Στα μυθιστορήματά της υπερασπίζεται την αίσθηση των ηρώων ότι ανήκουν σε πολλαπλές πατρίδες, ακόμη και όταν νιώθουν νοσταλγία για τη γενέτειρά τους.
H Βρετανοτουρκάλα Ελίφ Σαφάκ, που την τελευταία 10ετία ζει στο Λονδίνο με τον τούρκο δημοσιογράφο Εγιούπ Τζαν και την κόρη τους, έχει αλλάξει αρκετές στη ζωή της. Γεννημένη στο Στρασβούργο το 1971, παρέμεινε με τη μητέρα της στην Αγκυρα όταν χώρισαν με τον πατέρα της.
Πέρασε την εφηβεία της στη Μαδρίτη και το Αμμάν της Ιορδανίας, προτού επιστρέψει στην Τουρκία, όπου τη μεγάλωσε η γιαγιά της. Αποφοίτησε από το Τμήμα Διεθνών Σχέσεων του Μεσανατολικού Τεχνικού Πανεπιστημίου στην Αγκυρα και ξεκίνησε να δημοσιεύει έργα της το 1994.
Οι «Καθρέφτες της Πόλης» τής απέφεραν το Βραβείο της Ενωσης Τούρκων Συγγραφέων, αλλά σύντομα εξαιτίας αναφορών της στην αρμενική γενοκτονία – στο «Μπάσταρδο της Κωνσταντινούπολης» – κατηγορήθηκε για προσβολή της «τουρκικότητας».
Η υπόθεση απορρίφθηκε, αλλά η Σαφάκ θεωρήθηκε έκτοτε συγγραφέας που ασκεί κριτική στο τουρκικό κράτος και μάχεται για τα δικαιώματα των μειονοτήτων.
Μια μειονότητα απόκληρων της ζωής πρωταγωνιστεί και στο πρόσφατο βιβλίο της, «10 λεπτά, 38 δευτερόλεπτα σ’ αυτό τον παράξενο κόσμο» (εκδ. Ψυχογιός, μτφ. Αννα Παπασταύρου), που μπήκε στη βραχεία λίστα του Μπούκερ το 2019.
Ο τίτλος αναφέρεται στη συνολική διάρκεια των αναμνήσεων που καταγράφει η πόρνη Λεϊλά μετά τη δολοφονία της, ενώ η συνείδηση «σβήνει». Κάθε ήχος, εικόνα και μυρωδιά τής θυμίζει πέντε φίλους που έζησαν στο περιθώριο της τουρκικής κοινωνίας.
Οπως η Λεϊλά του μυθιστορήματος έχετε χάσει κι εσείς την αγαπημένη σας Κωνσταντινούπολη. Δεν μπορούσατε να επισκέπτεστε την πόλη στο παρελθόν, απ’ τον φόβο της ποινικής δίωξης. Το μυθιστόρημα είναι ένα σχόλιο ότι την κουβαλάτε όπου κι αν βρίσκεστε;
Ωραία ερώτηση και αρκετά επώδυνη. Η Κωνσταντινούπολη μου λείπει πολύ. Δεν ταξιδεύω εκεί πλέον. Η Τουρκία, όπως γνωρίζετε, είναι μια δύσκολη χώρα για συγγραφείς ή για οποιονδήποτε εκφέρει δημόσιο λόγο. Οτιδήποτε γράφεις σε ένα μυθιστόρημα, ένα ποίημα ή ένα tweet μπορεί να προκαλέσει μπελάδες με τις Αρχές.
Είναι βάρος πλέον να είσαι μυθιστοριογράφος απ’ την Τουρκία, αλλά όσο το σκέφτομαι είναι ακόμη πιο δύσκολο και επαχθές να είσαι τουρκάλα συγγραφέας, καθώς πρέπει να αντιμετωπίσεις τον μισογυνισμό, τον σεξισμό και τις πατριαρχικές συμπεριφορές.
Τίποτε, ωστόσο, δεν αλλάζει το γεγονός ότι λατρεύω την πόλη. Αισθάνομαι σαν να τη μεταφέρω οπουδήποτε βρίσκομαι. Οπότε, ναι, δεν ξεχνάμε τα μέρη που αγαπάμε ακόμη κι όταν ζούμε χιλιόμετρα ή ολόκληρες ηπείρους μακριά.
Αυτό το αίσθημα της μετανάστευσης και της εξορίας με έχει διαμορφώσει. Είμαι περισσότερο συναισθηματική όσον αφορά τις πατρίδες, τις ρίζες, τον ξεριζωμό, την προσφυγιά.
Τι έχει αλλάξει τόσο ριζικά από τους φιλελεύθερους ρεφορμιστές του 2000 ως το σημερινό κράτος του Ερντογάν;
Το AKP του Ερντογάν ήρθε στην εξουσία υποσχόμενο φιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις. Εκείνη την εποχή στήριζαν την ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας και άλλες προοδευτικές προτάσεις.
Μιλούσαν για την αναγνώριση της οδύνης των Αρμενίων, τη συμφιλίωση με τους Κούρδους, την προώθηση ενός νέου δημοκρατικού και πλουραλιστικού Συντάγματος. Καθώς περνούσαν τα χρόνια ασχολούνταν ολοένα και περισσότερο με την εσωτερική πολιτική, γίνονταν εθνικιστές, ισλαμιστές και αυταρχικοί.
Είναι αποκαρδιωτικό να βλέπεις την οπισθοδρόμηση της Τουρκίας. Το ότι έχουμε εκλογές δεν σημαίνει ότι έχουμε δημοκρατία. Για να μείνει όρθια χρειάζεται κάτι παραπάνω από την εκλογική κάλπη.
Χρειαζόμαστε κράτος δικαίου, διάκριση των εξουσιών, ελεύθερα και πλουραλιστικά ΜΜΕ, ανεξάρτητα πανεπιστήμια, δικαιώματα των γυναικών και των μειονοτήτων. Ολα αυτά έχουν καταπατηθεί.
Πιστέψατε κάποια στιγμή ότι όντως υπήρχε το σημείο καμπής για να αγκαλιάσει μια μεγάλη μουσουλμανική χώρα τα φιλελεύθερα ιδεώδη;
Γιατί άλλο αξίζει να προσπαθούμε, εάν δεν πιστέψουμε ότι όντως μπορούμε να αγκαλιάσουμε την πλουραλιστική δημοκρατία ή ότι το ιδεώδες μπορεί να γίνει πράξη; Κάθε χώρα σ’ αυτόν τον πλανήτη δικαιούται τη δημοκρατία και τα ανθρώπινα δικαιώματα.
Η δημοκρατία δεν είναι μόνο δυτικό κεκτημένο. Πολλοί ισλαμιστές και εθνικιστές στην Τουρκία λένε ότι είναι και ότι δεν ταιριάζει στον «εθνικό χαρακτήρα» τους. Εγώ πιστεύω ότι είναι παγκόσμια αξία και βασικό ανθρώπινο δικαίωμα.
Στο μυθιστόρημα υπάρχει πολιτικό σχόλιο, χωρίς να γίνεται «πολιτικό» το ίδιο. Βλέπετε έναν κίνδυνο εδώ; Είναι σημείο των καιρών σε αρκετά λογοτεχνικά έργα.
Αυτός είναι πολύ σημαντικός διαχωρισμός. Οταν είσαι αφηγητής από μια πληγωμένη δημοκρατία, όπως η Τουρκία ή η Βραζιλία, δεν έχεις την πολυτέλεια να μένεις απολιτικός. Δεν μπορείς να λες: «Δεν θέλω να περιγράψω αυτό που συμβαίνει έξω απ’ το παράθυρό μου, θέλω μόνο να μιλήσω για τη μυθοπλασία μου».
Οταν συμβαίνουν τόσα πράγματα έξω απ’ το παράθυρο πρέπει να μιλήσεις. Για την παραβίαση των ανθρώπινων δικαιωμάτων, των δικαιωμάτων των γυναικών και των μειονοτήτων. Ως φεμινίστρια πιστεύω ότι πολιτική δεν παράγεται μόνο στο Κοινοβούλιο ή μέσα στα κόμματα. Το προσωπικό φυσικά είναι και πολιτικό.
Οταν γράφεις, λοιπόν, για τη σεξουαλικότητα μπορεί να είναι πολιτική πράξη. Υπάρχει, ωστόσο, μια θεμελιώδης διάκριση. Με ενδιαφέρουν τα ερωτήματα, δεν προσπαθώ να τα υπαγορεύσω. Πιστεύω ότι αποστολή του συγγραφέα είναι να αφηγείται ιστορίες και να δημιουργεί έναν ελεύθερο χώρο για να ακούγονται πολλές γνώμες. Δεν μ’ αρέσει όταν οι συγγραφείς προσπαθούν να διδάξουν ή να κάνουν «κήρυγμα».
Ο μυθιστοριογράφος δεν είναι ιεροκήρυκας. Οφείλουμε να αφήνουμε τις απαντήσεις στον αναγνώστη, επειδή κάθε ένας θα φτάσει μόνος του σ’ αυτές, πράγμα που το σέβομαι. Δουλειά μου είναι να θέτω ερωτήματα και να δίνω περισσότερη φωνή στις σιωπές.
Δίνετε ουσιαστικά φωνή στους «Αλλους» που συνήθως δεν έχουν. Είναι τόσο διακριτή αυτή η κατηγορία ή μπορούμε όλοι μας να γίνουμε «άλλοι»;
Για να κατανοήσουμε πώς λειτουργεί η «ετερότητα» πρέπει να εστιάσουμε στις δομές εξουσίας και τα τείχη των διακρίσεων. Η ανισότητα έχει σημασία στις μέρες μας. Οι ανισότητες, καλύτερα. Οι έμφυλες, οι φυλετικές, οι ταξικές, οι ανισότητες για όσουν ζουν στην περιφέρεια ή δεν έχουν ψηφιακή προσβασιμότητα. Ολα συνδέονται. Εάν ενδιαφέρεσαι, για παράδειγμα, για την ανισότητα που προκαλεί η κλιματική αλλαγή, ενδιαφέρεσαι και για τις ανισότητες φύλου.
Η έκθεση του ΟΗΕ έδειξε πρόσφατα ότι το 80% των ανθρώπων που ξεσπιτώνονται εξαιτίας της κλιματικής κρίσης είναι γυναίκες και παιδιά. Πρέπει, λοιπόν, να δώσουμε δύναμη στους αδύναμους και να καταλάβουμε πόσοι άνθρωποι σε όλο τον κόσμο νιώθουν «βουβοί» σήμερα.
Στη δική σας ζωή έχετε «περάσει» από πολλές διαφορετικές κουλτούρες, γλώσσες, φωνές. Είναι πάντα τόσο αισιόδοξη αυτή η εναλλαγή ή και επώδυνη;
Υπάρχει πάντα ένα είδος μελαγχολίας όταν είναι μετανάστης, εξόριστος ή νομάδας. Δεν μπορώ να το αρνηθώ. Είναι μια ζωή με ρωγμές. Αλλά τη ίδια στιγμή υπάρχει χαρά, μια αίσθηση πλούτου. Είμαι άνθρωπος που πιστεύει ολόψυχα στη δυνατότητα να ανήκεις σε διαφορετικά μέρη. Ευτυχώς ως άνθρωποι δεν είμαστε μονοδιάστατοι, αλλά πολύπλοκα όντα.
Το πρόβλημα είναι ότι ζούμε σε έναν κόσμο που δεν μας επιτρέπει να χαρούμε με αυτή την ποικιλομορφία. Εδώ στην Αγγλία προωθείται μια περισσότερο φυλετική ταυτότητα εξαιτίας της «μυθολογίας» που έφερε το Brexit.
Πιστεύω, όμως, ότι μπορείς να είσαι δεμένος με τον τόπο σου, να αγαπάς τη γη των προγόνων σου και την ίδια στιγμή να είσαι πολίτης της ανθρωπότητας, πολίτης του κόσμου. Γι’ αυτό αγαπώ τις αφηγήσεις που ενώνουν τη γραπτή και την προφορική κουλτούρα, την Ανατολή και τη Δύση.
Ποτέ δεν περιφρονώ την παράδοση της προφορικότητας. Ισως επειδή κι εμένα με μεγάλωσε μια παραδοσιακή γιαγιά, σε ένα σπίτι γεμάτο δεισιδαιμονίες, τελετουργικά και πολύ φαγητό! Η μαγειρική ήταν η γλώσσα της. Ολες αυτές οι λεπτομέρειες είναι σημαντικές για μένα.
Ενα από τα πιο ενδιαφέρονται σημεία μέσα στο βιβλίο είναι το Κοιμητήριο των Ασυντρόφευτων, που υπάρχει στην Κωνσταντινούπολη. Ποιοι είναι θαμμένοι εκεί; Και τι μας δείχνουν για τη σύγχρονη πόλη;
Αρχισα να ενδιαφέρομαι για το Κοιμητήριο πολλά χρόνια πριν, όταν ζούσα στην Κωνσταντινούπολη. Κάτι με τραβούσε σ’ αυτό το «στοιχειωμένο» μέρος. Ηταν θλιβερό, εγκαταλελειμμένο, ξεχασμένο. Σε αντίθεση με άλλα κοιμητήρια δεν υπήρχαν επιτύμβιες στήλες, επισκέπτες ή λουλούδια. Ούτε ονόματα πάνω στο μάρμαρο.
Ηταν ένα μέρος με ξύλινες επιγραφές και εγκαταλελειμμένους τάφους. Ενα μέρος όπου οι άνθρωποι είχαν γίνει αριθμοί, καθώς κάθε τάφος είχε τον αριθμό του – κι αυτό ήταν όλο.
Εκανα πολλή έρευνα για το μέρος και τους ανθρώπους που είχαν ταφεί εκεί χωρίς κανονική τελετή. Ανάμεσά τους ανακάλυψα βρέφη που τα είχαν εγκαταλείψει, αυτόχειρες, ανθρώπους που είχαν πεθάνει από AIDS: στιγματισμένοι που δεν τους έθαψαν. Υπήρχαν επίσης ιερόδουλες και θύματα εγκλημάτων τιμής. Οπως και μέλη της ΛΟΑΤ κοινότητας που απομονώθηκαν από τις οικογένειές τους.
Με τα χρόνια προστέθηκε ένας ολοένα αυξανόμενος αριθμός προσφύγων. Είναι, λοιπόν, ο τόπος της θλίψης όπου ένας αφγανός πρόσφυγας μπορεί να είναι θαμμένος δίπλα σε έναν κούρδο ακτιβιστή για τα δικαιώματα των διαφυλικών ή σε μια τουρκάλα ιερόδουλη. Ηθελα να τιμήσω τις ιστορίες τους.
Πήρατε, λοιπόν, έναν αριθμό και του δώσατε έναν χαρακτήρα. Αυτή είναι η μυθοπλασία που σας ελκύει προσωπικά;
Ως συγγραφείς δεν ενδιαφερόμαστε μόνο για ιστορίες, αλλά και για σιωπές. Αυτό τουλάχιστον έκανα πάντοτε εγώ. Θέλω να δίνω φωνή σε όσους ζουν στο περιθώριο, τους ξεχασμένους και αδύναμους. Σ’ αυτό το εγκαταλελειμμένο κοιμητήριο οι άνθρωποι έχασαν την ανθρώπινη διάστασή τους.
Μέσω της αφήγησης μπορούμε να αναστρέψουμε τη διαδικασία στο μέτρο του δυνατού. Πιστεύω ότι η λογοτεχνία μπορεί να «αναγεννήσει» τους ανθρώπους απ’ τους οποίους στέρησαν την ανθρωπιά τους. Στην καρδιά της λογοτεχνίας ζει η αντίσταση. Μια αθόρυβη επανάσταση.
Η ιστορία που αφηγείστε τελικά δεν αφορά τόσο τον θάνατο όσο τη χαρά για την επιβίωση και τη φιλία. Η κοινότητα που χτίζουν οι πέντε φίλοι και φίλες του περιθωρίου είναι μια απάντηση στη βία και την αδιαφορία του κράτους. Συμφωνείτε;
Συμφωνώ. Το μυθιστόρημα σίγουρα θίγει δύσκολα ζητήματα, όπως η σεξουαλική κακοποίηση και η έμφυλη βία. Αλλά πολλοί αναγνώστες μού είπαν ότι ένιωσαν μια ανάταση διαβάζοντάς το.
Χαίρομαι όταν το ακούω, επειδή όντως το βιβλίο είναι για τη φιλία, την αλληλεγγύη, την ποικιλομορφία, την κατανόηση και την αδελφοσύνη.
Είναι και ένα σχόλιο για το πώς αντιστέκεσαι και αντέχεις τη βία μέσα σε μια πατριαρχική κουλτούρα και την αδιαφορία του κράτους. Υπάρχει μελαγχολία στα βιβλία μου, αλλά υπάρχει και χιούμορ και ελπίδα.
Κοντά στο τέλος γράφετε για τα πολλά πρόσωπα της Κωνσταντινούπολης. Πόσα πρόσωπα έχει, αλήθεια, η Τουρκία, για την οποία συνηθίζουμε να μιλάμε ως ενιαία;
Η Τουρκία είναι μια χώρα με πολλά επίπεδα. Οταν σκέφτομαι την πολιτική και τους πολιτικούς της με αισθάνομαι θλίψη και απαισιοδοξία. Αλλά όταν ακούω τους ανθρώπους της, ειδικά τις γυναίκες της σύγχρονης Τουρκίας, γεμίζω με περισσότερη ελπίδα.
Το γυναικείο κίνημα είναι πολύ σημαντικό. Οφείλουμε να τις στηρίξουμε σε όλους τους τομείς της ζωής. Το ίδιο και τη νεολαία. Τις μειονότητες. Πρέπει να έχουν πιο ισχυρή φωνή. Οι γυναίκες, οι νέοι και οι μειονότητες: αυτή είναι η Τουρκία που με κάνει πιο αισιόδοξη.
«Να δώσουν στους νεκρούς την ταφή που δεν είχαν»
Πρόσφατα ασκήθηκε νέα δίωξη στον Ορχάν Παμούκ για προσβολή του Κεμάλ Ατατούρκ και της τουρκικής σημαίας στο νεότερο μυθιστόρημά του «Νύχτες πανούκλας». Πώς εξηγείται αυτή η ενέργεια;
Είναι ξεκάθαρα ντροπιαστικό και ατιμωτικό ότι το κράτος προσπαθεί να διώξει τον Ορχάν Παμούκ για μερικές προτάσεις μέσα στο μυθιστόρημά του. Το θεωρώ παράνομο, μη δημοκρατικό και άδικο. Θα τον στηρίζω πάντα, όπως και όλους τους συγγραφείς που κατηγορούνται και μπάινουν στο στόχαστρο μ’ αυτόν τον τρόπο. Η ανάσα της λογοτεχνίας είναι η ελευθερία του λόγου. Η Τουρκία πρέπει να σταματήσει τις διώξεις εναντίον δημιουργών. Είναι απαράδεκτη πρακτική.
Στο τελευταίο μυθιστόρημά σας, «The island of missing trees», χρησιμοποιείτε μια συκιά που αφηγείται την ιστορία για τη διαιρεμένη Κύπρο. Γιατί καταφύγατε σ’ αυτό το εύρημα;
Είναι ένα μυθιστόρημα για έναν απαγορευμένο έρωτα και μια οικογένεια με δύσκολο παρελθόν. Αλλά και για αναμνήσεις ή τραύματα που διαπερνούν διαφορετικές γενιές. Για τον πόνο που κληρονομείται, όπως οι οικογενειακές ιστορίες και οι σιωπές.
Ηθελα να γράψω για την Κύπρο εδώ και πολύ καιρό, επειδή είναι πάντα ένα πανέμορφο νησί με υπέροχους ανθρώπους, στον Βορρά και το Νότο. Αλλά δεν είναι καθόλου εύκολη υπόθεση. Πώς μπορείς να γράψεις για τη διαίρεση, τον πόλεμο, τον διχασμό, την εθνοτική βία χωρίς εσύ, ο αφηγητής, να πέσεις στην παγίδα του εθνικισμού ή του φυλετισμού;
Εδώ και χρόνια διάβαζα, έκανα έρευνα, μιλούσα με Ελληνοκύπριους και Τουρκοκύπριους της διασποράς, αλλά δεν μπορούσα να βρω μια «είσοδο» για να μπω στην ιστορία -μέχρι που βρήκα τη συκιά. Η αφήγηση του δέντρου μού πρόσφερε μια εντελώς ξεχωριστή οτπική και μια αίσθηση ελευθερίας.
Πιστεύετε ότι υπάρχουν περιθώρια για «αναγέννηση» της ιστορίας όταν το παρελθόν ρίχνει τη σκιά του τόσο απειλητικά, όπως στην περίπτωση της Κύπρου;
Εάν δώσουμε ισχυρότερη φωνή στους νέους και τις γυναίκες της Κύπρου, μπορούμε να δούμε πρόοδο προς την κατεύθυνση της ειρήνευσης. Αυτό που σίγουρα δεν χρειαζόμαστε είναι περισσότερος εθνικισμός ή φυλετισμός ή μίσος. Σέβομαι τους Ελληνοκύπριους και τους Τουρκοκύπριους που συνεργάζονται στην Επιτροπή των Αγνοουμένων.
Πολλοί μάλιστα ως εθελοντές και ανάμεσά τους φοιτητές, ειδικοί της εγκληματολογικής ανθρωπολογίας, πανεπιστημιακοί. Σκάβουν στο νησί για να ανακαλύψουν οστά ανθρώπων που υπήρξαν θύματα της εθνοτικής βίας. Οχι για να αναβιώσουν τις παλιές εχθρότητες.
Ακριβώς το αντίθετο: για να δώσουν στους νεκρούς την ταφή που δεν είχαν. Για να προσφέρουν στις οικογένειές τους την αίσθηση και την πιθανότητα της επούλωσης. Δεν μπορούμε να διορθώσουμε αυτό που δεν θυμόμαστε.
Γι’ αυτό η μνήμη είναι σημαντικός παράγοντας στην ειρηνευτική διαδικασία. To ίδιο και η κατανόηση. Η απάντησή μου, λοιπόν, είναι να ενισχύσουμε τις φωνές των νέων και των γυναικών και στις δύο πλευρές του νησιού.