Όταν η Κομισιόν της Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν ανέλαβε τα καθήκοντά της, στο τέλος του 2019, η πρόεδρός της είχε μεγάλες φιλοδοξίες. Να αναβαθμίσει τον ρόλο της εντός της ΕΕ, ώστε να μοιάζει περισσότερο με μια ευρωπαϊκή κυβέρνηση. Και ταυτόχρονα, να αποτελέσει την αιχμή του δόρατος στην ενίσχυση του ρόλου της ΕΕ σε διεθνές επίπεδο. Να την μετατρέψει, με άλλα λόγια, σε ένα όργανο που θα έχει ουσιαστικό λόγο και ρόλο στις εξελίξεις στην οικονομία και τη (γεω)πολιτική.
Τι από όλα αυτά έχει, άραγε, καταφέρει η Γερμανίδα πολιτικός μέχρι σήμερα, σχεδόν στα μισά του διαστήματος ανάμεσα στις τελευταίες και τις επόμενες ευρωεκλογές; Ποια είναι τα επόμενα βήματα που σχεδιάζει, ώστε να βρεθεί πιο κοντά στους διακηρυγμένους στόχους της; Και τι στόχο έχει με το νέο σχέδιο που καταστρώνει εδώ και καιρό και θα παρουσιάσει σύντομα (ενδεχομένως και αυτή την εβδομάδα), το οποίο εφόσον εγκριθεί, ορισμένοι θεωρούν ότι θα αποτελέσει ένα «πυρηνικό όπλο» στα χέρια της Κομισιόν;
«Αφεντικό» το Συμβούλιο
Πριν από όλα, αξίζει να σημειωθεί ότι στη δομή της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με βάση τις ισχύουσες Συνθήκες, υπάρχουν τρεις θεσμοί που είναι αιρετοί, άμεσα ή έμμεσα: Η Ευρωβουλή, τα μέλη της οποίας εκλέγονται απευθείας από τους πολίτες κάθε πέντε χρόνια. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, γνωστή και ως Κομισιόν, τα μέλη της οποίας προτείνονται από τα κράτη-μέλη και εγκρίνονται από την Ευρωβουλή. Και το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, που απαρτίζεται από τους εκλεγμένους επικεφαλής κρατών και κυβερνήσεων των «27» – ή, σε επιμέρους επίπεδο, από τους αρμόδιους υπουργούς.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ποιος από τους τρεις αυτούς θεσμούς έχει τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο στις σημαντικές αποφάσεις που αφορούν το μέλλον της «ενωμένης Ευρώπης» και των περίπου 450 εκατομμυρίων πολιτών της: Είναι το Συμβούλιο, χωρίς τη σύμφωνη γνώμη του οποίου –η οποία, στις περισσότερες περιπτώσεις, απαιτείται να είναι ομόφωνη – δεν μπορεί να γίνει και να προχωρήσει οτιδήποτε.
Θεωρητικά, βεβαίως, ανάλογη εξουσία έχει και η Ευρωβουλή. Στην πράξη, ωστόσο, αυτό δεν ισχύει και η αιτία είναι απλή: Τα μέλη της λειτουργούν πρωτίστως με κριτήρια όχι ευρωπαϊκά, αλλά εθνικά και πολιτικά – με άλλα λόγια, ψηφίζουν με βάση τα συμφέροντα, αφενός, της χώρας προέλευσής τους (καθώς οι εκλογές δεν διεξάγονται με ενιαίες πανευρωπαϊκές λίστες, αλλά σε εθνικό επίπεδο) και, αφετέρου, της πολιτικής ομάδας στην οποία ανήκουν.
Όσο για την Κομισιόν, ένα είναι σίγουρο: Απέχει πολύ από το να είναι αυτό που θα ήθελαν οι «ευρωπαϊστές»: Μια πραγματική κυβέρνηση της ΕΕ, η οποία θα διαθέτει και τις ανάλογες αρμοδιότητες.
Στη θεωρία και την πράξη
Στα χαρτιά, ο ρόλος της μπορεί να συμπυκνωθεί σε τέσσερις βασικές πλευρές: Να προτείνει νομοθεσία προς το Συμβούλιο και την Ευρωβουλή. Να εφαρμόζει τη νομοθεσία που οι άλλοι δύο θεσμοί έχουν εγκρίνει. Να διασφαλίζει την τήρησή της από τα κράτη-μέλη, σε συνεργασία με το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο. Και τέλος, να εκπροσωπεί την ΕΕ σε διεθνές επίπεδο.
Ξεκινώντας από το τέλος, είναι προφανές ότι μέχρι σήμερα πρόκειται για κάτι που μοιάζει με… αδειανό πουκάμισο. Πολύ απλά, διότι είναι προφανές ακόμη και στους πιο αδαείς, ότι δεν υφίσταται κοινή εξωτερική και οικονομική πολιτική ανάμεσα στους «27», κάτι που γνωρίζουν πολύ καλά και εκμεταλλεύονται άριστα τόσο οι εταίροι όσο και οι ανταγωνιστές της ΕΕ.
Προβληματική είναι και η τήρηση της ισχύουσας νομοθεσίας. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι παρά τις αλλεπάλληλες παραβιάσεις της, μέχρι στιγμής δεν έχουν επιβληθεί ουσιαστικές κυρώσεις απέναντι σε κανένα κράτος-μέλος. Ακόμη δε και στις περιπτώσεις της Πολωνίας και της Ουγγαρίας, που έχουν ξεκινήσει οι σχετικές διαδικασίες, είναι αμφίβολο εάν θα φτάσουμε ως εκεί, μιας και στην τελική φάση απαιτείται ομοφωνία.
Έτσι, όπως είναι φυσικό, καθίσταται πιο δύσκολη και η εφαρμογή των νόμων που εγκρίνονται από το Συμβούλιο και την Ευρωβουλή. Κι αυτό οφείλεται κυρίως στο γεγονός ότι οι ενδιαφερόμενοι δεν φοβούνται τις συνέπειες που θα υποστούν σε περίπτωση που αποφασίσουν να μην τους τηρήσουν.
Τι απομένει, λοιπόν; Τίποτε άλλο, πρακτικά, πέρα από τις νομοθετικές προτάσεις, όπου η αλήθεια είναι ότι η Κομισιόν αποδεικνύεται ιδιαιτέρως παραγωγική.
Κάτι αλλάζει…
Η αλήθεια, ωστόσο, είναι ότι το τελευταίο διάστημα κάτι δείχνει να αλλάζει στις προθέσεις της φον ντερ Λάιεν και της Κομισιόν, αντανακλώντας και τάσεις που ενισχύονται στα κράτη-μέλη. Οι αιτίες δε γι’ αυτό είναι δύο: Αφενός, η κρίση της πανδημίας (η οποία ακολούθησε την χρηματοπιστωτική και την προσφυγική) και, αφετέρου, οι μεγάλες αλλαγές και ανακατατάξεις που έχουν δρομολογηθεί σε όλο τον πλανήτη.
Αυτές οι δύο εξελίξεις έχουν αναγκάσει τους Ευρωπαίους να σκεφτούν και, ενδεχομένως, να πάρουν απόφαση πως είτε θα αλλάξουν είτε θα βουλιάξουν – σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο.
Εδώ ακριβώς «κολλάει» και το νέο σχέδιο της Κομισιόν το οποίο, σύμφωνα με το Politico, αποτελεί ένα «επαναστατικό εργαλείο σε επίπεδο εμπορίου – και, στην πράξη, εξωτερικής πολιτικής (…) που θα επιτρέψει στην Ένωση να κάνει ένα βήμα προς την κατεύθυνση της μετατροπής της σε γεωπολιτικό πρωταγωνιστή». Ένα σχέδιο το οποίο οφείλει τη γέννησή του και στον Ντόναλντ Τραμπ, εξαιτίας της πολιτικής που ακολούθησε έναντι της Ευρώπης κατά την τετραετία του, αλλά και στην Κίνα του Σι Τζινπίνγκ, η οποία έχει αναδειχθεί σε «στρατηγικό ανταγωνιστή».
Εξωτερική πολιτική μέσω οικονομίας
Το εργαλείο αυτό, όπως τονίζει το σχετικό ρεπορτάζ, θα εκμεταλλευτεί το γεγονός ότι «η μοναδική πραγματική δύναμη της ΕΕ είναι το οικονομικό της βάρος». Και θα το κάνει αφαιρώντας το βαρίδι της ομοφωνίας (με άλλα λόγια, του βέτο) που ισχύει στα περισσότερα θέματα. Έτσι, «το εκτελεστικό όργανο της ΕΕ θα μπορεί να επιβάλει κυρώσεις χωρίς να ζητά την έγκριση του Συμβουλίου».
Οι κυρώσεις δε αυτές θα μπορούν να αφορούν πρόσωπα, εταιρείες, άλλες συλλογικότητες ή και ολόκληρες χώρες στην περίπτωση που «εμπλέκονται στις κυρίαρχες επιλογές της Ένωσης ή ενός κράτους-μέλους της, επιδιώκοντας να αποτρέψουν ή να επιβάλλουν την ακύρωση, την αλλαγή ή την υιοθέτηση κάποιου συγκεκριμένου μέτρου».
Δεν χωράει αμφιβολία, βεβαίως, ότι ο δρόμος δεν είναι στρωμένος με ροδοπέταλα για την φον ντερ Λάιεν και τους επιτρόπους της – οι οποίοι, εκτός των άλλων, επίσης εκπροσωπούν σε μεγάλο βαθμό τα συμφέροντα των χωρών τους. Οι αντιδράσεις, άλλωστε, είναι ήδη έντονες από αρκετούς εταίρους, που θεωρούν ότι αυτό το βήμα παραβιάζει την αρχή της εθνικής κυριαρχίας και οδηγεί ταχέως προς την ομοσπονδοποίηση της Ευρώπης.
Πανδημία και Κομισιόν
Δεν είναι, μάλιστα, το μοναδικό θέμα στο οποίο έχουν προκληθεί αντιδράσεις. Κάτι ανάλογο έχει γίνει και με την υπόθεση της νέας υγειονομικής αρχής έκτακτης ανάγκης για την αντιμετώπιση κρίσεων (HERA), στόχος της οποίας είναι να υπάγεται απευθείας στην Κομισιόν και να έχει την εξουσιοδότηση και τη δυνατότητα να επιβάλει ενιαία και οριζόντια μέτρα και στους «27» – από την επιβολή περιοριστικών μέτρων και lockdown μέχρι την κατανομή εμβολίων και φαρμάκων σε ειδικές περιστάσεις.
Παρά το γεγονός ότι είναι κάτι που αναδείχθηκε ως αναγκαίο την τελευταία διετία, ενώ και η πλειοψηφία των πολιτών της ΕΕ δείχνει να συμφωνεί σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις, αρκετοί εταίροι (όχι απαραίτητα οι ίδιοι με το προηγούμενο θέμα…) διαφωνούν έντονα. Πρακτικά, αρνούνται να εκχωρήσουν τις εθνικές τους εξουσίες στις Βρυξέλλες – κι αυτό, με τη σειρά του, ίσως καθυστερήσει την έναρξη λειτουργίας της HERA, που αρχικά προβλεπόταν για τις αρχές του 2022.
Είτε έτσι είτε αλλιώς, πάντως, το ερώτημα έχει τεθεί επί τάπητος και μάλιστα επιτακτικά. Ποια κατεύθυνση θα ακολουθήσει η ΕΕ σε ένα κόσμο που αλλάζει;
Εάν επιλέξει την στενότερη και ουσιαστικότερη ένωσή της, δεν θα αποφύγει τη μετατροπή της Κομισιόν σε ένα είδους κυβέρνησης. Εάν πάρει τον αντίθετο δρόμο, πρέπει να ετοιμάζεται για πολλές «ταχύτητες» και άλλα Brexit.
Πηγή ot.gr