Οταν, το καλοκαίρι που µας πέρασε, η Ντέµι Μουρ επισκέφθηκε το κατάστηµα όπου εργάζεται στο Κολωνάκι, όλοι έσπευσαν να του πάρουν δυο λόγια για την εµπειρία του µε τη µεγάλη σταρ του Χόλιγουντ. «Ηταν πολύ ευγενική. Δοκίµασε τέσσερα ρούχα, µετά τα κρέµασε και µου τα έβγαλε από το δοκιµαστήριο. Δεν τα άφησε µέσα» ήταν η λακωνική περιγραφή του. Αλλωστε, έπειτα από 15 χρόνια επαγγελµατικής εµπειρίας, ο Θέμης Τάταρης, ο υπεύθυνος της λαμπερής exclusive μπουτίκ όπου ντύνονται όλοι οι ισχυροί και διάσηµοι της χώρας, τα έχει αποµυθοποιήσει όλα αυτά. Επίσης, κατά κάποιον τρόπο, έχει αποµυθοποιήσει και την ίδια τη µόδα: «Δεν υπάρχει λόγος να ξοδεύουµε αν δεν έχουµε. Δεν θα πρέπει να είναι αυτοσκοπός να δουλεύεις για να πάρεις ένα ακριβό ρούχο. Ο Στιβ Τζομπς είχε στην ντουλάπα του μόνο μαύρα μπλουζάκια για να μην αναλώνεται κάθε μέρα στο τι θα φορέσει. Τελικά, συµφωνώ λίγο µε αυτό. Αν γυρνούσα τον χρόνο πίσω θα έπαιρνα λιγότερα ρούχα. Το µάτι, έτσι κι αλλιώς, δεν χορταίνει, θέλει πάντα κι άλλα… κι άλλα. Δεν έχει τέλος όλο αυτό».
Ιδια είναι και η θέση του για τις ακραίες τάσεις της µόδας: «Πρόσφατα, κορυφαίος οίκος λάνσαρε ένα παντελόνι που δεν πουλήσαµε ποτέ γιατί ήταν τόσο extreme που το δοκίµαζαν οι πελάτισσές µας και µετά δεν µπορούσαν να το βγάλουν! Αυτό δείχνει ότι οι άνθρωποι της µόδας έχουν στερέψει από έµπνευση. Είδαµε την Κιµ Καρντάσιαν που εµφανίστηκε στο Met Gala στη Νέα Υόρκη, καλυµµένη ολόκληρη, µέχρι και το κεφάλι της, στα µαύρα. Ηταν όµορφο αυτό; Κατ’ αρχάς δεν ήξερε κανείς ποια κρυβόταν κάτω από το ρούχο. Δεν υπάρχει τρόπος πλέον να κάνει κάποιος εντύπωση. Τα έχουν εξαντλήσει όλα».
Η σχέση του µε το στυλ κρατάει από πολύ παλιά: «Από 13 χρόνων αγαπούσα τη µόδα. Μάζευα το χαρτζιλίκι µου και έπαιρνα τα µεγάλα fashion έντυπα από την Ιαπωνία, την Αγγλία. Ηθελα να τα µαθαίνω όλα. Τότε όµως ήταν ωραία η µόδα. Ηταν η εποχή των supermodels, µε την Κρίστι Τέρλινγκτον, τη Λίντα Εβαντζελίστα, τη Σίντι Κρόφορντ. Τα πράγµατα ήταν καινούργια. Θυµάµαι το στυλ grunge που ήταν πολύ αγαπηµένη µου τάση γιατί ήταν πρωτοποριακή. Δεν είχαν, ας πούµε, στο παρελθόν οι γυναίκες φορέσει φόρεµα µε αρβύλα». Παρ’ όλα αυτά, µόλις τελείωσε το σχολείο στη Θεσσαλονίκη, σπούδασε στο Παιδαγωγικό στον Βόλο. Δεν εργάστηκε ποτέ ως δάσκαλος, αλλά πιστεύει ότι οι σπουδές του τον όπλισαν µε πολλά εφόδια για τη µετέπειτα δουλειά του, όπως το να µπορεί να µιλάει µε όλους, αφού είχε παρακολουθήσει πολλά µαθήµατα ψυχολογίας. «Πρέπει να έχεις µια προσωπικότητα, να µπορείς να στέκεσαι όταν συναναστρέφεσαι τους πελάτες σου». Επίσης, καταπιάνεται και µε άλλες ασχολίες, όπως τα βιντεάκια που ξεκίνησε να φτιάχνει στο κανάλι του στο YouΤube µε τίτλο «I’m Αlive» επειδή έπληττε στη διάρκεια της καραντίνας: «Προσπαθώ να ανακαλύπτω καινούργια πράγµατα στην πόλη και πρόσωπα που µου κινούν το ενδιαφέρον».
Χριστούγεννα και αγορές
Οσο για τις χριστουγεννιάτικες αγορές εν µέσω COVID-19, µας διαβεβαιώνει ότι όχι µόνο δεν έχει περιοριστεί ο υπερκαταναλωτισµός των ηµερών, αλλά ότι είναι και πιο απενοχοποιηµένος, καθώς οι άνθρωποι θέλουν να κάνουν ένα ιδιαίτερο δώρο στον εαυτό τους και στους αγαπηµένους τους µετά από όλα όσα έχουν συµβεί. «Μετά από σχεδόν δύο χρόνια µε την COVID-19, σαν παιδιά, όλοι θέλουν να αγοράσουν κάτι καινούργιο. Βλέπουν και τον στολισµό των καταστηµάτων και θέλουν όλο και πιο πολύ να ψωνίσουν» αναφέρει. Αυτό που έχει αλλάξει είναι το στυλ των ρούχων που επιλέγουν. «Κοστούµια στο κατάστηµα δεν έχουµε πολλά πλέον. Και έτσι όπως έχει γίνει η ζωή µας µε τον κορωνοϊό, ποιος να τα πάρει; Τώρα η τάση είναι για πιο casual ρούχα και αυτά προτιµούν περισσότερο οι πελάτες µας. Παντελόνια απλά, t-shirts, παπούτσια τρέινερ, αθλητικά. Είναι µια νέα κατάσταση. Το παν είναι να βγαίνει προς τα έξω η προσωπικότητά σου και να νιώθεις άνετα σε αυτό που φοράς. Αγαπηµένος µου σχεδιαστής ανδρικών ρούχων είναι ο φίλος µου Ιωάννης Χολίδης, σχεδιαστής στον οίκο Margaret Howell. Mου πηγαίνουν τα ρούχα του, λες και είναι φτιαγµένα για εµένα. Είναι µίνιµαλ αισθητικής». Οσο για το δώρο που ο ίδιος θα ήθελε να κάνει στον εαυτό του για τα Χριστούγεννα, αυτό είναι «ένα παλιό ρολόι Rolex του 1940, «Bubbleback», που µου αρέσει πολύ και θα το ήθελα».