Υπάρχουν, λέγεται, τρεις κατηγορίες αναγνωστών σε ό,τι αφορά τους κορυφαίους συγγραφείς του ρωσικού ρεαλισμού, τον Ντοστογέφσκι και τον Τολστόι: αυτοί που προτιμούν τον πρώτο, όσοι θεωρούν σημαντικότερο τον δεύτερο κι εκείνοι που τους διαβάζουν με πάθος και τους δύο. Ο Τζορτζ Στάινερ, που έγραψε μια σπουδαία σχετική μελέτη, λέει πως προτιμά τον Ντοστογέφσκι, αλλά αυτό το θεωρεί λίγο-πολύ προσωπική επιλογή – ενώ ο Ναμπόκοφ έλεγε πως σε σύγκριση με τον Τολστόι είναι πολύ κατώτερος συγγραφέας. Αλλά διακόσια χρόνια από τη γέννησή του Ντοστογέφσκι, που συμπληρώθηκαν στις 11 Νοεμβρίου, αυτό μοιάζει με συγγραφική ιδιοτροπία.
Μετά από δύο αιώνες εύλογα αναρωτιέται κανείς: πώς διαβάζεται σήμερα ο Ντοστογέφσκι και κυρίως: Γιατί το έργο του δεν μοιάζει τώρα χρονολογημένο; Γιατί δεν μας πολυενοχλεί ο πανσλαβισμός, ο φανατικός αντιδυτικισμός κι ο νευρωτικός χριστιανισμός του; Κι ακόμη: τι σχέση έχει με τη σημερινή Ρωσία ή ακόμη και μ’ εκείνο που συνηθίσαμε να αποκαλούμε «σλάβικη ψυχή»; Πέραν του ότι ήταν μεγάλος ρεαλιστής συγγραφέας, μήπως, ως στάση ζωής, εκφράζει κι έναν μεγαλειώδη αναχρονισμό; Κι ωστόσο: κατά πόσο ο οιοσδήποτε αναχρονισμός μπορεί να θεωρηθεί «μεγαλειώδης»;
Πετρούπολη σημαίνει Ντοστογέφσκι
Ο Ντοστογέφσκι γεννήθηκε στη Μόσχα αλλά έζησε τα περισσότερα χρόνια στην Πετρούπολη, όπου έγραψε τα κορυφαία του έργα. Η πόλη του Μεγάλου Πέτρου είναι το σκηνικό των μυθιστορημάτων του και μάλιστα σε κανέναν άλλον συγγραφέα του 19ου αιώνα, ούτε καν στον Ντίκενς, η πόλη δεν αναδύεται στο έργο του με την ίδια ενάργεια. Ή ακόμη και στον Μπαλζάκ. Ο επισκέπτης του Λονδίνου δεν ταυτίζει την πόλη με τον Ντίκενς, ενώ κι εκείνος που επισκέπτεται το Παρίσι δεν το ταυτίζει με τον Μπαλζάκ. Αλλά Πετρούπολη, για τη λογοτεχνία τουλάχιστον, σημαίνει Ντοστογέφσκι – κι ας είναι η πόλη τόσων σημαντικών μεταγενέστερων δημιουργών, από την Αχμάτοβα και τον Γκουμιλιόφ ως τον Μανελστάμ, τον Γιόζεφ Μπρόντσκι και τόσους άλλους.
Αν κανείς επισκεφθεί τη σημερινή Πετρούπολη έχει την ευκαιρία να διαλέξει έναν από τους λογοτεχνικούς περιπάτους που προσφέρονται (επ’ αμοιβή, φυσικά) ώστε να δει τα μέρη που έζησε, εκείνα όπου σύχναζε και το μοναστήρι Αλεξάντρ Νέφσκι όπου έχει ταφεί ο Ντοστογέφσκι, καθώς και ο Τσαϊκόφσκι και ο Μουζόρσκι. Κι ενώ οι δύο τελευταίοι είναι τέκνα της πόλης, η Πετρούπολη και σήμερα είναι η πόλη του συγγραφέα των Αδελφών Καραμαζόφ. Είτε τη δει κανείς καλοκαίρι, την περίοδο των λευκών νυχτών, είτε χειμώνα με τα κτίριά της σκεπασμένα με παραμυθένιο χιόνι και τα νερά του ποταμού Νέβα παγωμένα, ο Ντοστογέφσκι τού έρχεται στον νου με την πρώτη ματιά.
Θα έλεγα πως τον περίπατο στα σπίτια που έζησε και στα μέρη που σύχναζε ο συγγραφέας είναι καλύτερο να τον κάνει κανείς μόνος του – κατά προτίμηση χειμώνα, όταν οι τουρίστες είναι λιγοστοί – έχοντας πρώτα διαβάσει τα βιβλία του. Να βρεθεί στο 19 της οδού Γκραντζάνσκα, όπου λένε πως «έζησε» ο δολοφόνος Ρασκόλνικοφ, πρωταγωνιστής στο μυθιστόρημά του «Εγκλημα και τιμωρία. Ή στην πλατεία Ζενάγια, κοντά στην οποία έμενε ένα διάστημα ο Ντοστογέφσκι. Εκεί σύχναζε τότε ο υπόκοσμος της πόλης κι εκεί ο Ρασκόλνικοφ σχεδίασε τη δολοφονία της γριάς τοκογλύφου. Ή στην πλατεία Σεμιόνοφ, που ήταν τόπος εκτελέσεων. Στην πλατεία αυτή, που σήμερα δεν είναι πλέον όπως τότε, εκτέλεσε το τσαρικό καθεστώς μέλη του αναρχοσοσιαλιστικού Κύκλου Πετρασέφσκι, στον οποίον ανήκε ο Ντοστογέφσκι. Κι εκείνον θα τον εκτελούσαν, αλλά όταν τον έστησαν μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα έφτασε διαταγή του τσάρου Νικολάου Α΄ να μετατραπεί η ποινή του σε κάτεργα στη Σιβηρία. Δεν ήταν απόφαση της τελευταίας στιγμής. Ο τσάρος την είχε λάβει την προηγούμενη μέρα, υπό τον όρο ότι θα ανακοινωνόταν όταν ο Ντοστογέφσκι θα βρισκόταν μπροστά στο απόσπασμα.
«Μια πόλη μισότρελων»
«Είναι κακοτυχία το να ζεις στην Πετρούπολη» και «Η Πετρούπολη είναι μια πόλη μισότρελων» έλεγε ο Ντοστογέφσκι. Αλλά αν δεν υπήρχε, πώς θα ήταν άραγε τα βιβλία που έγραψε; Αν δεν είχε ζήσει την ατμόσφαιρα της πόλης, τις λευκές νύχτες της, ή τα σκοτάδια της, που έκαναν πιο έντονη τη λάμψη των άστρων, θα είχε γράψει τα όσα έγραψε; Θα είχε καταδυθεί με τέτοιο πάθος στο υπαρξιακό βάθος της ανθρώπινης ύπαρξης, θα είχε τοποθετήσει τους ήρωές του (τον πρίγκιπα Μίσκιν, τον Ρασκόλνικοφ, τους αδελφούς Καραμαζόφ) στο είδωλό της;
Μόνο οι πανσλαβιστές παίρνουν κατά γράμμα τις πολιτικές απόψεις του Ντοστογέφσκι την σήμερον ημέρα. Ομως ελάχιστοι έχουν όσους φανατικούς αναγνώστες είχε ο ίδιος, που ασφαλώς, αν ζούσε, θα είχε εξοργιστεί που η ζωή και το έργο του εμπορευματοποιήθηκαν σε τέτοιον βαθμό.
Ολα τούτα βέβαια είναι υποθέσεις. Αλλωστε και η ίδια η ζωή του ήταν μια πελώρια αντίφαση. Ο άνθρωπος που έγραψε τον «Ηλίθιο» και το «Εγκλημα και τιμωρία», ο θρησκόληπτος που γονάτιζε μπροστά στα εικονίσματα προσπαθώντας να συνομιλήσει με τον Θεό ήταν ένας «διά Χριστόν σαλός» (όπως ο πρίγκιπας Μίσκιν στον «Ηλίθιο»), που τη μια μέρα έγραφε με φρενήρη ταχύτητα τα αριστουργήματά του και την επομένη σπαταλούσε τα χρήματα που κέρδιζε στη ρουλέτα, με αποτέλεσμα εδώ, όπου έζησε τα περισσότερα δημιουργικά του χρόνια και πέθανε, να αλλάξει κατοικία τριάντα φορές.
Οι σημερινοί αναγνώστες (των μυθιστορημάτων και όχι των δημοσιογραφικών κειμένων του Ντοστογέφσκι) ελάχιστη σημασία δίνουν στον πανσλαβισμό και τον μεσσιανισμό του. Μεσσιανισμό ιδιότυπο βέβαια, ειδικά για έναν συγγραφέα που πίστευε πως η ορθόδοξη Ρωσία θα «κατατροπώσει» τον δυτικό υλισμό και τα άλλα χριστιανικά δόγματα (τον καθολικισμό κατεξοχήν) που στη συνείδησή του είχαν μιασματικό χαρακτήρα. Εδώ εντάσσεται και ο αντισημιτισμός του, που δεν ήταν μόνο δικό του γνώρισμα αλλά και άλλων σημαντικών συγγραφέων του 19ου αιώνα.
Ο θάνατος σταματά τον χρόνο
Στην Πετρούπολη βρέθηκα δύο φορές: την πρώτη το 1983 – όταν ακόμη επισήμως λεγόταν Λένινγκραντ – και τη δεύτερη το 2000. Στα δεκαεφτά χρόνια που πέρασαν η γενική εικόνα δεν είχε αλλάξει, αν εξαιρέσει κανείς το ότι τα αυτοκίνητα που κυκλοφορούσαν δεν ήταν πλέον Μόσκοβιτς και Λάντα αλλά Μπε Εμ Βε, Μερτσέντες και Λάντα, συν το ότι στίφη τουριστών είχαν αρχίσει να την κατακλύζουν.
Το διαμέρισμα όπου ο συγγραφέας έγραψε το αριστούργημά του «Αδελφοί Καραμαζόφ» είναι μουσείο, όπου είχαν διατηρηθεί σχεδόν τα πάντα. Στο σαλόνι στάθηκα μπροστά σ’ ένα επιτραπέζιο ρολόι σταματημένο στην ώρα που πέθανε. Ο θάνατος σταματά τον χρόνο. Αυτή είναι ακόμη και σήμερα η πόλη που δεν κατάφερε να την οικειοποιηθεί το «αφεντικό» της κατά τη σταλινική περίοδο Αντρέι Ζντάνοφ. Η πόλη που τη δόξασε και την καταράστηκε έναν αιώνα νωρίτερα στα μεγάλα του έργα ο Φιοντόρ Μιχαήλοβιτς Ντοστογέφσκι.