Το πρώτο διεθνές μουσείο της Ασίας με περιεχόμενο που αφορά τη σύγχρονη τέχνη το έχει καμάρι και δεν κρύβεται. Φιλοδοξεί να είναι το αντίπαλον δέος του MoMA της Νέας Υόρκης και της Tate Modern του Λονδίνου και βρίσκεται στο προάστιο West Kowloon του Χονγκ Κονγκ, όπου συγκεντρώνεται μέρος της πολιτιστικής δραστηριότητας της μεγαλούπολης, πάνω στο λιμάνι Βικτόρια. Το μουσείο M+ (όπως ονομάζεται) είναι το διαμάντι στο στέμμα της περιοχής με τα 17 κτίρια πολιτιστικού ενδιαφέροντος, τα οποία αποτελούν ένα επενδυτικό πρότζεκτ που έχει σχεδιάσει συνολικά το αρχιτεκτονικό γραφείο Foster+Partners. Εν προκειμένω το «ταπεινό» κτίριο φέρει τις υπογραφές των Ελβετών Ηerzog & de Meuron, γνωστών μεταξύ άλλων για τη μετατροπή ενός ενεργειακού σταθμού στον Τάμεση σε αυτή που είναι γνωστή στα πέρατα του κόσμου ως η Tate Modern, ένα εγχείρημα που στοίχισε περί τα 760 εκατομμύρια δολάρια και η ανέγερση του οποίου διήρκεσε σχεδόν δέκα χρόνια.
Το μουσείο M+ με μια υπερμεγέθη οθόνη LED να δηλώνει την παρουσία του και να μεταφέρει μηνύματα σύγχρονης τέχνης, αυτοπροσδιορίζεται ως ένα πολιτιστικό κέντρο για τα εικαστικά, το design, την αρχιτεκτονική και την κινούμενη εικόνα του 20ού και 21ου αιώνα. Με δεδομένη και τη φιλοδοξία της λειτουργίας του διαθέτει όλα τα μέσα προβολής και τους χώρους που θα καταστήσουν την ανάδειξη και την εμπειρία θέασης αυτών των τεχνών μοναδική, στην ευρύτερη περιοχή αλλά και στον κόσμο ολόκληρο.
Το κτίριο των 65.000 τ.μ. (εκ των οποίων τα 17.000 τ.μ. είναι εκθεσιακοί χώροι), το οποίο σχεδίασαν οι Herzog & de Meuron μαζί με το αρχιτεκτονικό γραφείο του Χονγκ Κονγκ TFP Farrells, αποτελείται ουσιαστικά από δύο παραλληλεπίπεδους όγκους που σχηματίζουν μεταξύ τους ένα αναποδογυρισμένο Τ: ένα κτίριο οριζόντιο και ένα άλλο κάθετο, το δεύτερο επί της ουσίας ένα δεκατετραώροφο κτίριο γραφείων, εστιατορίων και ενός ερευνητικού κέντρου με μια τεράστια οθόνη από 5.664 ψηφίδες LED να καλύπτει την πρόσοψή του, ύψους 66 μέτρων. Ενα κτίριο-χαμαιλέων που θα αλλάζει το «δέρμα» του ανάλογα με τις εκθέσεις και τον προγραμματισμό του μουσείου, μια εικαστική αντίστιξη στην πληθώρα των διαφημιστικών πινακίδων της ασιατικής μητρόπολης.
Το μουσείο στεγάζεται επί της ουσίας στο πρώτο, χαμηλό κτίριο, στους τρεις ορόφους του οποίου βρίσκονται οι εκθεσιακοί χώροι, οι αίθουσες προβολών, οι χώροι πολλαπλών χρήσεων. «Το όραμά μας για το μουσείο είναι να ενισχύσουμε τη μάθηση στην κοινότητα για να ενθαρρύνουμε την ενσυναίσθηση, τον σεβασμό, τις πολλαπλές προοπτικές προσωπικής ανάπτυξης και τη δημιουργικότητα μέσα από τις τέχνες ώστε να επωφελείται το κοινό μας» δήλωνε λίγο πριν από το άνοιγμα η διευθύντριά του, Σουχάνια Ράφελ. Με καταγωγή από τη Σρι Λάνκα και προϋπηρεσία σε μία από τις μεγαλύτερες Πινακοθήκες της Αυστραλίας, την Art Gallery of New South Wales, η Ράφελ δήλωνε πρόσφατα στην εφημερίδα «The Financial Times»: «Το Μ+ σημαίνει μουσείο αλλά και πολύ περισσότερα. Ως μουσείο εικαστικού πολιτισμού αναφερόμαστε στο σχέδιο, στη μόδα, στις ταινίες, στις αρχιτεκτονικές τάσεις. Σκεφτείτε κάτι σαν το Πολιτιστικό Κέντρο Ζορζ Πομπιντού στο Παρίσι».
Ενας πήλινος στρατός και μια συλλογή κινεζικής τέχνης
Το μουσείο M+ άνοιξε «πανηγυρικά» τις πόρτες του στις 12 Νοεμβρίου, αν αναλογιστεί κανείς ότι φιλοξενούσε (και φιλοξενεί ακόμη ορισμένες από τις) έξι εκθέσεις για τέχνη, αρχιτεκτονική και design, οι οποίες απλώνονται σε 33 εκθεσιακούς χώρους. Ανάμεσα στα πιο εντυπωσιακά εκθέματα που βλέπουν το φως επί τη ευκαιρία είναι και η εγκατάσταση του Αντονι Γκόρμλεϊ «Asian Field», το πιο μνημειώδες έργο του μουσείου. Αποτελείται από περίπου 210.000 χειροποίητες φιγούρες από πηλό τις οποίες δημιούργησε ο βρετανός γλύπτης μαζί με 350 κατοίκους ενός χωριού από την επαρχία της Γκουαντόγκ και είναι η πρώτη φορά που παρουσιάζεται από όταν φιλοτεχνήθηκε το 2003. Η μόνιμη συλλογή περιλαμβάνει και τη δωρεά της ιστορικής συλλογής του 75χρονου Ούλι Σιγκ, του ελβετού συλλέκτη και πρώην πρέσβη της χώρας του στην Κίνα, η οποία απαρτίζεται από 1.500 έργα σύγχρονης κινεζικής τέχνης. Συνολικά η συλλογή του μουσείου περιλαμβάνει περί τα 8.000 αντικείμενα και 50.000 αρχεία που χρονολογούνται από τα μέσα του 20ού αιώνα και μετά. Eπειδή ο στόχος είναι το διεθνές στίγμα το μουσείου, όπως τονίζεται με κάθε ευκαιρία, το μουσείο έχει αποκτήσει έργα δυτικών καλλιτεχνών όπως ο Μαρσέλ Ντισάν (γλυπτά, έργα σε χαρτί, αρχειακό υλικό κ.ά.), δεδομένου ότι είχε διαμορφώσει τη μεταγενέστερη από εκείνον κινεζική πρωτοπορία, αλλά και το αρχείο των Archigram, του πειραματικού βρετανικού αρχιτεκτονικού στούντιο – επίσης καθοριστικοί ως προς την επιρροή που άσκησαν σε αρχιτέκτονες της χώρας.
Αυτό που δεν θα έχει το μουσείο είναι όλα τα έργα του Ai Weiwei από τη συλλογή Σιγκ, καθότι κάποια θεωρούνται αμφιλεγόμενα. Οπως το «Study of Perspective-Tiananmen Square», μια φωτογραφία με τον ίδιο να υψώνει το μεσαίο δάχτυλο σε σύμβολα εξουσίας, εν προκειμένω την Πλατεία Τιεν Αν Μεν. Δεν είναι ο μόνος, βέβαια, που υπόκειται σε λογοκρισία, καθώς το περασμένο καλοκαίρι η κεντρική κυβέρνηση του Πεκίνου εφάρμοσε έναν νέο Νόμο για την Εθνική Ασφάλεια, με δικαίωμα καταστολής των αντιπολιτευόμενων φωνών στο Χονγκ Κονγκ – μεταξύ άλλων στρέφεται και κατά καλλιτεχνών επικριτικών απέναντι στην Κίνα. «Το άνοιγμα του Μ+ δεν σημαίνει ότι το μουσείο είναι υπεράνω του νόμου. Γιατί δεν είναι» δήλωνε ορθά-κοφτά ο Χένρι Τανγκ, πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου της πολιτιστικής περιφέρειας West Kowloon.
Από την πλευρά της, η διευθύντρια του μουσείου δήλωνε: «Είναι καλό να θυμόμαστε ότι ένα μουσείο πρέπει να λειτουργεί εντός του πολιτιστικού και νομικού πλαισίου της πόλης όπου βρίσκεται. Φυσικά πρέπει να συμμορφωνόμαστε και να εργαζόμαστε εντός του νόμου, αλλά όσον αφορά αυτό που δημιουργήσαμε νιώθω μεγάλη σιγουριά».
Αντίθετα, έργα λιγότερο «controversial» καλλιτεχνών έχουν τοποθετηθεί σε κομβικά σημεία του μουσείου. Για παράδειγμα, στις τεράστιες δομικές κολόνες του αναρτήθηκαν έργα καλλιγραφίας της ταϊβανέζας εικαστικού Τονγκ Γιανγκ Τζε. Οι δε εγκαταστάσεις του Κινέζου Τσεν Ζεν και του Βιετναμέζου Νταν Βο βρίσκονται στο λεγόμενο «Found Space». Πρόκειται για τον χώρο ανασκαφής του μουσείου, ο οποίος σχηματίζεται από το κέλυφος που καλύπτει δύο τούνελ του μετρό που διέρχονται υπογείως από το μουσείο.
Αυτή η λεπτομέρεια, κάτι που φάνηκε εξαρχής ως ένα μεγάλο εμπόδιο, αποτέλεσε τον πυρήνα της σχεδιαστικής προσέγγισης των Herzog & de Meuron και έγινε τελικά ένας εκθεσιακός χώρος-πρόκληση για καλλιτέχνες και επιμελητές. Ηταν μια δυσκολία που ερχόταν να προστεθεί στην προσπάθεια επίλυσης του γρίφου: «Πώς πρέπει να δημιουργηθεί ένας μεταβιομηχανικός χώρος από κενή γη;», όπως σημειώνουν στην ιστοσελίδα τους, δεδομένου ότι η περιοχή West Kowloon (WKCD) βρίσκεται πάνω σε ένα τεχνητό κομμάτι γης που ανακτήθηκε από τη θάλασσα σπιθαμή προς σπιθαμή.
Το αποτέλεσμα που προκύπτει είναι ένα κτίριο που είναι εναρμονισμένο με το περιβάλλον του και σχηματίζεται σε έναν βαθμό από τα επιμέρους στοιχεία του. Το σχεδόν αρχαϊκό σχήμα που δεν ξεχωρίζει από τα κτίρια και τους ουρανοξύστες της πόλης και διαφοροποιείται από το μεταδιδόμενο μήνυμα «Μ+», το οποίο φαίνεται από πολύ μακριά για να φωνάζει «εδώ υπάρχει ένα μουσείο». Φιλόδοξο, μεγάλο, σπουδαίο και τρανό, αλλά για την ώρα ολίγον, έως και πολύ, «ευνουχισμένο» και ως εκ τούτου πολύ μακριά από τον στόχο του να αποτελεί το αντίπαλον δέος οποιουδήποτε σύγχρονου μουσείου ή πολιτιστικού οργανισμού παγκόσμιας εμβέλειας.