Ένα από τα χαρακτηριστικά των παραλλαγών της σύγχρονης ακροδεξιάς από τις κυβερνήσεις στην Ουγγαρία και την Πολωνία, έως τον Ντόναλντ Τραμπ και τους οπαδούς του και τη Βραζιλία του Ζαΐρ Μπολσονάρο είναι η επίμονη άρνηση των επιστημονικών δεδομένων για την κλιματική αλλαγή και η αμφισβήτηση της καθολικής συναίνεσης της επιστημονικής κοινότητας ότι η αύξηση της μέσης θερμοκρασίας του πλανήτη από τη Βιομηχανική Επανάσταση μέχρι τις ημέρες μας είναι ανθρωπογενής, έχει να κάνει με την εξάρτησή μας από τα ορυκτά καύσιμα και αυτή τη στιγμή μας απειλεί με μια πραγματική κλιματική καταστροφή που μέσα στις επόμενες δεκαετίες θα καταστήσει μεγάλο μέρος της έκτασης της γης (κατοικημένα από εκατοντάδες εκατομμύρια ανθρώπους) κυριολεκτικά αβίωτο, είτε γιατί θα έχει σκεπαστεί από νερό, είτε γιατί οι μέσες θερμοκρασίες δεν θα επιτρέπουν πια την ανθρώπινη επιβίωση.
Ορυκτά καύσιμα και φασισμός
Αυτό ακριβώς το ζήτημα απασχολεί την «Κολεκτίβα Τσέτκιν» (το όνομα αποτελεί φόρο τιμής στην Κλάρα Τσέτκιν που έγραψε την πρώτη ανάλυση της Τρίτης Διεθνούς για τον φασισμό) στο βιβλίο White Skin, Black Fuel. On the Danger of Fossil Fasciscm (Verso, 2021). Ουσιαστικά πρόκειται για τη δουλειά μιας ομάδας ερευνητών, υπό τον συντονισμό του σουηδού πανεπιστημιακού και ακτιβιστή Αντρέας Μαλμ, γνωστού για την πρωτοπόρα εργασία του πάνω στον τρόπο που η κυριαρχία των ορυκτών καυσίμων – δηλαδή του βασικού μηχανισμού που οδήγησε στην κλιματική αλλαγή – ήταν το αποτέλεσμα της κυριαρχίας των καπιταλιστικών σχέσεων ιδιοκτησίας και εκμετάλλευσης.
Το βιβλίο προσφέρει μια εντυπωσιακή καταγραφή των πιο σημαντικών περιπτώσεων διεθνώς όπου η άρνηση της κλιματικής αλλαγής συνδυάζεται με ακροδεξιές και ρατσιστικές πολιτικές: τον τρόπο που μια «σκληρή δεξιά» στην Πολωνία, με έντονα νεοσυντηρητικά χαρακτηριστικά επιμένει να θεωρεί τον γαιάνθρακα αναπόσπαστο στοιχείο όχι μόνο μιας αναπτυξιακής στρατηγικής αλλά και μιας εθνικής ταυτότητας. Την ανάδειξη μιας ακροδεξιάς στη Γερμανία γύρω από το κόμμα της «Εναλλακτικής για τη Γερμανία» (AfD) που συνδυάζει την αντιμεταναστευτική και αντιπροσφυγική ρατσιστική ρητορική με την αμφισβήτηση του εάν και σε ποιο βαθμό υπάρχει κλιματική αλλαγή. Τον τρόπο που ο Ντόναλντ Τραμπ δέχτηκε την υποστήριξη (αλλά και την ανταπέδωσε με τις πολιτικές που ακολούθησε) ενός ευρύτερου φάσματος από επιχειρηματικά συμφέροντα που κατεξοχήν συνδέονται με τα ορυκτά καύσιμα και αντιτίθενται στη λήψη μέτρων για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής. Την πολιτική Μπολσονάρο που εξ αρχής δέχτηκε μεγάλη διεθνή υποστήριξη όχι μόνο επειδή ως φάνταζε απάντηση την προηγούμενη κυριαρχία της αριστεράς αλλά και επειδή υποσχόταν ακόμη εντατικότερη εκμετάλλευση – και καταστροφή – του τροπικού δάσους του Αμαζονίου. Αλλά κα αντίστοιχα παραδείγματα από τις πολιτικές ακροδεξιών κομμάτων στην Γαλλία, στη Δανία και την Φιλανδία.
Το βιβλίο δεν περιορίζεται στη διαπίστωση των σύγχρονων παραδειγμάτων ακροδεξιάς συνενοχής στις πολιτικές της κλιματικής καταστροφής. Ταυτόχρονα, εξετάζει την ιδιαίτερη σχέση του φασισμού και του ναζισμού με την ιδιαίτερη επιμονή στα ορυκτά καύσιμα και τις πολιτικές που τελικά συνέβαλαν στην κλιματική αλλαγή και τον κίνδυνο καταστροφής. Από την αγάπη των Ναζί για το ιδιωτικό αυτοκίνητο και την κατασκευή αυτοκινητοδρόμων, μέχρι την «λατρεία της μηχανής» στον πρώιμο ιταλικό φασισμό τα παραδείγματα είναι αρκετά και αποδεικνύουν την πραγματική διάσταση π.χ. της ναζιστικής εμμονής με τη φύση και τη φυσιολατρία. Ακόμη περισσότερο υπενθυμίζουν τον τρόπο που τα στρατόπεδα συγκέντρωσης αλλά και εξόντωσης συχνά συνδέονταν με εξορύξεις ορυκτών καυσίμων (π.χ. γαιάνθρακα στο Άουσβιτς). Μάλιστα, δεν μένουν σε αυτό αλλά και υπογραμμίζουν ότι η κυριαρχία των ορυκτών καυσίμων στο αναδυόμενο μοντέλο καπιταλιστικής συσσώρευσης ήταν μια διαδικασία παράλληλη και συνάμα αλληλοτροφοδοτούμενη με την επέκταση της αποικιοκρατίας και την ανάδυση του σύγχρονου ρατσισμού. Ουσιαστικά, μια ορισμένη εκδοχή κατασκευής της «λευκότητας» – όπως και η επέκταση της αποικιοκρατίας – ήταν συνδυάστηκε ιστορικά με την ανάδυση των κοινωνικών και μορφών και σχέσεων που επιτείνουν την κλιματική αλλαγή.
Κατά συνέπεια αυτό που διαπιστώνουμε συχνά ως ετοιμότητα του εκλογικού και πολιτικού ακροατηρίου της ακροδεξιάς να αποδεχτεί την άρνηση της κλιματικής αλλαγής και να θεωρήσει ως πραγματικές τις κάθε λογής θεωρίες συνωμοσίας που προτείνονται για αυτό το ζήτημα, δεν είναι απλώς μια εκδοχή συλλογικού ανορθολογισμού. Πολύ περισσότερο έχει να κάνει με τον τρόπο που ουσιαστικά διαμορφώνονται ιδεολογικές εγκλήσεις που συνταιριάζουν την άρνηση της κλιματικής αλλαγής, τις θεωρίες συνωμοσίας, αλλά και τον εθνικισμό, τον ρατσισμό και την υπεράσπιση της «λευκής ανωτερότητας». Και όλα αυτά στο έδαφος ισχυρών και εμπεδωμένων συμφερόντων που εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν τα ορυκτά καύσιμα ως βασική πηγή επένδυσης και κερδοφορίας. Αυτό με τη σειρά του επιτρέπει να στοχαστούμε τη δυνατότητα συμμαχιών ανάμεσα στο περιβαλλοντικό κίνημα, το εργατικό κίνημα αλλά και το ευρύτερο κίνημα κατά του ρατσισμού και των πολλαπλών επιβιώσεων της αποικιοκρατίας.
Οικολογικός λενινισμός;
Είναι στη βάση αναλύσεων όπως οι παραπάνω που o Αντρέας Μαλμ έχει επιμείνει ότι ο μόνος τρόπος για να μπορέσει να υπάρξει μια αποτελεσματική απάντηση στην επικείμενη κλιματική καταστροφή, είναι μια ουσιαστικά μια εκδοχή επαναστατικής πολιτικής που θα επιχειρούσε παρεμβάσεις που ως προς τον ριζοσπαστισμό και τον χαρακτήρα τομής, ακόμη και βίαιης, θα συγκρίνονταν μόνο με τον τρόπο με τον οποίο ο Λένιν αντιμετώπισε τις επιτακτικές προτεραιότητες της επαναστατημένης Ρωσίας.