Υπάρχει κάποιο όριο στο μέγεθος του χρέους ενός έθνους; Η δραματική από δημοσιονομικής απόψεως δεκαετία του 2010 εγκαθίδρυσε την πεποίθηση ότι πρέπει να υπάρχουν στεγανά στις δαπάνες και τον υπερδανεισμό υποχρεώνοντας το μεγαλύτερο μέρος του πλανήτη σε άμεση ή έμμεση λιτότητα. Ενας συνδυασμός ωστόσο ιστορικά χαμηλών επιτοκίων και των αναγκών που επέφερε η πανδημία αύξησαν το παγκόσμιο χρέος το 2020 κατά 19,5 τρισ. σύμφωνα με τον IIF.
Οι αναδυόμενες οικονομίες έχουν τον υψηλότερο δείκτη χρέους προς ΑΕΠ στη σύγχρονη ιστορία ενώ για τη Δύση τέτοια επίπεδα δανεισμού υπήρξαν τελευταία φορά μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, μακάβρια ένδειξη της οικονομικής καταστροφής που επέφερε η Covid. Ο συνδυασμός αρνητικών πραγματικών επιτοκίων και κεφαλαιακών ελέγχων μείωσε δραματικά τα μεταπολεμικά χρέη και δημιούργησε τις συνθήκες για τον διαχωρισμό διαχείρισης του δημόσιου χρέους με τη νομισματική πολιτική.
Σήμερα είναι δύσκολο να πιστέψει κανείς ότι αυτός ο διαχωρισμός στέκει ακλόνητος. Η ποσοτική χαλάρωση των κεντρικών τραπεζών με την αγορά κρατικών ομολόγων τείνει να μετατραπεί σε ένα ναρκωτικό για την οικονομία και την αγορά ενώ είναι σαφές ότι χωρίς αυτές τις κινήσεις θα ήταν αδύνατο για τα κράτη να χρηματοδοτήσουν τα μέτρα αντιμετώπισης της πανδημίας. Οι μεγαλύτεροι διαχειριστές ομολόγων στο Σίτι του Λονδίνου δηλώνουν ανοικτά για παράδειγμα ότι οι νομισματικές επεμβάσεις της Κεντρικής Αγγλικής Τράπεζας στοχεύουν ουσιαστικά στην υποστήριξη του κρατικού προϋπολογισμού. Αυτό που δεν γίνεται άμεσα αντιληπτό ωστόσο είναι ότι οι κυβερνήσεις μπορούν να διαχειρίζονται σχετικά άνετα χρέη που υπερβαίνουν ακόμα και το 100% ή και το 200% του ΑΕΠ επειδή τα επιτόκια βρίσκονται σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα. Τι θα συνέβαινε άραγε αν επιστέφαμε σε ένα περιβάλλον υψηλών επιτοκίων που θα καθιέρωνε τα τοκοχρεολύσια ως το πιο δαπανηρό κομμάτι των κρατικών προϋπολογισμών;
Μελετητές του Ινστιτούτου Πίτερσον διατείνονται ότι όσο ο ρυθμός ανάπτυξης της οικονομίας υπερβαίνει το επιτόκιο του χρέους και ο προϋπολογισμός είναι ισοσκελισμένος, ακόμα και ένα μεγάλο δημόσιο χρέος δεν επιβαρύνει την οικονομία. Είναι δυνατόν μάλιστα για μία οικονομία με μεγάλο χρέος να τρέχει ακόμα και ελλείμματα χωρίς αυτό να αυξάνει τις κεφαλαιακές ανάγκες επειδή η θετική επίδραση της χρηματοδότησης στην αγορά υπερσκελίζει το κόστος του επιπλέον δανεισμού. Το επίπεδο του βιώσιμου κρατικού χρέους λοιπόν δεν αποτελεί μονοσήμαντη έννοια αλλά εξισορροπητικό παράγοντα ανάμεσα στο κόστος δανεισμού και στην απόδοση της οικονομίας που αποφέρουν οι επενδύσεις.
Η αμερικανική αριστερά υπό την πλήρη επήρεια της Νέας Νομισματικής Θεωρίας πηγαίνει ένα βήμα παραπέρα εκφέροντας την άποψη ότι ένα κράτος μπορεί να έχει πρακτικά απεριόριστα ελλείμματα. Η πεποίθηση αυτή πηγάζει από μια παλαιότερη έννοια, βάσει της οποίας το νόμισμα για ένα κράτος δεν είναι περιουσιακό στοιχείο αλλά απαίτηση, την οποία μπορεί να εξαργυρώσει από τους πολίτες μέσω της φορολογίας. Σύμφωνα με τη ΝΝΘ η δημοσιονομική πολιτική μέσω της διαχείρισης των κρατικών επενδύσεων και της φορολογίας/κρατικού δανεισμού μπορεί να διατηρήσει το οικονομικό σύστημα σε ισορροπία χωρίς την ανάγκη ενεργού νομισματικής πολιτικής.
Για τους κεντροευρωπαίους συντηρητικούς οικονομολόγους αυτές οι προσεγγίσεις φαντάζουν αδιανόητες καθότι τα φαντάσματα του υπερπληθωρισμού και των υψηλών επιτοκίων έχουν χαράξει τις συνειδήσεις τους. Ανεξαρτήτως του ποια προσέγγιση αποδειχθεί πιο ακριβής, είναι αδιαμφισβήτητο ότι οι τρικυμίες που θα προκληθούν στις αγορές κατά την επίλυση του ζητήματος των εθνικών χρεών δεν μπορεί παρά να έχουν βιβλικές διαστάσεις.
Ο κ. Φάνης Βαρτζόπουλος είναι χρηματοοικονομικός αναλυτής στο Λονδίνο.