Βαθμολογία
5: εξαιρετική, 4: πολύ καλή, 3: καλή, 2: ενδιαφέρουσα, 1: μέτρια, 0! Απαράδεκτη
————————————————-
«Ο Οίκος Gucci» (ΗΠΑ/ Καναδάς, 2021) του Ρίντλεϊ Σκοτ
«Luger» (Ελλάδα, 2021) του Κώστα Χαραλάμπους
Γίνεται να συγκρίνεις έναν από τους μεγαλύτερους εν ζωή σκηνοθέτες του πλανήτη, τον Βρετανό Ρίντλεϊ Σκοτ (των επιτυχιών «Blade Runner». «Μονομάχος» κ.ο.κ.) με έναν άγνωστο Ελληνα σκηνοθέτη, τον Κώστα Χαραλάμπους, στο ενεργητικό του oποίου βρίσκονται μόλις δύο ταινίες; Και πως επιλέγεις την ταινία του δεύτερου;
Πέρα από το ότι ο Δαυίδ ήταν που νίκησε τον Γολιάθ, θεωρώ ότι οι ταινίες των παραπάνω, ο «Οίκος Gucci» (House of Gucci, ΗΠΑ/ Ιταλία, 2021) του Σκοτ και το «Λούγκερ» (Ελλάδα, 2021) του Χαραλάμπους είναι συγκρίσιμες με ένα κοινό στοιχείο στο περιεχόμενο: την ματαιοδοξία που κρύβουν στα σπλάχνα τους ο πλούτος και η εξουσία, ιδίως στα μεγάλα τζάκια αυτού του κόσμου. Δύο πανίσχυρες, πάμπλουτες οικογενειες λοιπόν, στην μια πλευρά η οικογένεια Γκούτσι που οδηγήθηκε στην παρακμή εξαιτίας των αδυναμιών των μελών της και στην άλλη η οικογένεια Αγγελιδάκη που επίσης παρήκμασε, κι αυτή εξαιτίας της υπέρτατης ματαιοδοξίας των μελών της.
Πιστεύω ειλικρινά ότι ο Χαραλάμπους χειρίζεται καλύτερα το θέμα του. Κατ’ αρχάς η ιστορία είναι πιο στιβαρή και πιο ενδιαφέρουσα: μέσα στο νοσοκομείο ένα μέλος της οικογένειας (Γιώργος Τσουρής) εξιστορεί το χρονικό των Αγγελιδάκη σε έναν λαϊκό τύπο (Ερρίκος Λίτσης – πάντα μια εγγύηση). : Αφετηρία η περίοδος της μεταπολεμικής Ελλάδας, ενώ η χώρα προσπαθούσε να αναρρώσει από το πλήγμα της γερμανικής κατοχής και του εμφυλίου.
Ηταν η εποχή των χρυσών ευκαιριών ακόμα και για εκείνους που ενώ δεν είχαν τις γνώσεις ή την εμπειρία, είχαν τα κότσια και την όρεξη να ρισκάρουν για το όραμά τους. Οπότε έχουμε τον βασικό ήρωα της ταινίας (Τάσος Νούσιας) ο οποίος άδραξε την ευκαιρία και μετέτρεψε τον εαυτό του από απλό χωριάτη της Κρήτης σε μέγα και τρανό επιχειρηματία του κόσμου. Από εκεί και πέρα βέβαια, έπεσε ο ίδιος στην παγίδα της δόξας την ώρα που οι διάδοχοί του που δεν είχαν το δικό του όραμα, την δική του πίστη, την δική του πυγμή, στην ουσία έβαλαν σε λειτουργία μια ωρολογιακή βόμβα και διέλυσαν τα πάντα. Ολο αυτό το χρονικό περνά στρωτά και με σχετική οικονομία στην ταινία που όταν τελειώνει σου αφήνει την αίσθηση ότι είδες αν όχι κάτι το αξέχαστο, πάντως ολοκληρωμένο και ευπρόσωπο.
Από το πουθενά ξεκίνησε και ο Γκούτσιο Γκούτσι, ιδρυτής της αυτοκρατορίας Γκούτσι, στον οποίο η ιδέα για τις πιο διάσημες τσάντες και βαλίτσες του κόσμου ήρθε ενώ κουβαλούσε τις βαλίτσες πλουσίων ως αχθοφόρος ξενοδοχείων! Μόνο που στον «Οίκο Γκούτσι» αυτό δεν το βλέπουμε ποτέ, παρά μόνο το ακούμε. Γιατί εδώ, κέντρο βάρους της ιστορίας είναι μια «παρείσακτος», ένα ξένο σώμα στην οικογένεια Γκούτσι, η Πατρίτσια Ρετζιάνι (κουραστική μόνο και ως όψη η Lady Gaga – άσε δε που όποτε ανοίγει το στόμα της κλείνεις τ’ αυτιά σου). Κόρη επιχειρηματία με φορτηγά, η Ρετζιάνι κατάφερε (φαντάζεστε πως) να κερδίσει την καρδιά του Μαουρίτσιο Γκούτσι (Ανταμ Ντράιβερ), να μπει στην οικογένεια και να τα κάνει όλα λαμπόγυαλο προτού ο Μαουρίτσιο την διώξει με τις κλωτσιές – «υπογράφοντας» έτσι συμβόλαιο για τον θάνατό του.
Στην ουσία ο Σκοτ έστησε μια σαπουνόπερα πολυτελείας, όπου βλέπουμε μια στρατιά καρικατουρων να αλληλοτρώγονται στήνοντας ο ένας παγίδες στον άλλο φορώντας πανάκριβα κοστούμια και μιλώντας με κακόηχα «σπαστά» αγγλικά. Ο Τζάρεντ Λέτο είναι αφόρητος στον ρόλο του «βλαμμένου» Πάολο Γκούτσι, γιού του θείου του Μαουρίτσιο, του Αλντο Γκούτσι (Αλ Πατσίνο). Ευτυχώς που υπάρχουν παλιές ιταλικές (και όχι μόνο) επιτυχίες στο σάουντρακ, ευτυχώς που η αναπαράσταση της εποχής (1970 – 1990) είναι έκτακτα σκηνογραφημένη και φωτογραφημένη.
Γιατί τελικά το περίβλημα είναι το μόνο που αξίζει σε αυτή την κινηματογραφική «Δυναστεία», μια ταινία γραφική, γκροτέσκα και με άδεια ψυχή, όπως άδειες είναι και οι ψυχές των Γκούτσι από τους οποίους ο μόνος που ξεχωρίζει είναι ο Τζέρεμι Αϊρονς στον ρόλο του σνομπ Ροντόλφο Γκούτσι (γιού του Γκούτσιο, αδελφού του Αλντο και πατέρα του Μαουρίτσιο – ουφ!) ο οποίος δυστυχώς, πεθαίνει νωρίς (στην ταινία).
Βαθμολογία
Οίκος Gucci: 1
Λούγκερ: 2
———————————————————–
Ελληνικό σινεμά
Η εβδομάδα προσφέρει αρκετές ελληνικές ταινίες όμως όπως οι αρχαίοι ημών πρόγονοι είχαν πρώτοι σοφά επισημάνει, ουκ εκ τω πολλώ το ευ. Η «Πράσινη Θάλασσα» της Αγγελικής Αντωνίου είναι εκείνη που ξεχωρίζει –είναι μακράν και η καλύτερη ταινία της σκηνοθέτιδας, πράγμα που ίσως οφείλεται στο ότι αυτή την φορά, η Αντωνίου είχε την ιστορία έτοιμη στο μυθιστόρημα της Ευγενίας Φακίνου με τον ίδιο τίτλο. Η Αγγελική Παπούλια, όπως πάντα με ύφος ζόμπι, θα βρεθεί χωρίς μνήμη στο άθλιο κουτούκι του παράξενου κυρίου Ρούλα (Γιάννης Τσορτέκης) και με βάση την κουζίνα του θα αρχίσει να κτίζει ξανά την ζωή της. Άνθρωποι μόνοι, άνθρωποι μοναχικοί αναζητούν υποσυνείδητα ή μη κάποιο αποκούμπι με την ελπίδα να κάνουν ένα βήμα παραπέρα, έστω προς το άγνωστο. Θέλουν να κινηθούν. Συγκινητικό και (με ένα υπόγειο τρόπο) σκληρό, αυτό το δράμα εντάσσεται πλήρως στην καταθλιπτική ατμόσφαιρα της εποχής μας, κάτι που ενώ είναι υπέρ του καλλιτεχνικά, θα του προκαλέσει δυσκολίες εμπορικά γιατί ο κόσμος δεν αντέχει άλλη μαυρίλα σήμερα και εδώ παρά την ελπίδα που φωτίζει το φινάλε, όλα είναι μαύρα. Δώστε σημασία στον χώρο γυρισμάτων, κάπου στον Ασπρόπυργο. Σε ότι αφορά το κλίμα της ταινίας είναι τόσο επιτυχημένος που σχεδόν μοιάζει με ρόλο.
Βαθμολογία: 3
>Το Σάββατο στον Δαναό (μία παράσταση) και την Κυριακή στην Ταινιοθήκη της Ελλάδας (μια παράσταση) προβάλλεται το ντοκιμαντέρ «Τα όριά μας» του Δημήτρη Γιατζουζάκη, μια βουτιά στον ψυχισμό ενός αθλητή με αναπηρία, του Γιάννη Χατζήμπεη. Με «δραματουργικό» παρόν τις ημέρες μας όπου βλέπουμε τον Χατζήμπεη να συνοδεύει τα δύο παιδιά του στους πρώτους αγώνες τους στο παιδικό τρίαθλο, ο Γιατζουζάκης «κτίζει» μεθοδικά και με υπομονή την ιστορία αυτού του ανθρώπου και με την βοήθεια του οπτικοακουστικού υλικού από το αρχείο του Χατζήμπεη δημιουργεί ένα ντοκιμαντέρ που αναδίδει χιούμορ, αλήθεια, ελπίδα και κυρίως θαυμασμό απέναντι σε έναν άνθρωπο που χωρίς ποτέ να το επιδιώξει, έγινε ήρωας.
Βαθμολογία: 2
>Κατά τα άλλα επικρατεί σεναριακό, ερμηνευτικό, ασφαλώς σκηνοθετικό και γενικά καλλιτεχνικό χάος. Η πιο δήθεν λέγεται «Μικρά όμορφα άλογα» (2020) και είναι η δεύτερη μεγάλου μήκους μυθοπλασία του Μιχάλη Κωνσταντάτου. Ξεκινάμε με το αυτονόητα. Απαξ και ακούς τίτλο ελληνικής ταινίας «Μικρά όμορφα άλογα», για το μόνο που μπορείς να είσαι βέβαιος είναι ότι δεν θα υπάρχουν άλογα. Ούτε μικρά, ούτε μεγάλα, ούτε όμορφα, ούτε άσχημα. Υπάρχουν όμως δύο σκυλιά και μάλιστα πολύ άγρια. Και υπάρχει και μια τριμελής οικογένεια (ανθρώπων) που μετακομίζει σε ένα σπίτι πολυτελείας στην εξοχή. Στο δεκάλεπτο αρχίζεις ν’ αναρωτιέσαι αμ’ τι το θελαν και πήγαν, αφού είναι προφανές ότι όλοι τους ταλαιπωρούνται εκεί πέρα. Και ο ξανθός γιάπης μπαμπάς (Δημήτρης Λάλος) και η ξανθιά αργόσχολη μαμά (Γιώτα Αργυροπούλου) και ο ξανθός ενοχλητικός μικρός (Αλέξανδρος Καραμούζης). Τι θα κάνουν γι’ αυτό; Μμμμ… Τίποτα μήπως; Εκτός αν σημαίνει κάτι το ότι θ’ αρχίσουν να τρώγονται με τα ρούχα τους που για μένα σημαίνει άσε τον χρόνο να κυλήσει και βλέπουμε. Και τι βλέπουμε; Τίποτα μήπως; Και τι ακριβώς γυρεύει ανάμεσά τους η γειτόνισσα με τα δύο άγρια σκυλιά; Μμμμ… Για να δικαιολογηθεί η συμμετοχή της Κατερίνας Διδασκάλου μήπως;
Βαθμολογία: 0
>Στην περίπτωση της ταινίας του Τάσου Γερακίνη «Ενας ήσυχος άνθρωπος» (2020) τα πράγματα κατά μία έννοια είναι ακόμα χειρότερα, διότι ενώ εδώ υπάρχει η ιστορία, ο σκηνοθέτης είναι εντελώς ανίκανος να την διαχειριστεί με αποτέλεσμα να καλύπτει τα κενά του με γραφικά πλάνα της Φθιώτιδας όπου το φιλμ γυρίστηκε. Ο Τάκης Σακελλαρίου υποδύεται τον ήρωα του τίτλου, έναν κακόμοιρο οινοποιό με ένα τόσο μεγάλο μούσι που τον κάνει να μοιάζει με μέλος των ZZ Top, ο οποίος μέσα στα τεράστια θέματα που έχει με την κόρη του (Κατερίνα Παπαναστασάτου), με τον πρώην συμπέθερό του (Γιώργος Σουξές) και με την τοπική κοινωνία που τον σαμποτάρει, θα βρεθεί όμηρος μέσα στο ίδιο του το σπίτι, από έναν κακοποιό (Χρήστος Στρέπκος) που θέλει να διαφύγει στο εξωτερικό. Αυτή η ταινία θα πρέπει να πάρει το Οσκαρ της πιο βαρετής, ανούσιας, εν τέλει ανόητης κινηματογραφικής ομηρίας στην Ιστορία του σινεμά. Τίποτα σε αυτήν την κατάσταση δεν πείθει και αυτή η κατάσταση είναι όλη η ….ταινία. Το ερωτικό σκέλος ανάμεσα στον κακοποιό και την κόρη του οινοποιού είναι οριακά αστείο, ο οινοποιός δεν κάνει τίποτ’ άλλο απ’ το να τρώει σφαλιάρες και ταπεινωση απ’ τον κακοποιό και ο χρόνος περνά με επαναλαμβανόμενες σκηνές που σε κάνουν να κοιτάς το ρολόι σου περιμένοντας την κλιμάκωση που δεν θα έρθει ποτέ.
Βαθμολογία: 0
>Το «Κλαδί στη φωτιά» των Κων/νου Μουρατίδη και Γενοβέφας Κτενίδου ειλικρινά με ξεπερνάει, αυτή ταινία δεν υπάρχει. Οσο και να προσπαθήσεις να καταστρέψεις το ίδιο σου το δημιούργημα, αυτό το μέγεθος της αυτοκαταστροφής είναι απερίγραπτο. Και εδώ κάποιοι μετακομίζουν στην επαρχία. Μια μάνα και μια κόρη σε ένα σπίτι που κληρονόμησαν. Κάποτε το σπίτι ανήκε στον Εδουάρδο Εμιγκρέ και εκεί κάτι είχε συμβεί που μόνο ο μπάτλερ του, ο Τιμόθεος Γεδεών γνωρίζει. Εδουάρδος Εμιγκρές; Τιμόθεος Γεδεών; Θέλετε να συνεχίσω; Η μόνη μου πραγματική απορία είναι πως χρειάστηκαν δύο και όχι ένας σκηνοθέτης για να καταστραφεί αυτή η ταινία.
Βαθμολογία: 0
Για το παιδί
Προβάλλεται τέλος και η θαυμάσια ταινία κινουμένων σχεδίων των Τζάρεντ Μπους, Μπάιρον Χάουραντ και Τσαρίς Κάστρο Σμιθ «Ενκάντο Ενας κόσμος μαγικός» (Encando), ένα έξυπνο άνοιγμα της Disney προς την λατινοαμερικανική κουλτούρα και την μαγεία της (φόντο η Κολομβία). Από τους δημιουργούς των Βαϊάνα» και «Ζωούπολη».
Bαθμολογία: 3