Ο πληθωρισμός στις ΗΠΑ δεν πρόκειται να παραμείνει, διαβεβαίωνε τις προάλλες ο πρόεδρος της Κεντρικής Τράπεζας των ΗΠΑ, Ζερόμ Πάουελ, λίγο πριν ο πρόεδρος Μπάιντεν εγκρίνει την παράταση της θητείας του. Ο Πάουελ αναφέρθηκε πιο ειδικά στον αντίκτυπο που έχουν οι αυξημένες τιμές στους καταναλωτές.
«Γνωρίζουμε ότι τα αυξημένα ποσοστά πληθωρισμού επιβαρύνουν οικογένειες και ιδίως εκείνους που είναι λιγότερο σε θέση να ανταπεξέλθουν στο υψηλότερο κόστος βασικών ειδών, όπως τρόφιμα, κατοικία και μεταφορές». Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο οι χρηματοπιστωτικές αγορές αναμένουν αύξηση των επιτοκίων για του χρόνου. Στην Ευρώπη πάντως οι αγορές αυτές αντέδρασαν με ξεκάθαρο τρόπο και υποχώρησαν.
«Ανεπιθύμητες» εξελίξεις
Επί του παρόντος τα επιτόκια στις ΗΠΑ κυμαίνονται ανάμεσα στο 0 και 0,25%. Οι τιμές καταναλωτή αυξήθηκαν τον Οκτώβριο στο 6,2%. Αλλά και στη ζώνη του ευρώ ο πληθωρισμός συνεχίζει να ανεβαίνει στο 4,1%, στη Γερμανία μάλιστα στο 4,5%. Η Deutsche Bank υπολογίζει σύμφωνα με την τελευταία μηνιαία έκθεσή της ότι από αυτήν τη Δευτέρα θα φτάσει σχεδόν το 6% τον Νοέμβριο. Πριν από λίγες ημέρες η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας Κριστίν Λαγκάρντ διαβεβαίωνε ότι ο πληθωρισμός είναι «ανεπιθύμητος και επώδυνος». Αλλά παράλληλα αναφέρθηκε και σε ιδιαίτερες περιπτώσεις, που οδήγησαν τις τιμές προς τα πάνω, κυρίως την προσωρινή μείωση του ΦΠΑ στη Γερμανία το δεύτερο εξάμηνο του 2020, τις καθυστερήσεις στο χρόνο παράδοσης και την απότομη άνοδο των τιμών ενέργειας το τρέχον έτος. Για αυτό διατήρησε την άποψη ότι η νομισματική πολιτική θα πρέπει να κρατήσει «υπομονετική και επίμονη στάση». Εδώ και μερικές ημέρες όμως καταγράφονται πιο κριτικές παρατήσεις για την εξέλιξη του πληθωρισμού.
Μάλιστα η Ίζαμπελ Σνάμπελ, μέλος της Εκτελεστικής Επιτροπής της ΕΚΤ, είπε στο Bloomberg ότι «είναι εύλογο να υποθέσουμε ότι ο πληθωρισμός θα πέσει μεσοπρόθεσμα κάτω από τον στόχο του 2%, ωστόσο η αβεβαιότητα σχετικά με το ρυθμό και την κλίμακα της μείωσης έχει αυξηθεί, κι αυτήν την αυξημένη αβεβαιότητα θα πρέπει να λάβει στα σοβαρά η ΕΚΤ». Ο Κάρστεν Μπρτζέσκι, επικεφαλής οικονομολόγος της ING Γερμανίας, υπογραμμίζει ότι από το 2014 η ΕΚΤ έχει σταματήσει να κάνει μια τέτοια εκτίμηση κινδύνου. Ωστόσο, είναι της άποψης ότι δεν πρόκειται ακόμη να αυξήσει τα επιτόκια τον επόμενο χρόνο.
«Φαύλος κύκλος μισθών και τιμών»
Στην ίδια εκτίμηση καταλήγει και η Γκέντρουντ Τράουντ. «Πριν από το 2023 δεν πρόκειται να συμβεί» προέβλεψε η επικεφαλής οικονομολόγος της Helaba, της τοπικής τράπεζας Hessen-Thüringen. Διότι, εάν πράγματι ο πληθωρισμός αποκτήσει διαρκή χαρακτήρα, θα φανεί μόνο του χρόνου, όπως έχει αναφέρει επανειλημμένα η ΕΚΤ τους περασμένους μήνες. Ωστόσο ήδη παρατηρεί πολλές αυξήσεις τιμών από εταιρείες. Εάν τάση ενταθεί, οι πληθωριστικές εξελίξεις θα παγιωθούν, κάτι όμως που η ΕΚΤ είχε χαρακτηρίσει μέχρι τώρα ως «προσωρινό φαινόμενο». Ανεξάρτητα από τις καθυστερήσεις του χρόνου παράδοσης προϊόντων, υπάρχουν ακόμη ελλείψεις ειδικευμένου εργατικού δυναμικού στη Γερμανία λόγω πανδημίας, που θα αυξηθούν και θα ενταθούν τα επόμενα χρόνια, σύμφωνα με την οικονομολόγο της Haleba.«Ένας φαύλος κύκλος μισθών και τιμών που θα οδηγούσε ίσως διαρκώς σε υψηλό πληθωρισμό».Το πώς ακριβώς θα τοποθετηθεί η ΕΚΤ, θα γίνει αντικείμενο συζήτησης στις 16 Δεκεμβρίου στην επόμενη συνεδρίαση του συμβουλίου. Ενδέχεται μάλιστα οι προβλέψεις των οικονομολόγων της γύρω από τις εξελίξεις στον πληθωρισμό να προσαρμοστούν προς τα πάνω.
Αυτό τουλάχιστον αναμένει το μέλος της Εκτελεστικής Επιτροπής Σνάμπελ. Εάν η ΕΚΤ προβεί παράλληλα σε σταδιακή κατάργηση του έκτακτου προγράμματος αγοράς ομολόγων PEPP, που φτάνει στο τέλος του τον Μάρτιο του 2022, παραμένει άγνωστο λόγω των κινδύνων από το τέταρτο κύμα πανδημίας. Κάποιοι από το διοικητικό συμβούλιο της ΕΚΤ, που υποστηρίζουν χαλαρή νομισματική πολιτική, θα μπορούσαν λόγω πιθανών περιορισμών στην οικονομία να ταχθούν κατά της λήξης, επειδή προσφέρει ακριβώς μεγαλύτερη ευελιξία. Η ΕΚΤ έχει καταστήσει σαφές ότι θα σταματήσει καταρχήν τις καθαρές αγορές τίτλων, πριν προχωρήσει σε αύξηση των επιτοκίων. Αλλά η συζήτηση για «εξορθολογισμό» της νομισματικής πολιτικής έχει ξεκινήσει. Αυτό πιστεύει ο επικεφαλής οικονομολόγος της ING Μπρτζέσκι, ακόμη κι αν θα γίνει το παν για να μην χρησιμοποιηθεί αυτή η λέξη, αλλά η λέξη «επανεξισορρόπηση». Διαφορετικά οι χρηματοπιστωτικές αγορές θα μπορούσαν να αντιδράσουν πολύ έντονα.
Μπριγκίτε Σόλτες
Επιμέλεια: Ειρήνη Αναστασοπούλου