται στη Γαλλία από 130 διαφορετικά φυτά). Η τιμή του ξεπερνούσε τα 12.000 δολάρια. Με δύο χιλιάδες λιγότερα, το Ono Champagne Cocktail στο XS Night Club στο Λας Βέγκας, περιέχει Charles Heidsieck 1981 Champagne Charlie, Rémy Martin Louis XIII Black Pearl κονιάκ, φρέσκο χυμό πορτοκαλιού, βερίκοκου και νέκταρ τριαντάφυλλου, ενώ στην ίδια τιμή, στο μπαρ Gigi’s στο Λονδίνο, σερβίρεται το ομώνυμο κοκτέιλ, που είναι ένας συνδυασμός από 1990 vintage Cristal σαμπάνια και 1888 Samalens Vieille Relique Vintage Bas Armagnac μπράντι.
Μπορεί τα προαναφερθέντα να είναι extreme παραδείγματα και σχεδιασμένα για να τα γευθούν πολύ λίγοι άνθρωποι στον πλανήτη, ωστόσο η μόδα των ακριβών κοκτέιλ, που είναι φτιαγμένα με πιο ξεχωριστά ποτά, υπάρχει σε πολλά καλά μπαρ και εστιατόρια. Παλαιωμένα κονιάκ, vintage σαμπάνιες, πολύτιμα ουίσκι, πρωταγωνιστούν σε μείξεις λίγων, αλλά ποιοτικών spirits, λικέρ, χυμών, μπαχαρικών, μυρωδικών. Οι συνδυασμοί γίνονται προσεκτικά και με τη λογική τού «less is more», καθώς κανένας bartender δεν θέλει να σκεπάσει την ξεχωριστή γεύση των πολύτιμων υλικών. Αυτό μας συμβουλεύει και ο Restaurant Manager του Alexander’s Bar στο Ξενοδοχείο Grande Bretagne, Γιώργος Τσουδερός, ο οποίος μάς εξηγεί γιατί κάποια ποτά είναι πιο ακριβά, σπάνια και ξεχωριστά από άλλα, δίνει μερικά tips για το πώς μπορούμε να τα απολαύσουμε και μοιράζεται μαζί μας τρεις συνταγές για πολυτελή, γιορτινά κοκτέιλ που μπορούμε όλοι να φτιάξουμε στο σπίτι.
Κονιάκ
Ενα από τα πιο ακριβά και exclusive ποτά είναι το κονιάκ. Πρόκειται για ξεχωριστά μπράντι, τα οποία παρασκευάζονται μόνο σε 6 συγκεκριμένες περιοχές της Γαλλίας – Grande Champagne, Petite Champagne, Borderies, Fins bois, Bons bois, Bois ordinaires -, οι οποίες έχουν «κλειδώσει» τον τρόπο παρασκευής του, την ποικιλία – κυρίως από σταφύλια Saint-Émilion – και τα χρόνια παλαίωσης. Οπως μας εξηγεί ο κ. Τσουδερός: «Ολα τα κονιάκ είναι μπράντι, αλλά όλα τα μπράντι δεν είναι κονιάκ. Και ακόμη και τα ίδια τα κονιάκ χωρίζονται σε κατηγορίες ανάλογα με την ποιότητά τους. Ετσι, έχουμε τα VS (Very Special, με ελάχιστο χρόνο παλαίωσης τα 2 έτη σε βαρέλι), VSOP (Very Superior Old Pale, τουλάχιστον 4 χρόνια σε βαρέλι), Napoléon (τουλάχιστον 6 χρόνια παλαίωσης), ΧΟ (Extra Old, 10 χρόνια), ΧΧΟ (extra extra old, 14 χρόνια μίνιμουμ).
Υπάρχει, όπως μας λέει, ένα trend να φτιάχνονται κοκτέιλ από ακριβά ποτά, ωστόσο είναι στη μόδα αυτά να πίνονται μόνο με σόδα ή τόνικ. «Οπως συμβαίνει και όταν το πίνουμε σκέτο, ένα κοκτέιλ με βάση κάποιο κονιάκ είναι ιδανικό για να σφραγίσει ένα ωραίο δείπνο» μας πληροφορεί ο κ. Τσουδερός και συνεχίζει: «Ως κοκτέιλ θα μπορούσε να λειτουργήσει και για απεριτίφ. Επίσης, να πούμε ότι τα κονιάκ σερβίρονται σε ποτήρια «balloon», ώστε να εγκλωβίζονται τα αρώματα, και πάντοτε σε θερμοκρασία δωματίου (17°-18°C). Με το χέρι μας αγκαλιάζουμε το ποτήρι ώστε να θερμαίνεται το ποτό και να αναδύονται ακόμη περισσότερα αρώματα».
Σαμπάνια
Είναι κάτι που «πηγαίνει με όλα» υποστηρίζει ο κ. Τσουδερός. Φτιάχνεται και αυτή από συγκεκριμένες ποικιλίες σταφυλιού – Chardonnay, Pinot Noir, Pinot Meunier – σε μία μόνο περιοχή της Γαλλίας, την Καμπανία, και με τη «μέθοδο της Καμπανίας», κατά την οποία η δεύτερη ζύμωση γίνεται μέσα στην ίδια τη φιάλη. «Από εκεί και πέρα», μας λέει, «χωρίζονται σε vintage και non vintage. Μια vintage σαμπάνια είναι χρονολογημένη, όπως η Dom Pérignon ας πούμε, η οποία φέρει και το όνομα του μοναχού που ανακάλυψε τη «μέθοδο της Καμπανίας» όταν θέλησε να διορθώσει το κρασί του. Η σαμπάνια είναι μοναδική ως brand name, γι’ αυτό και είναι exclusive. Την έχουμε συνδυάσει με ιδιαίτερες στιγμές μας και αποτελεί welcome drink. Το σωστό, σε αντίθεση με ό,τι νομίζουμε οι περισσότεροι, είναι να τη ρίχνουμε στο ποτήρι πολύ αργά και όχι απότομα, ώστε να μην κάνει αφρό, αλλά μια γραμμή στο κέντρο της που ανεβαίνει προς την επιφάνεια – τη λεγόμενη «ουρά της γάτας». Σερβίρεται απευθείας από το ψυγείο, παγωμένη ή μέσα σε πάγο. Οσο για τα κοκτέιλ, εμείς πρoτείνουμε να προσθέτουμε στη σαμπάνια φρέσκα φρούτα ή λικέρ, όπως συμβαίνει στο Kir Royal που περιέχει Crème de Cassis. Επίσης, προτείνουμε και Mimosa για πρωινό (σαμπάνια με χυμό πορτοκαλιού και Grand Marnier).