«Σ’ ένα εγκατελειμμένο ξενοδοχείο, όπου ο χρόνος έχει παγώσει και ο χώρος λειτουργεί ως δωμάτιο, ενδοσκοπικής, περισυλλογής, οχτώ σώματα, μετέωρα μεταξύ δράσης και μη δράσης, μοιάζουν έτοιμα να κινηθούν για μια τελευταία φορά. Κύκνειο άσμα της ανθρώπινης κίνησης ή μια ωδή για το τέλος του κόσμου;». Με μουσική επένδυση το Ρέκβιεμ του Μότσαρτ, η νέα δουλειά του χορογράφου Σπύρου Κουβαρά και της ελληνογαλλικής ομάδας σύγχρονου χορού Synthesis748Dance Co. εκκινεί από το χορογραφικό παράδοξο της ακινησίαςκαι αντλεί αισθητικές αναφορές από το μουσικό έργο 433’’, του αμερικανού πρωτοπόρου συνθέτη, Τζον Κέιτζ  για να επαναπροσδιορίσει την σχέση κοινού και δημιουργού μέσα από τη ζωντανή ακινησία των σωμάτων των χορευτών. 

Ο χορογράφος Σπύρος Κουβαράς

Ποιες ανάγκες και συνθήκες σας οδήγησαν στη δημιουργία του «(5)433’’: a continuous (im)mobility» 

«Μέσα στο γενικευμένο περιβάλλον καθήλωσης και αποσωματοποίησης που βιώνουμε, το έργο αυτό ήρθε να μου υπενθυμίσει πως η ενσώματη εμπειρία και η ανθρώπινη εγγύτητα είναι ζωτικής σημασίας στοιχεία για την διατήρηση της ανθρωπινότητας μας. Με αφορμή το (5)4’33’’: a continuous (im)mobility, επέστρεψα σε βασικά στοιχεία του χορού όπως το άγγιγμα, η σωματική επαφή και η εγγύτητα. Επέστρεψα σε αυτά που, κοινωνιολογικά, μου επιτρέπουν να παραμείνω άνθρωπος και σε αυτά που ενδυναμώνουν την ενσώματη εμπειρία του εαυτού μας και του κόσμου. Κινησιολογικά,με ενδιέφερε να προσεγγίσω οτιδήποτε έρχεται σεαντιδιαστολή με μια κοινωνία second hand”, που αναπνέει αποδεχόμενη πολλά στερητικά α-, όπως ανέραστη, ασώματη, άγονη και αποστασιοποιημένη. Η σωματικότητα που προτάσσει το έργο τοποθετείται, θα έλεγα, ως απαραίτητη συνθήκη της ύπαρξης μας στον κόσμο». 

Πώς επιλέξατε το Μπάγκειον ως τον χώρο για να φιλοξενήσει αυτή την παραγωγή;  

«Ήθελα εξαρχής έναν χώρο, μη θεατρικό, παλιό, εγκατελειμμένο σχεδόν, που να δημιουργεί μια μετέωρη αίσθηση παγώματος του χρόνου ή μια ετεροχρονία μεταξύ παρελθόντος και παρόντος αν θέλετε. Να είναι ταυτόχρονα μνήμη και μετάβαση και να μπορεί να μας κάνει να αναρωτηθούμε αν αυτό που βλέπουμε επι σκηνής συμβαίνει τώρα ή είναι μια παρελθοντική αντανάκλαση. Συν τοις άλλοις, επιθυμούσα και έναν χώρο που αρχικά να μοιάζει με δωμάτιο ενδοσκοπικής περισυλλογής του ατόμου, και σταδιακά, κατά τη διάρκεια της παράστασης, να εξελίσσεται σε ένα κοινόβιο αντίστασης για μια εξαναγκασμένη ακινησία. Έχω την αίσθηση πως ένα πρώην ξενοδοχείο μπορεί εύκολα να μας δημιουργήσει, μεταξύ άλλων, (και) αυτούς τους συνειρμούς». 

 

Πώς ακριβώς αντλείται τις αισθητικές αναφορές της παράστασης από το έργο του «συνθέτη της σιωπής» Τζον Κέιτζ;  

«Κάνοντας μια απλουστευμένη αναγωγή σε αντιστοιχία με την φαινομενική απουσία τουήχου απο το 433’’του Cage, θα έλεγε κανείς πως οι όποιες αναφορές στο έργο μου, έχουν να κάνουν με την απουσία κίνησης. Όμως υπάρχει στην πραγματικότητα ποτέ απουσία κίνησης; Νομίζω πως όχι. Η κίνηση άλλωστε με όρους φυσικής, είναι μια δυνητική διεργασία αλλαγής που συντελείται ακόμα και σε φαινόμενα ή σωματίδια μη αντιληπτά από το γυμνό μάτι. Επέλεξα λοιπόν μια χορογραφική γλώσσα με έναν αναλλοίωτο ρυθμό,  στο όριο ορατού και αόρατου, ώστε κατά τη διάρκεια της παράστασης, μέσω της βραδείας κινητικής ποιότητας, να δημιουργηθεί μια στιγμιαία διαστολή του χρόνου. Η διαστολή αυτή που συντελείται στο (5)4’33’’: a continuous (im)mobility, δεν λειτουργεί αυτοαναφορικά, αλλά αποτυπώνει μια επί τόπου «ζωντανή ακινησία», εν είδει ιερογλυφικής γραφής που εξελίσσεται σταδιακά». 

 

Γιατί έχετε απαρνηθεί τον ρεαλισμό και την αφηγηματικότητα στο έργο σας;  

«Καταρχήν με τον ρεαλισμό και την αφηγηματικότητα στην τέχνη, πλήττω αφόρητα. Οπότε εκ των πραγμάτων δεν μπορώ να δουλέψω με κάτι που μου προκαλεί πλήξη. Ο ρεαλισμός κλειδώνει τα πράγματα και συχνά τα κάνει μονοσήμαντα. Προσωπικά είμαι άνθρωπος του φαντασιακού, της αλληγορίας και του ασυνειδήτου, προτιμώ λοιπόν πιο αφαιρετικές ή ποιητικές προσεγγίσεις στη φόρμα ενός έργου, τέτοιες που να απελευθερώνουν τα πιο ενδόμυχα μου ένστικτα και να μην νοηματοδούνται απαραίτητα μόνο από τον Λόγο. Οι δουλειές μου θα μπορούσα να πω ότι μεταφέρουν μνήμες που συναντώνται με την ουτοπία και το μη πραγματικό». 

Με ποιους τρόπους περιμένετε να βιώσουν την παράσταση οι θεατές; Νομίζω έχετε πει για παράδειγμα ότι δεν σας ενδιαφέρει η καλλιτεχνική απόλαυση.  

«Με μια αναστοχαστική διάθεση που επιθυμία μου είναι να υποβάλλει ένα συγκινησιακό φορτίο και μια εμπειρία αναρώτησης και ανακάλυψης. Θα ήθελα το (5)4’33’’: a continuous (im)mobility, να αποτελέσει αφορμή για ένα αισθητηριακό βίωμα μεταξύ ερμηνευτών και θεατών και αυτό το κοινό βίωμα να δημιουργήσει μια χωρική δόνηση στο Μπάγκειον. Για το ζήτημα της καλλιτεχνικής απόλαυσης που θίγετε, είχα πει πως είναι κάτι που θεωρώ ότι ο δημιουργός οφείλει να αγνοεί, υπό την έννοια ότι δεν πιστεύω στην τέχνη ως “φορέα διασκέδασης”, αλλά ως φορέα διανοητικών και συναισθηματικών αναταράξεων. Αυτές οι “αναταράξεις” για εμένα ναι, συνιστούν απόλαυση, απλώς όχι με όρους καλλιτεχνικού μάρκετινγκ που εξυμνεί την ομορφιά ή την υψηλή τεχνοτροπία. Αυτού του είδους η προσέγγιση δεν με αφορά. Άλλωστε ένα έργο, στοχεύει να συνομιλήσει με όλους, με έναν ή και με κανέναν ταυτόχρονα». 

 

Η παράσταση επιχορηγείται απότο Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμούγια το 2020-2021 και δημιουργήθηκε με τηνυποστήριξητου CND-Γαλλικού Εθνικού Κέντρου Χορού στο Παρίσι. 

 

  • «(5)433’’: a continuous (im)mobility», Μπάγκειον, Πλατεία Ομόνοιας 18, Αθήνα, από τις 2 έως 5 Δεκεμβρίου