Η «Μεγάλη Παραίτηση» είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα του πώς μια φράση, μια μεταφορά ή μια αναλογία ξεφεύγει από τα όρια της επιστημονικής έρευνας και γίνεται τμήμα μιας ευρύτερης δημόσιας συζήτησης.
Η έκφραση αυτή προτάθηκε από έναν αμερικανό καθηγητή οργανωτικής ψυχολογίας, τον Άντονι Κλοτς την άνοιξη του 2021 και διατυπώθηκε ως περιγραφή ενός κύματος παραιτήσεων εργαζομένων από τις θέσεις τους στο τέλος της πανδημίας. Κατά τη γνώμη του Κλοτς στο τέλος της πανδημίας θα συνδυάζονται τέσσερις βασικές τάσεις.
Η πρώτη είναι ότι θα αρχίσουν να παραιτούνται οι άνθρωποι που το επεδίωκαν πριν την πανδημία αλλά αναγκάστηκαν εξαιτίας της να τροποποιήσουν τα σχέδιά τους, τα οποία μπορούν να κάνουν πράξη τώρα που η οικονομία πάει καλύτερα.
Η δεύτερη είναι ότι αρκετοί εργαζόμενοι «πρώτης γραμμής» είναι πλέον σε όρια εξάντλησης και αυτό μπορεί να τους ωθήσει να παραιτηθούν και να διεκδικήσουν καλύτερες θέσεις εργασίας.
Η τρίτη τάση έχει να κάνει με τον τρόπο που οι άνθρωποι μπόρεσαν να στοχαστούν καλύτερα την ατομική τους ταυτότητα και το πώς βλέπουν το μέλλον τους, συμπεριλαμβανομένου και του πώς βλέπουν το εργασιακό παρόν και μέλλον τους.
Η τέταρτη τάση αφορά τους ανθρώπους που μετά από τόσους μήνες τηλεργασίας διαμόρφωσαν νέες αντιλήψεις και απόψεις για το πώς ορίζουν μια εργασία που να ανταποκρίνεται στις προσδοκίες τους και πιθανώς να μη θέλουν να επιστρέψουν στο προηγούμενο καθεστώς.
Τα στοιχεία από την αμερικανική αγοράς εργασίας
Λίγο καιρό μετά τα στοιχεία για την αμερικανική αγορά εργασίας έδειξαν να δικαιώνουν την πρόβλεψη του Κλοτς. Τον Ιούλιο του 2021 παραιτήθηκαν από την εργασία τους λίγο πάνω από τέσσερα εκατομμύρια εργαζόμενοι, ένας αριθμός για την αμερικανική οικονομία. Το Αύγουστο οι παραιτήσεις έφτασαν στις ΗΠΑ τα 4,27 εκατομμύρια εργαζομένους και τον Σεπτέμβριο τα 4,43 εκατομμύρια. Την ίδια στιγμή στα τέλη Σεπτεμβρίου οι προσφερόμενες θέσεις εργασίας ήταν επίσης σε ιδιαίτερα υψηλά επίπεδα, στα 10,4 εκατομμύρια ή στο 6,6%.
Μια ανάλυση που έγινε από τον Ίαν Κουκ της εταιρείας Visier έδειξε ότι τα υψηλότερα ποσοστά παραιτήσεων εμφανίζονται στους εργαζομένους ανάμεσα στα 30 και τα 45, με τη μέση αύξηση να αγγίζει το 20% ανάμεσα στο 2020 και το 2021. Η μεγαλύτερη ανασφάλεια και η μικρότερη προσφορά «εισαγωγικών» θέσεων μειώνει τα ποσοστά παραιτήσεων σε εργαζομένους ηλικίας 20-25 ετών, ενώ σε ηλικίες άνω των 45 παρατηρήθηκαν ελαφρά υψηλότερα ποσοστά παραίτησης.
Αντίστοιχα, μια έρευνα της εταιρείας Gallup τον Μάρτιο έδειξε ότι το 48% του εργαζόμενου πληθυσμού των ΗΠΑ είτε αναζητούσε εργασία είτε έψαχνε για ευκαιρίες καλύτερης απασχόλησης. Αυτό εκ των πραγμάτων φανερώνει ένα πολύ υψηλό ποσοστό δυσαρέσκειας με την κατάσταση στους χώρους εργασίας.
Αξιακό ζήτημα ή δυναμικές της αγοράς εργασίας;
Ορισμένοι έχουν υποστηρίξει ότι η έννοια της «Μεγάλης Παραίτησης» δεν κατορθώνει να εντοπίσει πλήρως τη δυναμική του φαινομένου, καθώς το ταυτίζει απλώς με τάσεις στην αγορά εργασίας, ενώ στην πραγματικότητα αποτυπώνει μια συνολικότερη μετατόπιση στον τρόπου που αντιμετωπίζεται η εργασία.
Το γεγονός ότι άνθρωποι προτιμούν να κάνουν επαγγελματικές επιλογές που παραπέμπουν σε μια καθοδική κίνηση στην κλίμακα της επαγγελματικής επιτυχίας, ή να προτιμούν την μεγαλύτερη ευελιξία και τη δυνατότητα αυτοκαθορισμού από τις υψηλότερες αποδοχές, ή απλώς να προτιμούν να ζήσουν για ένα διάστημα με τα λεφτά που αποταμίευσαν την περίοδο της πανδημίας, όλα αυτά αποτυπώνουν μια συνολικότερη επανιεράρχηση προτεραιοτήτων και ένα νέο πλέγμα αξιών γύρω από την εργασία.
Ούτως ή άλλως η επανεκτίμηση αξιών και προτεραιοτήτων μετά από μια τόσο τραυματική εμπειρία όπως ήταν η πανδημία ήταν μάλλον αναμενόμενη. Οι άνθρωποι αντιμέτωποι με την απώλεια και τον υπαρξιακό κίνδυνο ένιωσαν την ανάγκη να ξανασκεφτούν αυτό που δίνει νόημα και στην εργασία και συνολικά στη ζωή τους.
Ουσιαστικά, έχουμε μια διαδικασία όπου αναδύονται στάσεις, αντιλήψεις και «υποκειμενικότητες» που είναι αρκετά διαφορετικές από αυτές που είχαμε για δεκαετίες, όπου ο κυνήγι της επαγγελματικής ανέλιξης και η επιτυχία ως αυτοπραγμάτωση αποτέλεσαν τον υπαρξιακό ορίζοντα μεγάλου μέρους των εργαζομένων.
Η στιγμή της αποτίμησης του τι σήμαινε «εργασία»
Εύλογα θα μπορούσε να υποστηρίξει κανείς ότι όλα αυτά έχουν να κάνουν και με το γεγονός ότι η προηγούμενη συνθήκη στους χώρους της εργασίας απείχε πολύ από το να θεωρείται ιδανική.
Από τη μια, στις κατώτερες θέσεις της αγοράς εργασίας, που την πραγματική σημασία τους συνειδητοποιήσαμε στην πανδημία, η εργασιακή επισφάλεια, οι κακές συνθήκες εργασίας, η παράταση του ωραρίου και οι χαμηλές αμοιβές ήταν ο κανόνας.
Ήταν το φαινόμενο των «εργαζόμενων φτωχών» που αναγκάζονταν να δουλεύουν διαρκώς απλώς και μόνο για να μπορούν να επιβιώνουν σε ένα περιβάλλον όπου συχνά η κοινωνική προστασία αντιμετωπιζόταν ως περιττό κόστος.
Από την άλλη, στις μεσαίες και ανώτερες κυριαρχούσε η διαρκής πίεση για αποτελέσματα, ο ανταγωνισμός, η αντιμετώπιση της συναδελφικότητας ως παρωχημένης αντίληψης η λογική ότι η εργασία οφείλει όχι απλώς να είναι το κέντρο της ύπαρξης αλλά και να καταλαμβάνει άμεσα ή έμμεσα το σύνολο σχεδόν του χρόνου.
Αυτό οδηγούσε ολοένα και περισσότερους εργαζομένους σε ένα αίσθημα απαξίωσης, απώλειας νοήματος και συχνά εξάντλησης (burnout). Τα πράγματα γίνονταν χειρότερα από τάσεις όπως π.χ. η υπερχρέωση των νοικοκυριών ή – ειδικά στις ΗΠΑ – η υπερχρέωση των πτυχιούχων που έπρεπε να βρουν γρήγορα επαγγελματική αποκατάσταση που να τους επιτρέψει να αποπληρώσουν τα υπέρογκα δάνεια που πήραν για να καλύψουν τα δίδακτρά τους.
Η «Μεγάλη Παραίτηση» και η «Μεγάλη Απεργία»
Στις ΗΠΑ τα στοιχεία των ερευνητών που παρακολουθούν τις εργατικές κινητοποιήσεις δείχνουν ότι ο αριθμός των απεργιών αυξήθηκε το 2021. Μπορεί να μην αφορούσαν τόσο μεγάλο όγκο εργαζομένων, όπως οι απεργίες του 2018 ή του 2019 που αφορούσαν συχνά μεγάλα και πολύ μαζικά σωματεία εκπαιδευτικών, εντούτοις ήταν περισσότερες σε αριθμό. Ακόμη πιο σημαντικό το γεγονός ότι αυξήθηκαν οι απεργίες που δεν αφορούσαν ούτε τον κλάδο της εκπαίδευσης, ούτε τον κλάδο της υγείας, αλλά κυρίως τον ιδιωτικό επιχειρηματικό τομέα της οικονομίας.
Ούτως ή άλλως, οι συνθήκες στην αμερικανική αγορά εργασίας δεν ήταν οι καλύτερες πριν την πανδημία. Δύο τρίτα των χαμηλόμισθων εργαζομένων και οι μισοί από όσους βρίσκονταν στο κατώτερο 25% της μισθολογικής κλίμακας, συνολικά περίπου 13 εκατομμύρια εργαζόμενοι δεν είχαν καν δικαίωμα σε αμειβόμενη αναρρωτική άδεια και πάνω από 31 εκατομμύρια άνθρωποι κάτω των 65 δε είχαν καμία ασφάλιση υγείας.
Μια έρευνα της Gallup στη διάρκεια της πανδημίας στις ΗΠΑ και στον Καναδά κατά τη διάρκεια της πανδημίας το 2020 έδειξε ότι το 57% των εργαζομένων αισθανόταν στρες, το 48% ανησυχούσε και το 22% ήταν οργισμένο, σε ερωτήματα που ζητούσαν να πουν τι αισθάνονται «σε μεγάλο μέρος της μέρας».
Την ίδια στιγμή βέβαια αυξάνονταν και οι ανισότητες: ο αριθμός των αμερικανών δισεκατομμυριούχων αυξήθηκε από 614 τον Μάρτιο του 2020 σε 745 τον Οκτώβριο του 2021 και ο συνολικός πλούτος τους αυξήθηκε από 2.947 δισεκατομμύρια δολάρια σε 5019 δισεκατομμύρια δολάρια την ίδια περίοδο. Στο δεύτερο τρίμηνο του 2021 τα εταιρικά μη χρηματοοικονομικά κέρδη αυξήθηκαν κατά 70% φτάνοντας το ύψος ρεκόρ του 1,8 τρισεκατομμυρίου δολαρίων.
Όλα αυτά, σε συνδυασμό με τη χαμηλή ανεργία και τη ζήτηση για εργασία εύλογο είναι να τροφοδοτήσουν μεγαλύτερο διεκδικητισμό, αν και αυτό δεν έχει να κάνει μόνο με οικονομικούς όρους αλλά και με ιδεολογικές μετατοπίσεις.
Πάντως είναι ενδεικτικό ότι οι θετικές γνώμες για τα συνδικάτα στις ΗΠΑ έχουν πλέον φτάσει στο υψηλότερο σημείο από το 1965. Σύμφωνα με έρευνα της Gallup βρίσκονται στο 68%, πολύ πάνω από το ιστορικό χαμηλό του 48% που ήταν το 2009, την επαύριο της οικονομικής κρίσης.
Το 1965 ήταν 71% και το 1953 όπως και το 1957 ήταν στο 75%, όμως τότε ήταν η εποχή των ισχυρών συνδικάτων που είχαν μπορέσει να διαπραγματευτούν τις συλλογικές συμβάσεις που εξασφάλισαν σημαντική βελτίωση ιδίως στους βιομηχανικούς εργάτες σε κλάδους όπως η αυτοκινητοβιομηχανία.