Ο Γιάννης Καλπούζος στόχευε να κυκλοφορήσει το νέο του βιβλίο Ραγιάς – Μέρες και νύχτες 1821 εντός του 2022, όμως η πανδημία και η απομόνωση τον βοήθησαν να το ολοκληρώσει νωρίτερα. «Μελετώ το Εικοσιένα για πολλές δεκαετίες. Είχα ασχοληθεί και το 2011 στο μυθιστόρημά μου «Αγιοι και δαίμονες». Οι επέτειοι σαφέστατα ανατροφοδοτούν τη μνήμη, αλλά για μένα οφείλει ο σημερινός Ελληνας να βαπτίζεται τακτικότερα στην κολυμπήθρα του Εικοσιένα» δήλωσε προς «Το Βήμα» ο δημοφιλής αρτινός συγγραφέας. «Στον «Ραγιά» θέλησα να δω την Ιστορία χωρίς εξιδανικεύσεις και ωραιοποιήσεις και να λειτουργήσει το βιβλίο ως συνδετικός κρίκος της ψυχής και του λογισμού των ανθρώπων εκείνων των καιρών με τους σημερινούς. Να προσεγγίσω την εποχή και τα γεγονότα με αίσθηση δικαιοσύνης, πάνω από θρησκείες, φυλές και κοινωνικές τάξεις, να αγγίξω θέματα διαχρονικά, όπως το στίγμα του βιασμού, και, έτσι, να γίνει ένα λογοτεχνικό πεδίο στοχασμού και αναψηλάφησης των προτεραιοτήτων μας. Γιατί υπάρχει στο βιβλίο και μια πρόταση ως προς το νόημα της ατομικής και συλλογικής ζωής. Και όλα μέσα από μια σαγηνευτική μυθοπλασία, πιστεύω, και με ζητούμενο την αναγνωστική ευφορία».
Γιατί προέκρινε τη συγκεκριμένη λέξη στον τίτλο; «Ο ραγιάς, ήτοι ο υπόδουλος, σηματοδοτεί τη σκλαβιά, τον εξευτελισμό. Ανθρώπους που δεν τους ανήκε τίποτα, δεν έλεγχαν στοιχειωδώς τη ζωή τους και αδυνατούσαν να προστατέψουν τα αγαπημένα τους πρόσωπα. Τους καταδυνάστευε ο φόβος. Με τη λαχτάρα να ζήσουν ανθρωπινά και να πάψουν να είναι ραγιάδες ξεσηκώθηκαν τότε οι Ελληνες. Ομως ο ραγιαδισμός συνεχίζει, κάτω από διαφορετικές συνθήκες, να υφίσταται φανερά ή με σκιώδη τρόπο και πρέπει να το κατανοήσει ο καθένας και να πασχίσει να τον αποτινάξει. Κοντολογίς, επέλεξα τον τίτλο ως σταυρό μαρτυρίου και ως αφετηρία για την ανάσταση, την ελευθερία».
Η έρευνα και η εποχή
Είναι εγνωσμένος (και πολυδιαβασμένος) ο τρόπος με τον οποίο ο 61χρονος πεζογράφος ανασυστήνει κάθε τόσο το παρελθόν. Μήπως όμως η Ελληνική Επανάσταση, ως μυθιστορηματικός καμβάς που απλώνεται από το 1816 μέχρι το 1829, σε Πάτρα, Τριπολιτσά, Ναύπλιο και Μεσολόγγι, απαίτησε περισσότερα από τον ίδιο; «Το βάρος της ευθύνης ήταν τεράστιο. Η προσήλωση συνδυαζόταν με τους κινδύνους που καιροφυλακτούσαν σε κάθε βήμα. Από τις αμφισβητούμενες ημερομηνίες και τις αμφίσημες ερμηνείες πάρα πολλών γεγονότων, μέχρι τον κίνδυνο να προβάλω το σήμερα στο χθες με ήρωες που αντιλαμβάνονται τον κόσμο με τα δικά μας δεδομένα. Η έρευνα ήταν εξαντλητική. Μελέτησα όλα τα απομνημονεύματα, Ελλήνων και ξένων, όλα τα αρχεία της Εθνικής Παλιγγενεσίας, πλήθος επιστολών, εφημερίδων και δεκάδες βιβλία, μελέτες, πίνακες, γκραβούρες, τραγούδια και τόσα άλλα απ’ όπου άντλησα στοιχεία για την καθημερινή ζωή και τις εν γένει συνθήκες. Η λεπτομέρεια έχει την αξία της. Αντιλαμβάνεται έτσι ο αναγνώστης όλες τις δυσκολίες της τότε ζωής και του Αγώνα. Αλλο είναι, για παράδειγμα, ν’ ανάβεις το κερί με τον αναπτήρα κι άλλο να ανάβεις πρώτα φωτιά με τον πριόβολο, που παράγει σπίθες και καύτρα, και μετά το κερί. Μεγάλο στοίχημα ήταν και η γλώσσα. Χρησιμοποίησα, ας μου επιτραπεί η έκφραση, λογοτεχνική ντοπιολαλιά, με αυστηρά επιλεγμένα μπολιάσματα λέξεων και φράσεων από τη ρωμαίικη γλώσσα. Να την κατανοεί ο αναγνώστης και να τον πείθει ότι έτσι μιλούσαν τότε, ενώ συγχρόνως να προσδίδει στην ατμόσφαιρα της εποχής».
Ο βασικός του πρωταγωνιστής, τις περιπέτειες του οποίου παρακολουθούμε, είναι ο Αγγελής και συνιστά το όχημα για να αναπλαστεί εκείνη η εποχή, καταπώς λέμε, από τα κάτω. «Απέφυγα τις προβεβλημένες μάχες για να φανεί το εύρος της Επανάστασης μέσα από τις λιγότερο ή καθόλου γνωστές στους πολλούς. Ο Αγγελής βιώνει στο πετσί του τη σκλαβιά, τη φτώχεια, τις κακουχίες, το μίσος, αλλά και κολυμπά στο αίμα του ξεσηκωμού. Με την ανθρώπινη και μη εξωραϊσμένη υπόστασή του. Με τα κουσούρια, τα λάθη και τα διλήμματά του, αλλά και με την αντρειοσύνη που κτίζεται προοδευτικά. Ετσι, είναι σε θέση και δικαιούται να κρίνει και να μιλήσει για τις αδυναμίες και τις ευθύνες άλλων, σημαντικών προσώπων της Επανάστασης. Πέραν αυτών εκπροσωπεί τους απλούς αγωνιστές, ο ρόλος των οποίων έμεινε στην αφάνεια. Εκείνοι σήκωσαν το μεγάλο βάρος του Αγώνα, και το βιβλίο προσπαθεί να τον αναδείξει».
Εν συνεχεία ρωτήσαμε τον Γιάννη Καλπούζο αν αποτελεί το εγχείρημα αυτό (παρότι μυθιστόρημα) μια αξιόπιστη απεικόνιση της περιόδου. «Αποδίδει τα δίκαια προς πολλούς και αναπλάθει με όσο το δυνατόν μεγαλύτερη ακρίβεια την εποχή. Οι αναγνώστες θα σχηματίσουν ολοκληρωμένη εικόνα για τα προεπαναστατικά χρόνια και για τα συμβάντα καθ’ όλη τη διάρκεια της Επανάστασης στο κέντρο της, δηλαδή στον Μοριά και εν μέρει στη Ρούμελη. Η ματιά τού Αγγελή επικεντρώνεται στον απλό αγωνιστή, όμως έχει και τους μέντορές του, τρεις γέροντες, που τον γαλουχούν και η σκέψη του αποστάζει την ουσία του Εικοσιένα».
Το παρελθόν και η μνήμη
Κάθε ιστορικό μυθιστόρημα εκκινεί από ερωτήματα του παρόντος. Και κάθε τέτοιο βιβλίο διαπνέεται, εμμέσως έστω, από μια «ιδεολογική» τοποθέτηση. «Ο «Ραγιάς» καταρρίπτει το στερεότυπο του «καλού» Έλληνα και του «κακού» Τούρκου σε μια από τις πιο δύσκολες στιγμές της Ιστορίας μας. Εκεί όπου βασίζεται ο ακραίος εθνικισμός, ο οποίος εστιάζει στη φυλετική ομοιογένεια και στο μίσος για τις πατρίδες όσων θεωρεί εχθρούς. Από την άλλη, μιλά για την αρετή του πατριωτισμού, κόντρα στους εθνομηδενιστές, πατώντας σε στέρεο έδαφος, με ρεαλισμό. Από τους μεν και τους δε διαλέγω τους ανθρώπους, αλλά και τους υγιείς πατριώτες που αγαπούν και προσφέρουν στην πατρίδα τους».
Κατά τα λοιπά, ως προς τη δημόσια μνήμη της ίδιας της επετείου, σχολίασε: «Τα μυθεύματα και οι στρεβλώσεις κυριάρχησαν, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων. Οι αναγνωρισμένοι ήρωες εξιδανικεύτηκαν ακόμη περισσότερο, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν έδωσαν πολλά στον Αγώνα. Ομως ο μεγάλος ήρωας, οι απλοί αγωνιστές, έμειναν και πάλι στην αφάνεια. Μακράν της πραγματικότητας ήταν και οι τυποποιημένες αναπαραστάσεις της εποχής, με απαστράπτουσες φουστανέλες και αναπαραγωγή παγιωμένων αντιλήψεων. Κατά την άποψή μου το Εικοσιένα δεν αποτιμήθηκε ούτε τιμήθηκε όπως του έπρεπε στις επετειακές εκδηλώσεις». Πλην όμως, κατέληξε ο Γιάννης Καλπούζος, «αφού εκείνοι, με τόσα κουσούρια, τόσες αντιξοότητες και σε μια χαώδη κατάσταση, πέτυχαν το ακατόρθωτο, μπορούμε κι εμείς σήμερα να παλέψουμε για το μέγα μήνυμα της Επανάστασης: Ραγιάς σε κανέναν και σε τίποτα!».
Γιάννης Καλπούζος
Ραγιάς – Μέρες και νύχτες 1821
Εκδόσεις Ψυχογιός, 2021, σελ. 544,
τιμή 18,80 ευρώ