Πώς ορίζεις ένα κινηματογραφικό φιλμ απόλυτης χλιδής; Από το μέγεθος της παραγωγής; Από το κόστος του; Από το εξωτερικό περίβλημά του, τη «βιτρίνα», σε συνδυασμό βεβαίως με την αξία του περιεχομένου του; Μήπως από όλα αυτά μαζί; Μάλλον ναι. Και μέσα σε αυτό ακριβώς το πλαίσιο, με αφορμή το ανά χείρας ειδικό τεύχος, επιλέξαμε ορισμένες από τις πιο χαρακτηριστικές «Iuxury» ταινίες όλων των εποχών. Μάλιστα, υπήρχε ένας κοινός παρονομαστής: η αναφορά στο παρελθόν. Σε μια ταινία «εποχής», η οποία δραματουργικά δεν τοποθετείται στην περίοδο που γυρίστηκε αλλά σε αλλοτινές, περασμένες, η πολυτέλεια περισσεύει και δεν μπορεί να κρυφτεί. Εκεί ακριβώς απαιτείται σκληρή δουλειά σε τομείς όπως αυτός της σκηνογραφίας, των κοστουμιών, των ντεκόρ, του ρεπεράζ για την επιλογή των σωστών χώρων για τα γυρίσματα. Η παρακάτω χρυσή οκτάδα αποτελεί την απόδειξη ότι όλα τα παραπάνω πήγαν…ρολόι.
«Οσα παίρνει ο άνεμος» (Gone With the Wind, ΗΠΑ, 1939, 221’)
Το μεγαλύτερο και πιο μεγαλόπρεπο έπος του αμερικανικού κινηματογράφου, στην κυριολεξία μια ταινία-«μαμούθ» για την οποία τόνοι μελανιού έχουν χυθεί. Στην ουσία πρόκειται για την ιστορία ενός «καταραμένου» έρωτα ο οποίος αρχίζει πριν από τον Aμερικανικό Εμφύλιο, ωριμάζει κατά τη διάρκειά του και κορυφώνεται μετά τη λήξη του. Η ιστορία του Ρετ Μπάτλερ (Κλαρκ Γκέιμπλ) και της Σκάρλετ Ο’Χάρα (Βίβιαν Λι). Εκείνη θα του ψήσει το ψάρι στα χείλη αλλά εκείνος, στο τέλος, θα έχει το προνόμιο να της πει «ειλικρινά, αγαπητή μου, δεν δίνω δεκάρα». Η μεταφορά στη μεγάλη οθόνη του μπεστ σέλερ μυθιστορήματος της Μάργκαρετ Μίτσελ φέρει την υπογραφή του σκηνοθέτη Βίκτορ Φλέμινγκ, όμως στην πραγματικότητα ήταν το προσωπικό επίτευγμα μιας τεράστιας μορφής της «Χρυσής Εποχής» του Χόλιγουντ, του παραγωγού Ντέιβιντ Ο. Σέλζνικ. Ηταν εκείνος που «μυρίστηκε» αμέσως την επιτυχία μιας κινηματογραφικής μεταφοράς του βιβλίου, οπότε εξασφάλισε τάχιστα τα δικαιώματα από τη Μίτσελ αντί 50.000 δολαρίων – αμύθητο ποσό για τα δεδομένα της εποχής εκείνης, για συγγραφέα μάλιστα χωρίς προηγούμενες περγαμηνές. Φτιαγμένη μέσα σε όλη τη χλιδή και τη μεγαλοπρέπεια της Metro-Goldwyn-Mayer, η ταινία παρουσιάστηκε το 1939 και ακόμα και σήμερα θεωρείται μία από τις καλύτερες κινηματογραφικές χρονιές όλων των εποχών στις ΗΠΑ. Το απόλυτο φαβορί των Οσκαρ, φυσικά θριάμβευσε και έμεινε για πάντα στην Ιστορία, ένα ανεξίτηλης αξίας κομμάτι της αμερικανικής κινηματογραφικής κουλτούρας.
«Λόρενς της Αραβίας» (Lawrence of Arabia, Μ. Βρετανία, 1962, 228’)
Ενα από τα πιο θρυλικά αριστουργήματα της 7ης Τέχνης, ο ορισμός του λαμπρού και πανάκριβου έπους, μεγαλεπήβολου, φωτεινού όσο και σκοτεινού. Βασίζεται στις δραματικές εμπειρίες του Τόμας Εντουαρντ Λόρενς (ρόλος ζωής για τον Πίτερ Ο’ Τουλ), άγγλου τυχοδιώκτη αξιωματικού στην Αραβία κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, όπου προκειμένου να ανατρέψει την ισορροπία υπέρ των Συμμάχων κατά των Οθωμανών μπόρεσε να ενώσει με επιτυχία τις διαφορετικές και συχνά αντιμαχόμενες τοπικές φυλές για να πολεμήσουν τους Τούρκους. Η δημιουργία αυτής της ιστορικής ταινίας, που φέρει την υπογραφή του κορυφαίου Ντέιβιντ Λιν, είχε τρομερή δημοσιότητα προτού καν ολοκληρωθεί. Αρκεί να σταθούμε στο ότι ο βασιλιάς Χουσεΐν της Ιορδανίας (όπου γυρίστηκε το πιο μεγάλο μέρος του φιλμ) δάνεισε στην παραγωγή μια ολόκληρη ταξιαρχία της Αραβικής Λεγεώνας του προκειμένου οι άνδρες της να χρησιμοποιηθούν ως κομπάρσοι. Μάλιστα, ο Χουσεΐν επισκεπτόταν συχνά τα σετ των γυρισμάτων, όπου και ερωτεύθηκε τη νεαρή βρετανίδα γραμματέα Αντουανέτ Γκάρντινερ, η οποία θα γινόταν η δεύτερη σύζυγός του (και μητέρα του σημερινού βασιλιά της Ιορδανίας Αμπντάλα Β’). Ηταν τόσο δύσκολα, χρονοβόρα και επίπονα τα γυρίσματα του «Λόρενς» που στην εποχή του είχε γραφεί πως η ταινία χρειάστηκε περισσότερο χρόνο για να γυριστεί από ό,τι χρειάστηκε ο πραγματικός T. E. Λόρενς για να προβιβαστεί από υπολοχαγός σε συνταγματάρχη και να επισκεφθεί από κοντά τις φυλές της ερήμου. Η ταινία προτάθηκε για 10 Οσκαρ αποσπώντας επτά, ανάμεσα στα οποία τα καλύτερης ταινίας και σκηνοθεσίας. Ο Ο’ Τουλ δεν κέρδισε και δεν θα κέρδιζε ποτέ. Αυτή ήταν η πρώτη από τις οκτώ άκαρπες υποψηφιότητές του στην κατηγορία του Α’ ανδρικού ρόλου.
«Ο Γατόπαρδος» (Il Gattopardo, Ιταλία / Γαλλία, 1963, 186’)
Χρειάστηκαν πέντε μήνες για να ολοκληρωθούν τα γυρίσματα αυτού του μεγαλουργήματος μέσω του οποίου ο Λουκίνο Βισκόντι (1906-1976) αποκρυστάλλωσε στην εντέλεια το ομότιτλο μυθιστόρημα-σημείο αναφοράς του Τζουζέπε Τομάζι Ντι Λαμπεντούζα: με φόντο τη Σικελία του 1860, βιβλίο και ταινία περιγράφουν τη ριζική αλλαγή των καιρών. Οι εύρωστοι αστοί ετοιμάζονται να πάρουν τη θέση της γερασμένης, παρηκμασμένης αριστοκρατίας και «όλα αλλάζουν για να μείνουν ίδια». Εντυπα όπως ο βρετανικός «Guardian» συμπεριλαμβάνουν τον «Γατόπαρδο» στις καλύτερες κινηματογραφικές μεταφορές μυθιστορημάτων όλων των εποχών – και δικαίως, αφού καθετί στην ταινία, από τη «μεγάλη εικόνα» μέχρι την παραμικρή λεπτομέρεια, είναι προσεγμένο με αποστομωτική ακρίβεια. Δεν έχει γυριστεί ομορφότερη σκηνή χορού στην ιστορία του σινεμά και δεν περιγράφεται με λόγια το πώς το ανθρώπινο δυναμικό – ο Μπαρτ Λάνκαστερ, ο Αλέν Ντελόν και η Κλάουντια Καρντινάλε – «δένει» σε αυτή την παραγωγή. Αρκεί να πούμε ότι τα εκατοντάδες κεριά που χρησιμοποιούνταν για τον φωτισμό της ταινίας έπρεπε να αντικαθίστανται συνέχεια διότι στις αρχές της δεκαετίας του 1960 οι ταχύτητες του φιλμ της Technicolor και οι φακοί της κινηματογραφικής κάμερας ήταν πολύ αργοί για να φωτίζονται σωστά οι εσωτερικοί χώροι χωρίς πρόσθετα φώτα. Συνεπώς χρειάστηκε τελικά να τοποθετηθεί εξέδρα φωτισμού πάνω από τους πολυελαίους. Η Λαουντόμια Ερκολάνι και ο Τζόρτζιο Πες συνυπογράφουν τον σχεδιασμό των πανάκριβων σκηνικών και ο Τζουζέπε Ροτούνο με τον φακό του δείχνει όχι απλώς να κινηματογραφεί μα να χαϊδεύει τα δρώμενα μιας ταινίας που δικαιότατα απέσπασε τον Χρυσό Φοίνικα στο Φεστιβάλ των Καννών του 1963, αν και εντελώς αδικαιολόγητα αγνοήθηκε στα Οσκαρ.
«Μπάρι Λίντον» (Barry Lyndon, M. Bρετανία / ΗΠΑ, 1975, 185’)
Λυγίζοντας με αποφασιστικότητα τις συμβάσεις του ιστορικού δράματος, ο Στάνλεϊ Κιούμπρικ προσάρμοσε τις σελίδες του «πικαρέσκ» μυθιστορήματος του Γουίλιαμ Μέικπις Θάκερεϊ σε αυτό το εκθαμβωτικό όραμα που παρακολουθεί, θαρρείς κάτω από το μικροσκόπιο, τις κινήσεις της αδυσώπητης βρετανικής αριστοκρατίας του 18ου αιώνα. Ο «Μπάρι Λίντον» εξιστορεί τις περιπέτειες του ήρωα του τίτλου (Ράιαν Ο’Νιλ), ενός αδιόρθωτου απατεώνα του οποίου ο οπορτουνισμός θα τον οδηγήσει από μια ιρλανδική φάρμα στα πεδία των μαχών του Επταετούς Πολέμου και στα σαλόνια της υψηλής κοινωνίας. Το δίχως άλλο, πρόκειται για την πιο «πλούσια» παραγωγή της καριέρας του Κιούμπρικ (1926-1999), ο οποίος αναδημιούργησε τις παρακμιακές επιφάνειες και τους περίπλοκους κοινωνικούς κώδικες της περιόδου της ταινίας, ανακαλώντας το φως και την υφή της ζωγραφικής του 18ου αιώνα με τη βοήθεια πρωτοποριακών κινηματογραφικών τεχνικών και πολυτελούς σχεδιασμού κοστουμιών και παραγωγής. Σε αυτή την ταινία (που βραβεύθηκε με τα Οσκαρ φωτογραφίας – Τζον Αλκοτ, σκηνογραφίας / σκηνικών – Κεν Ανταμ, Ρόι Γουόκερ, Βέρνον Ντίξον, κοστουμιών – Μιλένα Κανονέρο, Ούλα Μπριτ Σόντερλουντ, και μουσικής – Λέοναρντ Ρόζενμαν) ο φωτισμός είναι μόνο φυσικός, δηλαδή κεριά! Το αποτέλεσμα είναι ένα αριστούργημα – ένα σαρδόνιο, καταστροφικό πορτρέτο ενός κόσμου που εξαφανίζεται, του οποίου η χλιδή κρύβει το ηθικό κενό.
«Ο υπέροχος Γκάτσμπι» (The Great Gatsby, ΗΠΑ, 1974, 144’)
«Τίποτε παραπάνω από ένα δοξασμένο ανέκδοτο». Αφορίζοντας το μυθιστόρημα του Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ «Ο υπέροχος Γκάτσμπι», ο συγγραφέας Χένρι Λούις Μένκεν ήρθε σε πλήρη αντίθεση με τον Τ. Σ. Ελιοτ, ο οποίος έγραψε ότι είναι «το πρώτο βήμα που έχει κάνει το αμερικανικό μυθιστόρημα από την εποχή του Χένρι Τζέιμς». Στην περίπτωση του «Υπέροχου Γκάτσμπι», που ανήκει στην κατηγορία του «Μεγάλου Αμερικανικού Μυθιστορήματος», οι πρώτες αντιδράσεις υπήρξαν ανάμεικτες, με αποτέλεσμα το έργο να οδηγηθεί στην αφάνεια μέχρι τον θάνατο του δημιουργού του, στις 21 Δεκεμβρίου 1940. Αφότου έφυγε από τη ζωή ο Φιτζέραλντ, το μυθιστόρημα απέκτησε τη θέση που κατέχει και σήμερα. Στα μέσα της δεκαετίας του 1970, η κινηματογραφική μεταφορά του βιβλίου από τον Τζακ Κλέιτον σε σενάριο Φράνσις Φορντ Κόπολα ήταν μέγιστο γεγονός, παρότι δεν ήταν η πρώτη (είχε προηγηθεί μια ασήμαντη με τον Αλαν Λαντ το 1949). Ωστόσο, ένας από τους μεγαλύτερους σταρ εκείνης της εποχής, ο Ρόμπερτ Ρέντφορντ, επρόκειτο να κρατήσει τον ρόλο του Τζέι Γκάτσμπι, του μυστηριώδους όσο και ρομαντικού τυχοδιώκτη, του οποίου η φιγούρα αναδύεται ανάμεσα στα τρελά πάρτι, την τζαζ μουσική και τους γκάνγκστερ της δεκαετίας του 1920 στη Νέα Υόρκη. Από μόνο του αυτό ήταν αρκετός λόγος για θόρυβο, παρότι η ταινία δεν συνάντησε τελικά την επιτυχία που αναμενόταν. Αντίστοιχο θόρυβο προκάλεσε το 2013 η ανακοίνωση ότι ο Λεονάρντο Ντι Κάπριο (κατά μία έννοια ένας διάδοχος του Ρόμπερτ Ρέντφορντ στο νέο millennium) επρόκειτο να υποδυθεί τον Τζέι Γκάτσμπι, όπως και έγινε τελικά, στην ενδιαφέρουσα αλλά υπερφορτωμένη και λιγότερο «εσωτερική» εκδοχή του Μπαζ Λούρμαν.
«Αμαντέους» (Amadeus, ΗΠA / Γαλλία / Τσεχοσλοβακία / Ιταλία, 1984, 160’)
Στην εισαγωγή αυτής της ταινίας, ένας υπηρέτης βρίσκει με κομμένο τον λαιμό το ηλικιωμένο αφεντικό του μέσα σε ένα πολυτελές σαλόνι του 18ου αιώνα στην Αυστρία. Η πληγή έχει αυτοπροκληθεί και ο άνδρας είναι ο ελάχιστα γνωστός συνθέτης Σαλιέρι (Φ. Μάρεϊ Εϊμπραχαμ), σύγχρονος και αντίπαλος του φημισμένου πλέον, αλλά κάποτε αμφιλεγόμενου συνθέτη Βόλφγκανγκ Αμαντέους Μότσαρτ (Τομ Χαλς). Η ανταγωνιστική ιστορία των δύο ανδρών είναι η ψυχή της ταινίας του Τσέχου Μίλος Φόρμαν που γύρισε το μεγαλύτερο μέρος του «Αμαντέους» σε φυσικούς χώρους της Πράγας, την οποία εγκατέλειψε στα τέλη της δεκαετίας του 1960 για μια καριέρα στην Αμερική. Η Πράγα είναι μία από τις εκλεκτές ευρωπαϊκές πόλεις των οποίων μεγάλα τμήματα παραμένουν απαράλλακτα από τον 18ο αιώνα, κάτι που ο Φόρμαν εκμεταλλεύθηκε δεόντως: αυτή η ταινία είναι πραγματικά μια εικαστική γιορτή μέσα σε παλάτια, πλατείες, εκκλησίες, θέατρα και αρχοντικά, με κοστούμια, περούκες, φιέστες, χορούς, βραδιές εγκαινίων, σιντριβάνια σαμπάνιας αλλά και βουνά χρεών, καθώς ο Μότσαρτ είχε το μεγαλύτερο ταλέντο του κόσμου αλλά ήταν ανίκανος να φροντίσει τον εαυτό του – πόσω μάλλον να διαχειριστεί χρήματα. Ο «Αμαντέους» σάρωσε στα Βραβεία Οσκαρ και έγινε μεγάλη επιτυχία παντού – ακόμα και στην Αμερική, πράγμα παράδοξο, αφού την εποχή της ταινίας το 98% του αμερικανικού κοινού δήλωνε πως δεν άκουγε ποτέ έναν σταθμό κλασικής μουσικής!
«Ο τελευταίος αυτοκράτορας» (The Last Emperor, Κίνα, 1987, 163’)
Η ιστορία του τελευταίου αυτοκράτορα της Κίνας, Που Γι, από το 1908 μέχρι το 1967, όταν επήλθε η θλιβερή πτώση του με την Πολιτιστική Επανάσταση του Μάο Τσε Τουνγκ. Ενα εμβληματικό έπος, ένα χορταστικό συναρπαστικό θέαμα βυθισμένο στη χλιδή αλλά και στη μοναξιά, καθώς πυρήνας του είναι η αδύναμη ψυχή του ίδιου του Που Γι (ο Τζον Λόουν σε ρόλο ζωής δίπλα στον έμπειρο Πίτερ Ο’Τουλ που υποδύεται τον δάσκαλό του). Από το 1949 μέχρι τη χρονιά παραγωγής του, ο «Τελευταίος αυτοκράτορας» είναι η πρώτη δυτική ταινία που γυρίστηκε στην Κίνα με ειδική άδεια και παρήχθη με την πλήρη συνεργασία και οικονομική στήριξη της κινεζικής κυβέρνησης. Το παράδοξο είναι ότι ο Μπερτολούτσι, όπως παραδέχθηκε αργότερα, όταν γύριζε την ταινία δεν είχε ιδέα περί κινεζικής κουλτούρας. «Ηταν η πιο απίστευτη εμπειρία της ζωής μου, γιατί ενώ τη γύριζα έβλεπα την Κίνα να αλλάζει. Εβλεπα το χαμόγελο να βγαίνει στα πρόσωπα των Κινέζων. Σήμερα βλέπουμε όλοι τη δυναμική αυτής της χώρας. Και να θέλεις να την αποφύγεις, βρίσκεται διαρκώς μπροστά σου». Εχοντας ένα τρομερό μομέντουμ στην εποχή του, το φιλμ, που παραμένει η τελευταία πραγματικά μεγάλη ταινία του ιταλού δημιουργού (σκηνοθέτησε άλλες τρεις μέχρι τον θάνατό του το 2018), προτάθηκε για εννέα Οσκαρ και τόσα κέρδισε. Ανάμεσά τους τα καλύτερης ταινίας και σκηνοθεσίας, όχι όμως και του καλύτερου μουσικού σκορ που έγραψε σε μια εξίσου μεγάλη στιγμή του ο Ριουίτσι Σακαμότο, ο οποίος κρατά και έναν μικρό ρόλο στην ταινία.
«Τα απομεινάρια μιας μέρας» (The Remains of the Day, ΗΠΑ/ Μ. Βρετανία, 1993, 134’)
Μια υπέροχη, σύνθετη ταινία λούσου, πολυτέλειας, σιωπηλού έρωτα, βρετανικού φλέγματος αλλά και προδοσίας· η καλύτερη του σκηνοθέτη Τζέιμς Αϊβορι, εμπνευσμένη από το μυθιστόρημα του Καζούο Ισιγκούρο. Με τη μοναδική του σταθερότητα, ο Αντονι Χόπκινς κρατά τον ρόλο του Τζέιμς Στίβενς, «άκαμπτου» αρχιμπάτλερ, αφιερωμένου ψυχή τε και σώματι στην παροχή υπηρεσιών προς τον εργοδότη του Λόρδο Ντάρλινγκτον (Τζέιμς Φοξ). Με φόντο την αυγή του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, η λανθάνουσα ερωτική σχέση του Στίβενς με μια εργαζόμενη στην έπαυλη (Εμα Τόμσον) είναι ο πυρήνας της ταινίας, την ώρα που σημαντικές πολιτικές προσωπικότητες, συμπεριλαμβανομένου ενός αμερικανού βουλευτή (Κρίστοφερ Ριβ), έχουν συγκεντρωθεί στο σπίτι για να συζητήσουν την πολιτική αναταραχή που μαίνεται γύρω τους με την έκρυθμη κατάσταση στη Γερμανία. Πέραν όλων αυτών μια ταινία-δαντέλα, πανέμορφη εσωτερικά αλλά και οπτικά, προσεγμένη σε κάθε λεπτομέρεια, κυριολεκτικά ένα τεχνικό επίτευγμα. Ο διευθυντής φωτογραφίας Τόνι Πιρς-Ρόμπερτς «ζωγραφίζει» με τον φακό του την ακριβή αναπαράσταση της χρονικής περιόδου για την οποία εργάστηκαν σχολαστικά οι υπεύθυνοι του σχεδιασμού παραγωγής και της σκηνικής διακόσμησης (Λουτσιάνα Αρίγκι, Ιαν Γουίτακερ) και των κοστουμιών (Τζένι Μπίβαν, Τζον Μπράιτ). Τα «Απομεινάρια μιας μέρας» προτάθηκαν για 8 Οσκαρ και αδικήθηκαν σκανδαλωδώς μη κερδίζοντας κανένα.