Φαινομενικά αυτό που κάνει ο Ερντογάν είναι παράλογο. Σε μια χώρα που έχει υψηλό πληθωρισμό που πλησιάζει το 20% και όπου ούτως ή άλλως η ισοτιμία του εθνικού νομίσματος έχει κατρακυλήσει τα τελευταία χρόνια, αυτός επιλέγει μια πολιτική χαμηλών επιτοκίων παρότι η «κοινή λογική» θα έλεγε ότι μια αύξηση των επιτοκίων θα μπορούσε να συγκρατήσει την υποχώρηση της τιμής της τουρκικής λίρας και ως ένα βαθμό να τιθάσευε τον πληθωρισμό.
Όμως, ο Ερντογάν δείχνει να πιστεύει ότι κρατώντας τα επιτόκια χαμηλά και άρα διατηρώντας τον δανεισμό εντός Τουρκίας φτηνό θα μπορέσει να διατηρήσει υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης και άρα να μπορέσει να πάει στις εκλογές του 2023 (ιδίως εάν αποφασίσει να γίνουν νωρίτερα) με το «ατού» μιας καλής οικονομικής κατάστασης.
Και αυτό τον νοιάζει ιδιαίτερα σε μια περίοδο όπου οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι δεν είναι καθόλου δεδομένο ότι η συμμαχία του με τους εθνικιστές του MHP θα εξασφαλίσει την πλειοψηφία στις κάλπες.
Φυσικά, δεν χάνει την ευκαιρία να αξιοποιήσει την υποχώρηση της λίρας για να κατηγορήσει ουσιαστικά όσους επιβουλεύονται την Τουρκία και τα παιχνίδια που γίνονται στις αγορές, υποστηρίζοντας ταυτόχρονα ότι αυτός αγωνίζεται για την «οικονομική ανεξαρτησία» της Τουρκίας, κάτι που ταιριάζει με τη συνολική του ρητορική για το πώς η Τουρκία μπορεί να γίνει μια ισχυρή περιφερειακή δύναμη.
Βεβαίως, εύλογα θα αναρωτιόταν κανένας εάν όλα αυτά αποτελούν έναν παραλογισμό. Πιο σωστό θα ήταν να πούμε ότι ο Ερντογάν όπως κάνει συχνά παίρνει ένα μεγάλο ρίσκο, με τη λογική του τζογαδόρου.
Εάν όντως τα χαμηλά επιτόκια και ο φτηνός δανεισμός στο εσωτερικό τροφοδοτήσουν την ανάπτυξη αυτό θα αντιστάθμιζε εν μέρει την αύξηση του πληθωρισμού, ενώ μπορεί η φτηνή λίρα να αυξάνει σημαντικά το κόστος του κυρίως ιδιωτικού χρέους, όμως κάνει πιο ανταγωνιστικές τις τουρκικές εξαγωγές.
Φυσικά, υπάρχει ο κίνδυνος το ρίσκο να μη βγει: ο πληθωρισμός να παραμείνει ανεξέλεγκτος έτσι που να δημιουργήσει κοινωνικές εκρήξεις στο εσωτερικό και παράλληλα η κατρακύλα της λίρας να δημιουργήσει σοβαρά προβλήματα στη διαχείριση του χρέους.
Όμως, ο Ερντογάν δείχνει να μη θέλει να ποντάρει τα πάντα στην οικονομία. Ξέρει να χειρίζεται καλά και τα ζητήματα της εξωτερικής πολιτικής. Και αυτό φαίνεται από τα ανοίγματα που κάνει.
Απευθύνεται προς ευρωπαϊκές χώρες ξεκινώντας από την Ισπανία για να αντισταθμίσει τις ελληνικές συμμαχίες κυρίως με τη Γαλλία, συνομιλεί με όλες τις πτέρυγες πλέον στη Λιβύη, άρα κατοχυρώνει την παρουσία σε αυτή τη χώρα, αξιοποιεί τις σχέσεις της Τουρκίας με τις τουρκογενείς χώρες και επιδιορθώνει τις σχέσεις της Τουρκίας με χώρες με τις οποίες είχε έρθει σε αντιπαράθεση στο παρελθόν όπως τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα με τα οποία τώρα συζητάει το ενδεχόμενο μεγάλων επενδύσεων.
Θα του βγουν όλα αυτά; Είναι πολύ νωρίς για να δώσουμε απάντηση. Ιδίως όταν η αχίλλειος πτέρνα του δείχνει να είναι μια διογκούμενη εσωτερική κοινωνική δυσαρέσκεια που δεν είναι δεδομένο ότι θα καμφθεί από τις διεθνείς «επιτυχίες».
Όμως, δεν θα πρέπει και να υποτιμάμε την ικανότητά του να παίρνει ρίσκα και αυτά έστω και ως ένα βαθμό να του βγαίνουν.