Στο υπερπολυτελές ξενοδοχείο Gstaad Palace της Ελβετίας (όπου δεν υπάρχει τη χειμερινή σεζόν δωμάτιο διαθέσιμο για λιγότερα από 1.500 ευρώ τη βραδιά), σε ένα πραγματικά παραμυθένιο αλπικό σκηνικό, φημολογείται πως έχει ήδη ξεκινήσει τα γυρίσματα της νέας του ταινίας ο Ρόμαν Πολάνσκι. Το φιλμ θα έχει τίτλο, κατά πάσα πιθανότητα, «The Palace» και η πλοκή του εκτυλίσσεται το 1999: κάποιοι πολύ πλούσιοι άνθρωποι κάνουν ρεβεγιόν Πρωτοχρονιάς σε ένα περιβάλλον γεμάτο χλιδή, ωστόσο η εορταστική ατμόσφαιρα υπονομεύεται από μυστικά και ψέματα που μοιάζουν σαν να περίμεναν υπομονετικά να έρθει η στιγμή της αποκάλυψής τους. Ο 88χρονος σκηνοθέτης έχει γράψει το σενάριο σε συνεργασία με τον φημισμένο πολωνό κινηματογραφιστή Γέρζι Σκολιμόφσκι – μαζί είχαν δημιουργήσει και το script για το εξαιρετικό μεγάλου μήκους ντεμπούτο του Πολάνσκι, το θρίλερ «Μαχαίρι στο νερό» (1962). Προς το παρόν υπάρχει η προοπτική το… «Παλάτι» να προβληθεί σε κάποιο από τα μεγάλα διεθνή κινηματογραφικά φεστιβάλ εντός του 2022.

Την παραγωγή έχει αναλάβει μεταξύ άλλων η RAI Cinema, ξεσηκώνοντας ωστόσο έντονες αντιδράσεις. Ο Πολάνσκι θεωρείται εδώ και δεκαετίες persona non grata στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού εξαιτίας της καταδίκης του για αποπλάνηση ανηλίκου το 1977. Αυτή η υπόθεση τον ανάγκασε να έρθει να ζήσει μόνιμα στην Ευρώπη. Το 2009 είχε μάλιστα συλληφθεί στην Ελβετία σε σχέση με το εκκρεμές ένταλμα των ΗΠΑ σε βάρος του, πέρασε δύο μήνες στη φυλακή και μερικούς ακόμη σε κατ’ οίκον περιορισμό, στο άνετο σαλέ του στο Γκστάαντ συγκεκριμένα, όμως απελευθερώθηκε γρήγορα από τις ελβετικές Αρχές. Η ανάδειξη του κινήματος #MeToo το 2017 τον έθεσε ξανά στο στόχαστρο, με αποτέλεσμα το 2018 να τον καθαιρέσει από μέλος της η Αμερικανική Ακαδημία Κινηματογραφικών Τεχνών και Επιστημών.

Η τελευταία του ταινία, πάντως, «Κατηγορώ…» (πάλι σε παραγωγή RAI Cinema), με πρωταγωνιστές τον Ζαν Ντιζαρντέν και τον Λουί Γκαρέλ, η οποία είναι βασισμένη στο βιβλίο του Ρόμπερτ Χάρις «Ο γερμανός κατάσκοπος» (εκδ. Ψυχογιός), ένα ιστορικό μυθιστόρημα με θέμα την υπόθεση Ντρέιφους, έκανε πρεμιέρα στο Φεστιβάλ της Βενετίας το 2019 κερδίζοντας τις εντυπώσεις καθώς και τέσσερα σημαντικά βραβεία, ανάμεσά τους αυτό της Κριτικής Επιτροπής και το FIPRESCI Prize. Το 2020 τιμήθηκε στο Παρίσι και με το Σεζάρ Καλύτερης Σκηνοθεσίας, πυροδοτώντας διαμαρτυρίες και αποχωρήσεις από την τελετή απονομής των «γαλλικών Οσκαρ», με πιο χαρακτηριστική εκείνη της Αντέλ Ενέλ, πρωταγωνίστριας της υπέροχης ταινίας «Το πορτρέτο μιας γυναίκας που φλέγεται» (2019). Η Ούρσουλα Λε Μεν, ακτιβίστρια της εκστρατείας «Osez le féminisme», δήλωσε σχετικά: «Για τις γυναίκες που είχαν το θάρρος να μιλήσουν για την κακοποίηση που υπέστησαν υπάρχει τεράστιος πόνος όταν βλέπουν αυτόν τον άνδρα να χειροκροτείται και να κερδίζει διακρίσεις». Και στη δική του ιστορία, ωστόσο, οι επιτυχίες και ο πόνος προχωρούσαν χέρι-χέρι.

Ο Ρόμαν Πολάνσκι γεννήθηκε στο Παρίσι το 1933, παιδί εβραίου πατέρα και καθολικής μητέρας. Πολωνοί στην καταγωγή, δεν υπολόγισαν καλά τις ιστορικές εξελίξεις και πήραν την απόφαση να επιστρέψουν στην Κρακοβία λίγα χρόνια προτού ξεσπάσει ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος. Οταν οι Γερμανοί εισέβαλαν στην πόλη, η οικογένεια Πολάνσκι εγκλωβίστηκε στο εβραϊκό γκέτο. Το 1943 οι Ναζί διέταξαν τους εβραίους κατοίκους να εμφανιστούν σε προκαθορισμένο σημείο συνάντησης. Ο πατήρ Πολάνσκι κατάφερε να φυγαδεύσει τον μικρό Ρόμαν από μια τρύπα στο συρματόπλεγμα του γκέτο, δίνοντάς του οδηγίες να βρει καταφύγιο στο σπίτι μιας οικογένειας που είχε πληρωθεί από τους γονείς του για να τον φροντίσει. Η μητέρα του έμελλε να βρει φρικτό θάνατο σε στρατόπεδο συγκέντρωσης, όμως ο πατέρας του, παρ’ όλο που εξαναγκάστηκε να εργάζεται υπό απάνθρωπες συνθήκες σε ένα λατομείο πέτρας, επέζησε. Το αγόρι περιπλανιόταν στην ύπαιθρο, ζώντας σαν ζητιάνος, χάρη στη φιλανθρωπία γνωστών και αγνώστων. Μετά τον Πόλεμο, οι εναπομείναντες Πολάνσκι επανενώθηκαν. Το νεαρό αγόρι αγάπησε τη μαγεία του σινεμά και αποφάσισε να φοιτήσει στη φημισμένη κρατική κινηματογραφική σχολή του Λοτζ.

Μετά το προαναφερθέν «Knife in the Water», το οποίο απέσπασευποψηφιότητα για Οσκαρ ξενόγλωσσης ταινίας, ο Ρόμαν Πολάνσκι αποφάσισε να μετοικήσει στο Λονδίνο, όπου δημιούργησε το πρώτο από τα αδιαμφισβήτητα αριστουργήματά του. Η «Αποστροφή» (1965) πραγματεύεται την παράνοια μιας νεαρής Γαλλίδας που βρίσκεται μόνη στο Λονδίνο. Καταπληκτική στον κεντρικό ρόλο η Κατρίν Ντενέβ. Στα γυρίσματα της εκκεντρικής κωμωδίας τρόμου «Η νύχτα των βρικολάκων» (1967) ο μικρός το δέμας σκηνοθέτης γνώρισε και ερωτεύτηκε την πανέμορφη αμερικανίδα ηθοποιό Σάρον Τέιτ και την παντρεύτηκε στο Λονδίνο – έχοντας πρώτα πάρει διαζύγιο από την πρώτη του σύζυγο, την Πολωνή Μπάρμπαρα Κβιατόβσκα-Λας. Το Χόλιγουντ του χτύπησε γρήγορα την πόρτα και μετακόμισε στο Λος Αντζελες. Υπό την αιγίδα του μεγαλοπαραγωγού της Paramount, Ρόμπερτ Εβανς, σκηνοθέτησε το σκοτεινό «Μωρό της Ρόζμαρι» (1968) με τη Μία Φάροου. Στο απόγειο της επιτυχίας του η τραγωδία τού χτύπησε την πόρτα. Τον Αύγουστο του 1969, ενόσω αυτός έλειπε στην Ευρώπη σε επαγγελματικό ταξίδι, μέλη της συμμορίας του Τσαρλς Μάνσον, της διαβόητης Manson Family, εισέβαλαν στο σπίτι του ζεύγους Πολάνσκι στην Καλιφόρνια και δολοφόνησαν με φρικώδη τρόπο την έγκυο Σάρον Τέιτ και τέσσερα ακόμη άτομα.

Ο θρίαμβος της «Chinatown» και η πτώση

Συντετριμμένος από την ξαφνική και βάναυση απώλεια, ο Πολάνσκι επέστρεψε στην Ευρώπη και ρίχτηκε με πάθος στη δουλειά, σκηνοθετώντας μια εκδοχή του «Μάκβεθ» (1971), η οποία γνώρισε μεγάλη απήχηση. Επέστρεψε στις ΗΠΑ για το νεο-νουάρ «Chinatown» (1974). Το φιλμ αποδείχθηκε εκκωφαντική εμπορική και καλλιτεχνική επιτυχία, ένα διαμάντι στη φιλμογραφία όλων των εμπλεκομένων σε αυτό, ειδικά των πρωταγωνιστών Τζακ Νίκολσον και Φέι Ντάναγουεϊ. Τρία χρόνια μετά τον θρίαμβό του κατηγορήθηκε για τον βιασμό της 13χρονης τότε Σαμάνθα Γκέιλι στο σπίτι του Νίκολσον. Ο Πολάνσκι ομολόγησε την ενοχή του όσον αφορά την κατηγορία της αποπλάνησης ανηλίκου, αλλά πανικοβλήθηκε από το ενδεχόμενο να μπει στη φυλακή και διέφυγε στη Γαλλία, όπου είχε ήδη πάρει την υπηκοότητα και από όπου δεν μπορούσε να εκδοθεί στις ΗΠΑ.

Επειτα από αυτή την περιπέτεια, η καριέρα του έπεσε σε λήθαργο για σχεδόν 20 χρόνια. Η κινηματογραφική μεταφορά της νουβέλας «Τες» του Τόμας Χάρντι («Τες, γλυκιά μου ξαδέλφη», 1979) ήταν χλιαρή, με δεδομένο το μέγεθος του ταλέντου του. Η κωμωδία «Οι πειρατές» (1986) αποδείχθηκε παταγώδης αποτυχία – από όλες τις απόψεις. Το θρίλερ «Frantic» (1988) με πρωταγωνιστή τον Χάρισον Φορντ και τα τολμηρά «Μαύρα φεγγάρια του έρωτα» (1992) δεν γνώρισαν την αναμενόμενη ανταπόκριση. «Ο θάνατος και η κόρη» (1994) με τη Σιγκούρνι Γουίβερ ήταν μια πραγματικά καλή ταινία, όμως το φιλμ που αποκατέστησε τελικά τη φήμη του δημιουργού του ήταν ο πολυβραβευμένος «Πιανίστας» (2002) με τον συγκλονιστικό Αντριεν Μπρόντι στον ομώνυμο ρόλο. Εκτοτε ο Πολάνσκι παρέμεινε σε φόρμα, με αξιόλογα κινηματογραφικά έργα, όπως ο «Αόρατος συγγραφέας» (2010), «Ο θεός της σφαγής» (2011) και η «Αφροδίτη με τη γούνα» (2013).

Το 1984 έγραφε στην αυτοβιογραφία του με τίτλο «Roman» ότι «αμφιβάλλω αν ποτέ καταφέρω ξανά να συμβιώσω με μια γυναίκα σε μόνιμη βάση, όσο έξυπνη, καλόβολη, προσηνής κι αν είναι, κι όσο κι αν φροντίζει να αντιλαμβάνεται τις διαθέσεις μου και να προσαρμόζεται σε αυτές. Οι απόπειρές μου έχουν στεφθεί με αποτυχία, κυρίως επειδή κάνω συγκρίσεις με τη Σάρον». Εναν χρόνο αργότερα, η ζωή θα διέψευδε τον ισχυρισμό του. Ο Πολάνσκι προετοιμαζόταν για τα γυρίσματα των «Πειρατών» και είχε κανονίσει να πάει σε ένα μπαρ με drag show, παρέα με τον casting director της ταινίας, Ντομινίκ Μπεσνεάρ, προκειμένου να βρουν κάποιον περφόρμερ που χρειάζονταν για έναν συγκεκριμένο ρόλο. Ο Μπεσνεάρ τον ρώτησε αν θα τον πείραζε να τους συνοδεύσει ένα νεαρό μοντέλο, τονίζοντας πως την όμορφη Γαλλίδα δεν την ενδιέφερε να κάνει κινηματογραφική καριέρα. Ο Πολάνσκι δέχτηκε. Η έλξη του 51χρόνου τότε Ρόμαν για τη 19χρονη Εμανουέλ Σενιέ ήταν κεραυνοβόλα και αμοιβαία. Παντρεύτηκαν το 1989, παραμένουν αγαπημένοι και έχουν αποκτήσει δύο παιδιά, την 28χρονη σήμερα Μοργκάν και τον 23χρονο Ελβις που έχουν γίνει ηθοποιοί. Η Σενιέ παράτησε φυσικά από τότε το μόντελινγκ και έγινε πολύ γνωστή ηθοποιός και μούσα του συζύγου της.

Αν το «The Palace» κερδίσει στο μέλλον κάποια βραβεία καμία σχετική τελετή δεν θα λήξει φυσικά τελείως αναίμακτα. Τα τελευταία χρόνια υπήρξαν άλλωστε κι άλλες καταγγελίες εναντίον του ηλικιωμένου πλέον σκηνοθέτη για σεξουαλικές επιθέσεις που είχαν λάβει χώρα μερικές δεκαετίες πριν. Κάποιες αποδείχθηκαν αβάσιμες, κάποιες θα διαλευκανθούν μελλοντικά ίσως, ο ίδιος πάντως αρνείται εμφατικά όλες τις κατηγορίες. Το ότι πέρασε μια περίοδο της ζωής του βρίσκοντας ακαταμάχητα τα πολύ νεαρά κορίτσια δεν μπορεί να αμφισβητηθεί, έχει παραδεχτεί, για παράδειγμα, ότι είχε εμπλακεί σε ερωτική σχέση με τη 15χρονη Ναστάζια Κίνσκι έχοντας πλήρη επίγνωση της ηλικίας της. Επιμένει ωστόσο ότι τα ήθη και οι αντιλήψεις που επικρατούσαν στα 70s ήταν πολύ διαφορετικά από τα σημερινά. Το μόνο σίγουρο είναι πως ο Ρόμαν Πολάνσκι θα παραμείνει έως το τέλος της ζωής του μια αμφιλεγόμενη φιγούρα που θα πυροδοτεί έντονες συζητήσεις με θέμα το αν τελικά οφείλουμε να κρίνουμε έναν δημιουργό από το έργο ή για τη ζωή του.