Η Κάπα Research ολοκλήρωσε το 5ο κύμα του Balkan Monitor, το οποίο συμπληρώνει τέσσερις δεκαετίες. Όπως αναφέρει ο κ. Αλέξης Ρουτζούνης, Διευθυντής Ερευνών της Κάπα Research, το πρώτο κύμα Balkan Monitor πραγματοποιήθηκε, το 1993, σε μια εποχή που έφερε το στίγμα των μεγάλων γεωπολιτικών μεταβολών της Γηραιάς Ηπείρου.
Δέκα χρόνια μετά, το 2003, το δεύτερο κύμα της έρευνας συνέπεσε με τη διεύρυνση της ΕΕ στις πρώην ανατολικές χώρες και την ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας. Κατά το τρίτο κύμα του 2014, η παγκόσμια οικονομική κρίση και η αστάθεια στην ευρύτερη περιοχή γειτνίασης της Νοτιοανατολικής Ευρώπης όριζαν το πλαίσιο διεξαγωγής της έρευνας.
Το 2019, κατά το τέταρτο κύμα, η Νοτιοανατολική Ευρώπη παρέμενε μια εύφλεκτη ζώνη όπου οι πληθυσμοί δοκιμάζονταν από τα «απόνερα» της οικονομικής κρίσης και διχάζονταν από το μεταναστευτικό ζήτημα.
Σήμερα, το οικονομικό πρόβλημα έρχεται σε δεύτερη μοίρα από την άμεση προτεραιότητα της πανδημίας αλλά στην ουσία του παραμένει φλέγον και αναζωπυρώνεται από την υγειονομική αβεβαιότητα. Η θέση των «μεγάλων δυνάμεων», των υπερεθνικών σχημάτων και των ηγετών στην περιοχή εξαρτάται όσο ποτέ άλλοτε από το οικονομικό αντίκρισμα.
Η οικονομική δυσπραγία το μεγάλο πρόβλημα των Βαλκανίων
Το μεγάλο πρόβλημα των Βαλκανικών χωρών είναι η οικονομική δυσπραγία σε συνθήκες Covid-19: «ανεργία», «φτώχεια», «ακρίβεια» είναι οι λέξεις που επιλέγουν οι ερωτώμενοι για να ορίσουν τα μεγάλα προβλήματα της χώρας τους, όψεις, ωστόσο, του ίδιου προβλήματος. Η «Παιδεία», η οποία αναφέρεται ως μείζον πρόβλημα στις έξι από τις εννέα χώρες της έρευνας, συμβολίζει την έλλειψη προοπτικής στα νοικοκυριά, την αδυναμία των γονέων να προσφέρουν διέξοδο και κοινωνική κινητικότητα στα παιδιά τους μέσω της μόρφωσης. Σε αυτό το ζοφερό οικονομικό κλίμα, ο κίνδυνος μόλυνσης από τον κορωνοϊό φοβίζει – κυρίως στην Αλβανία, το Κοσσυφοπέδιο, τη Βόρεια Μακεδονία και την Τουρκία – αλλά, ταυτόχρονα, αναδεικνύει και την πίστη των περισσοτέρων χωρών της περιοχής στην επιστήμη με τα μεγαλύτερα ποσοστά να καταγράφονται σε Ελλάδα και Κύπρο. Παρέκκλιση από τον κυρίαρχο φόβο και την πίστη στον ορθολογισμό της επιστήμης καταγράφουν οι δύο χώρες με τους μεγαλύτερους αριθμούς κρουσμάτων και θανάτων από την πανδημία, η Ρουμανία και η Βουλγαρία.
Πιο αισιόδοξοι οι Έλληνες και οι Κύπριοι
Πιο αισιόδοξοι για την οικονομική προοπτική της χώρας τους εμφανίζονται οι Έλληνες και οι Κύπριοι, οι δύο λαοί που βρέθηκαν αντιμέτωποι με την εφαρμοσμένη πολιτική λιτότητας κατά την προηγούμενη δεκαετία, και πιο απαισιόδοξοι, οι Τούρκοι, καθώς η αβεβαιότητα για τη μετά-Ερντογάν εποχή ολοένα και εντείνεται. Υπό αυτό το πρίσμα, θα πρέπει να νοηθεί και η μεγαλύτερη – σε σχέση με τις άλλες Βαλκανικές χώρες – ανασφάλεια της Τουρκίας ως προς τον κίνδυνο θερμού επεισοδίου. Καθώς οι λοιπές Βαλκανικές χώρες τίθενται υπέρ της επαναφοράς της δημοσιονομικής πειθαρχίας μετά την κρίση Covid-19 και της διατήρησης της οικονομικής σχολής Μέρκελ-Σόιμπλε στην Ευρώπη, Ελλάδα και Κύπρος διαφοροποιούνται σαφώς ζητώντας χαλάρωση της δημοσιονομικής πολιτικής έστω και με αύξηση ελλειμμάτων και χρέους, αλλά και αλλαγή της οικονομικής πολιτικής που θα επεξεργαστεί και θα εφαρμόσει η νεοσύστατη γερμανική κυβέρνηση.
Οι παραδοσιακές φιλίες και συμμαχίες παραμένουν
Οι παραδοσιακές φιλίες και συμμαχίες μεταξύ των χωρών της περιοχής δεν εμφανίζουν αξιοσημείωτες μεταβολές σε σχέση με τα παρελθόντα κύματα της έρευνας. Οι συγγένειες/συμμαχίες εξακολουθούν να ορίζονται από το θρησκευτικό στοιχείο (π.χ. Ελλάδα-Κύπρος-Σερβία ή Τουρκία-Αλβανία-Κόσοβο-Βόρεια Μακεδονία), την εθνοτική συγγένεια (π.χ. Βόρεια Μακεδονία-Σερβία) ή την απειλή (π.χ. Τουρκία-Κύπρος-Ελλάδα ή Βουλγαρία-Βόρεια Μακεδονία). Ωστόσο, το γενικότερο αίσθημα «φιλίας των λαών» – δηλαδή η διάμεσος φιλικών συναισθημάτων ανάμεσα στις χώρες των Βαλκανίων – κατέγραφε αρκετά σπουδαιότερα ποσοστά το 2003 και το 2014 συγκριτικά με το 2019 και το σήμερα, όσο, δηλαδή, ήταν ακόμη πολύ ζωντανό το ευρωπαϊκό όραμα στην περιοχή και πριν επικρατήσει ο αναγκαίος κυνισμός της φτώχειας.
Οι συμμαχίες με τις μεγάλες δυνάμεις
Η μεγαλύτερη μεταβολή που καταγράφει το 5ο κύμα της έρευνας αφορά στις συμμαχίες με τις μεγάλες δυνάμεις που ιστορικά έχουν παρουσία και σφαίρες επιρροής στη Βαλκανική. «Το αποτύπωμα που θα έχει η συμμαχία στην εθνική οικονομία (εμπόριο, επενδύσεις κ.λπ.)» είναι το καθολικό σχεδόν κριτήριο των διεθνών συμμαχιών (μόνη εξαίρεση η Κύπρος), «η διπλωματική ενίσχυση της χώρας», «οι κοινές πολιτισμικές αξίες και παραδόσεις» αποτελούν δευτερεύον ή/ και τριτεύον κριτήριο. Υπό αυτό το πρίσμα, η επίθεση φιλίας από τη Ρωσία και την Κίνα στα Βαλκάνια, μια πραγματικότητα που κατέγραψαν εντονότερα τα προηγούμενα ερευνητικά κύματα της δεκαετίας του 2010, έχει μείνει χωρίς ανταπόκριση, ενώ η επιρροή των δύο αυτών χωρών στην περιοχή καταγράφει σημαντική κάμψη. Ιδεώδης, αντίθετα, φαντάζει μια συμμαχία με τις ΗΠΑ ή τη Γερμανία, χώρες με σημαντική επιρροή σήμερα στη Νοτιοανατολική Ευρώπη. Πιο συγκεκριμένα, ο Τζο Μπάιντεν φαίνεται να αποκαθιστά το αμερικανικό κύρος στα Βαλκάνια, ενώ η Άνγκελα Μέρκελ καταγράφει θετικό απολογισμό θητείας ως Καγκελάριος σε όλες τις χώρες με εξαίρεση την Ελλάδα και την Κύπρο. Αντίστοιχα, «θαυμασμό» και «σεβασμό» εμπνέει η Γερμανία σε επτά Βαλκανικές χώρες, «δυσπιστία» στην Ελλάδα και την Κύπρο.
Το όραμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης
Βοηθούσης και της προβληματικής διαχείρισης της πανδημίας, η ΕΕ έχει πάψει να αποτελεί το αδιαμφισβήτητο όραμα της Βαλκανικής. Παρόλο που η δημοτικότητα της Ένωσης παραμένει υψηλή, αμφισβητείται η δεσπόζουσα θέση που κατείχε άλλοτε στις συνειδήσεις, καθώς την ώρα που νέες συμμαχίες συνάπτονται (AUKUS) στη δύση και η Ευρώπη φαίνεται να επιστρέφει στη Realpolitik («κάθε χώρα-μέλος της ΕΕ θα πρέπει να ορίζει αυτόνομα τις διεθνείς συμμαχίες της»).
H θέση της Ελλάδας στη Νοτιοανατολική Ευρώπη
Επιχειρώντας μια σύγκριση της θέσης που κατέχει η Ελλάδα στη Νοτιοανατολική Ευρώπη στη διάρκεια των τεσσάρων δεκαετιών του Balkan Monitor – και με εξαίρεση το πρώτο κύμα του 1993 που εστίαζε κυρίως στις ανατολικές χώρες με νωπή ακόμη την πτώση του διπολισμού – η πορεία της χώρας γνωρίζει μια εναλλαγή από την άνοδο στην πτώση και πάλι προς την άνοδο(;).
Πιο συγκεκριμένα, το 2003, η Ελλάδα ήταν μια χώρα πρότυπο στην περιοχή – μέλος της ευρωπαϊκής οικογένειας και σπουδαίων διεθνών συμμαχιών, με καλές οικονομικές προοπτικές, πολιτική σταθερότητα, κοινωνική και πολιτισμική ανάπτυξη – μια μικρή «περιφερειακή υπερδύναμη».
Το 2014, η εικόνα της χώρας εμφανίστηκε αντεστραμμένη. Η Ελλάδα μαστιζόταν από την οικονομική κρίση και είχε απωλέσει τη δεσπόζουσα θέση της στα Βαλκάνια. Στα μάτια των πολιτών της, η χώρα είχε σοβαρό έλλειμμα Δημοκρατίας, το κύρος των θεσμών της βρισκόταν σε ελεύθερη πτώση, η στρατιωτική της ισχύς είχε υποχωρήσει σημαντικά και οι διεθνείς συμμαχίες της είχαν αποδυναμωθεί.
Λίγο αργότερα, στην έρευνα του 2019, παρόλο που η χώρα αντιμετώπιζε ακόμη σοβαρά προβλήματα (π.χ. ανεργία), είχε αρχίσει να ανακτά τον χαμένο χρόνο και χώρο της στην περιοχή. Η εμπιστοσύνη των Ελλήνων στους θεσμούς και στο πολίτευμά τους είχε ενισχυθεί έστω και αθόρυβα, μια συγκρατημένη αισιοδοξία για τη βελτίωση ή τουλάχιστον τη σταθεροποίηση της οικονομικής κατάστασης της χώρας διαφαινόταν, την αισιοδοξία για ισχυροποίηση της Ελλάδας στο μέλλον συμμερίζονταν και οι γείτονες, οι οποίοι, άρχιζαν να ξαναβλέπουν στην Ελλάδα έναν παράγοντα σταθερότητας στη Νοτιοανατολική Ευρώπη.
Στην έρευνα του 2021, η Ελλάδα έχει ανακτήσει πλήρως την αυτοπεποίθησή της. Είναι η μόνη χώρα της περιοχής – μαζί με την Κύπρο – που διαφοροποιείται από τους γείτονές της ως προς το οικονομικό αδιέξοδο και την απογοήτευση που αυτό συνεπάγεται, και έχει ξεκαθαρίσει χωρίς αμφιταλαντεύσεις ότι ανήκει στη Δύση υποστηρίζοντας τους ευρω-ατλαντικούς θεσμούς που άλλοτε αντιμετώπιζε με δυσπιστία ή/και εχθρικότητα. Ως προς τη συγκυρία της πανδημίας, η πίστη των Ελλήνων στην ιατρική και την επιστήμη επιβεβαιώνει τη φήμη τους ως έθνος μόρφωσης. Καθώς, όμως, οι γειτονικές χώρες χαρίζουν τον θαυμασμό τους αλλού και καθώς αναζητούν συμμαχίες στους ισχυρούς του πλανήτη, η Ελλάδα φαίνεται να χάνει τη γοητεία που ασκούσε κάποτε λόγω αρχαίου κλέους, ως πρότυπο στη διαδικασία συγκρότησης των εθνών-κρατών της Βαλκανικής ή, πολύ αργότερα, ως παράδειγμα σύγκλισης με την υπόλοιπη Ευρώπη. Μένει να φανεί αν θα τα καταφέρει ως υπόδειγμα ανάκαμψης μετά από μια δεκαετή οικονομική κρίση.
Μπορείτε να δείτε το σύνολο της έρευνας της Κάπα Research εδώ.