Πρόσφατα, εξαιτίας της κατακόρυφης αύξησης της τιμής των σιτηρών, οι φούρνοι στην Τουρκία υποχρεώθηκαν να κλείσουν για 10 ημέρες. Η επιχείρηση παραγωγής ψωμιού People’s Bread στην Κωνσταντινούπολη αύξησε, σύμφωνα με το ρεπορτάζ της τουρκικής υπηρεσίας του BBC, κατά 47% την τιμή του συσκευασμένου ψωμιού. Μόλις την περασμένη Τρίτη ένας βουλευτής του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ), ο Ζουλφού Ντεμιρτάγκ, κάλεσε ανερυθρίαστα τους συμπατριώτες να συμβάλουν στην αντιμετώπιση των οικονομικών προβλημάτων που αντιμετωπίζει η χώρα τρώγοντας λιγότερο. «Αν, υπό κανονικές συνθήκες, τρώγαμε ένα ή δύο κιλά κρέας τον μήνα, ας φάμε μισό κιλό. Αν αγοράζαμε δύο κιλά ντομάτες, ας αγοράσουμε δύο ντομάτες». Την ίδια ημέρα, η ανάρτηση ενός δικηγόρου στο Twitter, που έγραφε ότι «όταν μπήκα στο ασανσέρ, το δολάριο κόστιζε 11,55 λίρες. Οταν βγήκα, είχε φτάσει στις 12,15», και η ανακοίνωση της Apple ότι εξαιτίας της κατάρρευσης της ισοτιμίας της τουρκικής λίρας έναντι του αμερικανικού νομίσματος έπαυε τις διαδικτυακές πωλήσεις των προϊόντων της στη χώρα συμπλήρωναν το ιλαροτραγικό σκηνικό των τελευταίων ημερών.
Ερωτήματα και προβληματισμός
Τι ακριβώς συμβαίνει στην Τουρκία; Μπορεί η ραγδαία επιδείνωση της τουρκικής οικονομίας «να ρίξει» από την εξουσία τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν έπειτα από 20 χρόνια στην ηγεσία της γείτονος και καθώς επιδιώκει να ξεπεράσει, με το βλέμμα στο 2023, τον μύθο του Μουσταφά Κεμάλ «Ατατούρκ»; Εχει πλέον τη δυνατότητα η αντιπολίτευση, επί χρόνια διασπασμένη, να ενώσει αποτελεσματικά τις δυνάμεις της για να εκθρονίσει τον τούρκο πρόεδρο στις επόμενες εκλογές, όταν (και εφόσον) αυτές γίνουν είτε σε περίπου δύο χρόνια από σήμερα είτε και νωρίτερα; Τα ερωτήματα αυτά βασανίζουν πολιτικούς και οικονομικούς αναλυτές, αλλά παράλληλα γεννούν προβληματισμό σε πολιτικούς, διπλωματικούς και στρατιωτικούς κύκλους των Αθηνών. Πώς θα αντιδράσει ο Ερντογάν κατά την αναζήτηση του αναγκαίου πολιτικού κεφαλαίου ώστε να συσπειρώσει τον ιδιόρρυθμο ισλαμικό και εθνικιστικό πυρήνα των οπαδών του; Υπάρχει άραγε ενδεχόμενο επανάληψης όσων εκτυλίχθησαν στην Ανατολική Μεσόγειο το 2020;
Οικονομικός κατήφορος
Η Τουρκία είναι μια οικονομία 765 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Ο αριθμός είναι εντυπωσιακός, αλλά πλέον δεν επαρκεί για να κρύψει τα προβλήματα, οικονομικά, κοινωνικά και πολιτικά, κάτω από το χαλί. Ο κ. Ερντογάν επιμένει να ακολουθεί μια δική του οικονομική και νομισματική πολιτική που αντιβαίνει σχεδόν κάθε οικονομικό κανόνα, αδιαφορώντας για τα αποτελέσματα. Ασκεί πίεση στους διοικητές της Κεντρικής Τράπεζας (με τελευταίο τον Σαχάπ Καβτσίογλου), τους οποίους συνεχώς αλλάζει όταν δεν υπακούν στα κελεύσματά του, να μειώνουν τα επιτόκια δανεισμού ώστε να τροφοδοτείται η ανάπτυξη. Σύμφωνα με τη χαρακτηριστική φράση του Ρεφέτ Γκιουρκαϊνάκ, καθηγητή Οικονομικών του Πανεπιστημίου Μπιλκέντ της Αγκυρας, «η Κεντρική Τράπεζα μας σπρώχνει στον γκρεμό επειδή ο πρόεδρος δεν πιστεύει στη βαρύτητα!».
Μπορεί το ΔΝΤ να προβλέπει για το 2021 μια αύξηση του ΑΕΠ κατά 9%, αλλά οι υπόλοιποι αριθμοί ρίχνουν βαριά σκιά στην τουρκική οικονομία. Ο πληθωρισμός καλπάζει με 20% όταν τα επιτόκια δανεισμού βρίσκονται στο 15%, ροκανίζοντας τα εισοδήματα, οι τιμές των τροφίμων αυξάνονται με ρυθμό 27%, ενώ η αύξηση των τιμών παραγωγού είναι ακόμη υψηλότερη, στο 46%. Την ίδια στιγμή, ο δείκτης εμπιστοσύνης του καταναλωτή, που εκδίδει η τουρκική στατιστική υπηρεσία και υπάρχει από το 2004, δείχνει ότι η εμπιστοσύνη στο πρόσωπο του τούρκου προέδρου έχει καταβαραθρωθεί.
Σύμφωνα με την Παγκόσμια Τράπεζα, το επίπεδο της φτώχειας αυξήθηκε σημαντικά το 2020 και το ποσοστό όσων ζουν κάτω από το όριο ανέβηκε στο 12,2% από 10,2% το 2019. Περίπου 1,5 εκατομμύριο Τούρκοι προστέθηκαν σε όσους ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας πέρυσι, ανεβάζοντας τον συνολικό αριθμό σε περίπου 8,5 εκατομμύρια, ενώ η ανεργία καλπάζει. Παράλληλα, αυξάνεται ο αριθμός των Τούρκων που μετατρέπουν τις καταθέσεις τους σε δολάρια (δολαριοποίηση), ο τραπεζικός δανεισμός δυσκολεύει, ενώ η πτώση της ισοτιμίας της τουρκικής λίρας δυσχεραίνει τον εξωτερικό δανεισμό. Ακόμη και ο συνήθως σιωπηλός TUSIAD (ο τουρκικός ΣΕΒ) έστρεψε τα πυρά του εναντίον της κυβέρνησης στην τελευταία ετήσια έκθεσή του.
Οι επενδύσεις 10 δισ.δολαρίων από τα ΗΑΕ
Ο κ. Ερντογάν επιδιώκει να αποκαταστήσει συμμαχίες στην περιφερειακή γειτονιά του και πέραν αυτής, ρίχνοντας γέφυρες προς κράτη με τα οποία είχε έρθει σε σφοδρή σύγκρουση τα προηγούμενα χρόνια λόγω της στάσης του σε διάφορα μέτωπα (π.χ. Λιβύη, Συρία). Η επίσκεψη του de facto ηγέτη των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων (ΗΑΕ) και διαδόχου του θρόνου πρίγκιπα Μοχάμεντ μπιν Ζαγέντ στην Αγκυρα, αλλά και το ενδεχόμενο επενδύσεων ύψους 10 δισεκατομμυρίων δολαρίων σε κρίσιμες υποδομές, όπως η ενέργεια, ίσως να προσφέρουν μια πρόσκαιρη ανάσα στον τούρκο πρόεδρο. Εναγωνίως φαίνεται να επιδιώκει επίσης μια προσέγγιση με τη νέα κυβέρνηση του Ισραήλ. Αυτές οι κινήσεις δεν μοιάζουν όμως επαρκείς για να μεταβάλει δραματικά τα δεδομένα για τον απλό τούρκο πολίτη.
Κοινωνική δυσανεξία, πολιτική ομίχλη
«Η οικονομική αστάθεια θα τροφοδοτήσει την εσωτερική πολιτική διαμάχη καθώς οι πολίτες έχουν κουραστεί να χρησιμοποιούνται ως πιόνια και τα κόμματα της αντιπολίτευσης εμψυχώνονται» σημειώνει η Μαντλίν Τζόελσον, εκτελεστική διευθύντρια του «Turkish Democracy Project». «Δυστυχώς», συμπληρώνει, «αυτές οι αποτυχίες στο εσωτερικό θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε επιθετικότητα στο εξωτερικό, καθώς ο Ερντογάν απεγνωσμένα αναζητεί πολιτικό κεφάλαιο εν όψει των τουρκικών εκλογών του 2023, τροφοδοτώντας το εθνικιστικό αίσθημα και διεξάγοντας αχρείαστους πολέμους».
Πριν από λίγες ημέρες κόσμος βγήκε στους δρόμους σε τουρκικές πόλεις – αν και όχι σε μεγάλους αριθμούς – για να διαμαρτυρηθεί για την οικονομική ανέχεια. Οι δημοσκοπήσεις καταγράφουν την πτώση της δημοτικότητας Ερντογάν και ΑΚΡ (στην τελευταία έρευνα της εταιρείας MetroPOLL το ποσοστό όσων δηλώνουν ικανοποιημένοι από την κυβέρνηση βρίσκεται στο 39,3%), οι δυνάμεις της αντιπολίτευσης εμφανίζονται να δρουν συντονισμένα (ο Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου ζητεί πρόωρες εκλογές, η Μεράλ Ακσενέρ κατηγορεί τον Ερντογάν ακόμη και για «προδοσία»), αλλά ποιος μπορεί να ξεγράψει τον τούρκο πρόεδρο; Είναι βέβαια σαφές, όπως αναφέρει στο «Βήμα» ο Μπουράκ Μπιλγκεχάν Οζπέκ, πολιτικός επιστήμονας στο Πανεπιστήμιο ΤΟΒΒ της Αγκυρας, ότι «οι πολίτες της μεσαίας τάξης, μορφωμένοι, κοσμικοί και κάτοικοι των αστικών κέντρων, είναι οι χαμένοι των κυβερνήσεων του ΑΚΡ». Για τον ίδιο, η θέσπιση του προεδρικού συστήματος ήταν καταστροφική. «Ο Ερντογάν άρχισε να διαχειρίζεται την οικονομία με βάση την προσωπική του… σοφία και όχι με τους τεχνοκράτες. Αυτό το προσωποκεντρικό στυλ εξουσίας αποδυνάμωσε τους κρατικούς οικονομικούς θεσμούς και αποθάρρυνε τους ξένους επενδυτές» σημειώνει.
Σύμφωνα με τους Κεμάλ Κιριστσί του Ινστιτούτου Brookings και Μπερκ Εσέν του Πανεπιστημίου Σαμπαντζί, η αντιπολίτευση έχει συσπειρωθεί γύρω από την αναγκαιότητα επιστροφής στο κοινοβουλευτικό σύστημα, η δυνατότητα του Ερντογάν να τη φιμώσει μοιάζει πιο περιορισμένη, ενώ και στο εσωτερικό του ΑΚΡ εμφανίζονται ελαφρές ρωγμές. Ωστόσο, η αντιπολίτευση πρέπει να καταφέρει να συμφωνήσει σε έναν κοινό υποψήφιο, να πείσει τους Κούρδους να συμπαραταχθούν, αλλά και να προσελκύσει τους αναποφάσιστους. Την ίδια στιγμή, όπως επισημαίνει ο Μπουράκ Καντερτσάν, αναπληρωτής καθηγητής Στρατηγικής στο Ναυτικό Κολέγιο των ΗΠΑ, στη γνωστή ιστοσελίδα War on the Rocks, οι τουρκικοί θεσμοί έχουν αποσαρθρωθεί, η διαφθορά είναι διάχυτη, αλλά θα ήταν λάθος για την αντιπολίτευση να υποτιμήσει το ένστικτο επιβίωσης του Ερντογάν.
Γιατί ανησυχεί η Αθήνα
Θα μπορούσε η αναταραχή ή και μια κατάρρευση της τουρκικής οικονομίας να επαναφέρουν τις ελληνοτουρκικές σχέσεις στο επίπεδο κρίσης που ζήσαμε το καλοκαίρι του 2020; Διπλωματικοί και στρατιωτικοί επιτελείς στην Αθήνα προσπαθούν με ψυχραιμία να αποκρυπτογραφήσουν προς ποια κατεύθυνση θα κινούνταν οι σχέσεις με την Αγκυρα σε αυτό το ενδεχόμενο, σημειώνοντας προς «Το Βήμα» ότι δεν είναι απίθανο να εξαχθεί μια εσωτερική κρίση στην Ελλάδα. «Δεν είναι όμως σαφές τι μορφή θα μπορούσε να λάβει αυτή η όξυνση» σημείωναν οι ίδιες πηγές.
Οσο και αν η Ελλάδα δεν βρίσκεται στην πρώτη γραμμή των προτεραιοτήτων της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής, η επιθετικότητα που εκφράζεται εσχάτως κυρίως μέσα από τις δηλώσεις του υπουργού Αμυνας Χουλουσί Ακάρ συνεχίζεται αμείωτη. Την περασμένη Πέμπτη, δε, η ανακοίνωση που εξέδωσε το Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας της Τουρκίας μετά το πέρας της συνεδρίασής του δεν αφήνει περιθώρια εφησυχασμού. «Η επιμονή της Ελλάδας να μην εκπληρώνει τις απαιτήσεις των σχέσεων καλής γειτονίας με επιθετική ρητορική και ενέργειες και η συνέχιση της στάσης της να παραβιάζει τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τις διεθνείς συμφωνίες θα επηρεάσουν αρνητικά τη σταθερότητα και την ειρήνη στην περιοχή μας» σημειώνεται χαρακτηριστικά.
Ωστόσο, δεν υπάρχουν αφελείς στην Αθήνα που να θεωρούν ότι η Αγκυρα θα μεταβάλει δραματικά τη στάση της ακόμη και σε περίπτωση εξόδου του Ερντογάν από την εξουσία. Οπως τονίζουν έμπειροι παρατηρητές, μετά τη χρονιά-ορόσημο του 2020, η βεντάλια στα ελληνοτουρκικά έχει ανοίξει τόσο πολύ που δύσκολα μπορεί να υπάρξει μεγάλη αναπροσαρμογή στις τουρκικές διεκδικήσεις.