Επί τριάντα χρόνια ο Γουίλιαμ Γκας (1924-2017) έγραφε το μυθιστόρημά του Το τούνελ, ένα «εξωφρενικό αριστούργημα», όπως το αποκάλεσαν, που προκάλεσε σοκ στους κριτικούς, στους αναγνώστες και στη λογοτεχνική κοινότητα, όχι μόνο στις ΗΠΑ αλλά και στον υπόλοιπο δυτικό κόσμο. Διαβάζοντάς το, όταν εκδόθηκε το 1995, θυμήθηκα εκείνο που έλεγε ο Γιόζεφ Μπρόντσκι για τον Πλατόνοφ: ο Θεός να φυλάει τον μεταφραστή του.
Γουίλιαμ Χ. Γκας
Το τούνελ
Μετάφραση Γιώργος Κυριαζής.
Εκδόσεις Καστανιώτη, 2021, σελ. 946, τιμή 29 ευρώ (σκληρόδετη έκδοση)
Ο Γιώργος Κυριαζής, που του αρέσουν τα δύσκολα, είναι εξαίρετος μεταφραστής. Αυτή η μετάφρασή του όμως είναι κατόρθωμα – και του αξίζει κάθε έπαινος. Σε ό,τι αφορά την ξένη πεζογραφία, η έκδοση του Τούνελ είναι το λογοτεχνικό γεγονός της χρονιάς – που δεν θα ήταν, αν δεν είχαμε τούτη τη λαμπρή μετάφραση. Το Τούνελ μπορεί να σταθεί δίπλα στα άλλα δύο κορυφαία αμερικανικά μυθιστορήματα της μεταπολεμικής εποχής: τον Αόρατο άνθρωπο του Ραλφ Ελισον και τον Υπόγειο κόσμο του Ντον Ντελίλο. Ισως μάλιστα στο πέρασμα του χρόνου να αποδειχθεί ανώτερο.
Σκοτεινό παραμύθι γεμάτο δυστυχία
Η αφήγηση είναι σε πρώτο πρόσωπο: o αφηγητής ονόματι Γουίλιαμ Φρέντερικ Κόλερ, πενηντάχρονος καθηγητής Ιστορίας σε κάποια από τις μεσοδυτικές Πολιτείες των ΗΠΑ, έχει ολοκληρώσει το βιβλίο του «Ενοχή και αθωότητα στη χιτλερική Γερμανία». Απομένει να γράψει την εισαγωγή, όμως αρχίζοντάς την, πολύ σύντομα οδηγείται σε αδιέξοδο και ξεκινάει ένα βιβλίο εντελώς διαφορετικό: την εισαγωγή και την ερμηνεία της ίδιας της ζωής του – ένα σκοτεινό παραμύθι γεμάτο δυστυχία. Εχει αποξενωθεί από τη γυναίκα του, δεν είναι συνδεδεμένος με τα δύο παιδιά του, τα παιδικά του χρόνια ήταν γεμάτα δυστυχία, ο περίγυρος εκείνης της εποχής τού είναι τουλάχιστον αδιάφορος και νιώθει απέχθεια όχι μόνο για τον κόσμο αλλά και για τον ίδιο τον εαυτό του. Τα σχόλιά του για όσους συναναστράφηκε στην επαγγελματική του ζωή είναι κι εκείνα από ειρωνικά έως δηλητηριώδη. Μολονότι καθηγητής Πανεπιστημίου, δίνει μικρή σημασία στις ιδέες. Για ό,τι όμως τον αφορά, μιλά με ανατριχιαστική ειλικρίνεια και η εικόνα που παρουσιάζει στον αναγνώστη δεν είναι ευχάριστη.
Τα εγκλήματα των ναζιστών, κάποια από τα οποία τα έζησε στη δεκαετία του 1930 στη Γερμανία, τον εξοργίζουν και εν τούτοις τα «κατανοεί», δεδομένου ότι κι ο ίδιος θα μπορούσε να ενεργήσει κατά τον ίδιο τρόπο. Για τον Κόλερ οι ιδέες έχουν μικρή σημασία και εκείνο που μετράει είναι καθαυτή η ζωή (το σεξ κατ’ εξοχήν). Ετσι καταλαβαίνει τις αδυναμίες του ανθρώπου και ταυτόχρονα τη θέλησή του να προβεί στα πιο ανατριχιαστικά εγκλήματα. Αυτό είναι ένα από τα κεντρικά θέματα του μυθιστορήματος, εκείνο που ο Γκας αποκαλεί «φασισμό της καρδιάς». Ο καθηγητής Κόλερ νιώθει πως τον εκφράζουν οι αποτυχημένοι, οι φανατικοί και όσοι τους ακολουθούν. Είναι απορροφημένος από τον εαυτό του και γεμάτος αντιφάσεις (θαυμάζει, λόγου χάρη, όπως κι ο Γκας, τον Ρίλκε, που τον μελέτησε και τον μετέφρασε). Είναι εγωμανής σε βαθμό σκανδαλισμού, ενώ ο αναγνώστης δεν ξέρει αν η απόλυτη αδιαφορία του για τη ζωή των άλλων οφείλεται στην απέχθεια ή στην περιφρόνηση που αισθάνεται σχεδόν για τους πάντες.
Ενας σκοτεινός αντι-κόσμος
Τις σελίδες που γράφει τώρα ο Κόλερ τις κρύβει μέσα στο βιβλίο του ώστε να μην τις βρει η γυναίκα του. Κι έπειτα, από το υπόγειο του σπιτιού του αρχίζει να σκάβει ένα τούνελ, που μεταφορικά είναι η κάθοδος στο ψυχολογικό κενό, τη δική του κόλαση, από την οποία έξοδος δεν υπάρχει. Το χιούμορ του είναι καγχασμός και σαρκασμός, ο κόσμος του ένας σκοτεινός αντι-κόσμος. Κάποια στιγμή ωστόσο συνειδητοποιεί ότι διατρέχει τον κίνδυνο να ταφεί ζωντανός μέσα στη στοά που ανοίγει. Oμως το τούνελ είναι ο εαυτός του. Και αδειάζοντας τα χώματά του, καθώς το σκάβει, μοιάζει σαν να αδειάζει το περιεχόμενο της ζωής του.
Αυτός που έχει ασκήσει τη μεγαλύτερη επίδραση στον Κόλερ είναι ένας γερμανός καθηγητής της Ιστορίας ονόματι Μάγκους Τάμπορ, που τον αποκαλούν Τρελό Μεγκ, ο οποίος ελάχιστη εκτίμηση έχει για τα θεωρούμενα ιστορικά γεγονότα αιχμής – και την ίδια στάση έχει ο Κόλερ. Τα υπόλοιπα πρόσωπα στην αφήγησή του συνθέτουν τις αναμνήσεις του που δεν ξέρουμε κατά πόσο έχουν μείνει αναλλοίωτες μέσα στα χρόνια ή είναι καθαρά ψέματα. Καθώς διαβάζουμε και οι αναμνήσεις πληθαίνουν, ξεδιπλώνουν τον χαρακτήρα ενός ανθρώπου για τον οποίο δυσκολευόμαστε να νιώσουμε συμπάθεια, δεδομένου μάλιστα ότι ο Κόλερ δεν κάνει τίποτε για να μας αποτρέψει. Τονίζει όμως σε κάθε ευκαιρία πως δεν είναι Γερμανός. Εμμέσως πλην σαφώς εδώ ο Γκας λέει το περίπου αυτονόητο, κυρίως για εμάς τους Ευρωπαίους, όχι τόσο για τους Αμερικανούς: πως ο φασισμός και ο ρατσισμός δεν είναι μόνο γερμανική υπόθεση. Διότι το Γ΄ Ράιχ είναι η είσοδος στον παρανοϊκό και μαύρο κόσμο, αλλά ο κόσμος αυτός είναι διάχυτος και υπάρχει παντού.
Η μαύρη ποίηση του 20ού αιώνα
Δεν έχουμε συχνά την ευκαιρία να νιώσουμε αναγνωστική απόλαυση σαν και τούτη που προσφέρει αυτό το μεγάλο (και σε μέγεθος και σε σημασία) βιβλίο. Η ποίησή του είναι απίστευτη και μοιάζει σαν να διαψεύδει τον πασίγνωστο αφορισμό του Τέοντορ Αντόρνο «όχι ποίηση μετά το Αουσβιτς». Ποίηση υπάρχει, όπως αποδεικνύει ο Γκας στις απαράμιλλες περιγραφές του, μόνο που είναι μαύρη, επομένως μαύρη και η βαριά κληρονομιά του 20ού αιώνα. Σημαντικοί συγγραφείς του παρελθόντος είχαν ανησυχήσει μήπως κάποια από όσα κάποτε θεωρούσαμε συμβατικά γνωρίσματα της ανθρώπινης συμπεριφοράς έχουν μετατραπεί στο αντίθετό τους. Στο έργο του εξαιρετικού πεζογράφου, όπως και δοκιμιογράφου, Γουίλιαμ Γκας αυτά αποκτούν οικουμενική διάσταση.
Αλλη αντιμετώπιση της Ιστορίας
Το Τούνελ δεν είναι μόνο ένα μυθιστόρημα όπου ο συγγραφέας του βυθίζεται στον σκοτεινό κόσμο του πρωταγωνιστή του. Είναι πρωτίστως ένα βιβλίο που αντιμετωπίζει, μέσω του καθηγητή Κόλερ, με διαφορετικό τρόπο την Ιστορία. Oχι σαν μια σειρά μαζικών εξεγέρσεων, ούτε σαν άθροισμα των έργων και των αποτυχιών μεγάλων ανδρών. Ο πρωταγωνιστής του Γκας αθροίζοντας τα φαινομενικά μικρά και ασήμαντα έχει μόνο μια ελπίδα – κι ας δίνει την εντύπωση του αντίθετου: να απελευθερώσει το άτομο από τους τεράστιους τάφους με τους οποίους είναι γεμάτη η Ιστορία. Η απέχθεια και η αντιπάθεια, επομένως, εκφράζουν τη μάχη εναντίον της απελπισίας.
Η γραφή αυτού του αριστουργήματος είναι ρεαλιστική, μολονότι ο Γκας κατάφερε να μεταφέρει στη γλώσσα το δωδεκαφθογγικό σύστημα της μουσικής, που συνδυάζει θαυμαστά πλήθος ετερόκλητα στοιχεία. Φαινομενικά, δεν είναι ένα βιβλίο «για όλους». Αλλά μετά από τριάντα σελίδες ο αναγνώστης «διαβάζει και δεν μπορεί να σταματήσει», όπως έλεγε ο Ναμπόκοφ για τον Τολστόι.