Στη μνήμη Φώφης Γεννηματά
Πώς (πρέπει να) απαντά η Ελλάδα στη ρητορική της έντασης που εκπορεύεται από την Τουρκία; Με την ίδια ρητορική ή ενίοτε με τη σιωπή; Καθώς πρόσφατα σιώπησε οριστικά ένας ακόμη τηλεφωνικός αριθμός στο κινητό μου («τι γρήγορα που η σκοτεινή γραμμή μακραίνει»), σκέφτομαι την πολύπλευρη σημασία της σιωπής. Οχι τόσο τη θλιβερή, αποκρουστική σιωπή που αναγκαστικά επιβάλλει ο θάνατος. Αλλά τη σιωπή ως μια στάση ζωής. Και ιδιαίτερα ως πολιτική στάση. Γιατί δυστυχώς ως λαός, έθνος, κοινωνία δεν μας χαρακτηρίζει και τόσο η κατάφαση στην αξία της σιωπής. Είμαστε μια (μεσογειακή βεβαίως) χώρα του θορύβου, των κραυγών, της φασαρίας, του σαματά. Μιλάμε πάρα πολύ χωρίς ενίοτε να λέμε τίποτα το ουσιαστικό. Λόγια, λόγια, λόγια. Κυρίως η πολιτική τάξη, προσωπικό της χώρας. Η ελευθερία του λόγου, βασικό συστατικό της δημοκρατίας, τείνει να εκφυλιστεί σε «ασυδοσία του λόγου» ιδιαίτερα στα social media. Και όταν μιλάς πολύ, κατά κανόνα τείνεις να δημιουργείς προβλήματα. Δεν λύνεις προβλήματα. Ο Μ. Γκάντι είχε τονίσει εμφατικά την αξία της σιωπής ως πολιτικής στάσης. Ελεγε: «Δεν μπορούμε να ακούσουμε τον εσωτερικό μας ήχο όταν μιλάμε συνεχώς. Εάν ένα άτομο μιλά λιγότερο, η κάθε λέξη του έχει μεγαλύτερη βαρύτητα. Τουλάχιστον τα μισά προβλήματα που έχουμε θα τα λύναμε εάν κατανοούσαμε τη σημασία της σιωπής…».
Ενας τομέας στον οποίο η σιωπή μπορεί πράγματι να λειτουργήσει ευεργετικά ως συντελεστής επίλυσης προβλημάτων είναι αυτός της εξωτερικής πολιτικής. Είναι ο κατ’ εξοχήν τομέας που απαιτεί να λες όσα πρέπει αλλά λίγα και απλά στο μέγιστο δυνατόν. Εάν θέλουμε βέβαια να λύσουμε προβλήματα, να σπάσουμε έναν φαύλο κύκλο. Στις ελληνοτουρκικές σχέσεις και οι δύο πλευρές, Αθήνα και Αγκυρα, διατείνονται ότι θέλουν την επίλυση των όποιων προβλημάτων, είτε το εννοούν είτε με τις θέσεις τους εγείρουν αμφιβολίες εάν πράγματι το εννοούν. Ωστόσο η ρητορική τους, ο λόγος τους δεν ευθυγραμμίζεται με τη λογική της επίλυσης. Η Αγκυρα (κυρίως) και δυστυχώς και η Αθήνα μιλούν πάρα πολύ. Και καλά η Αγκυρα με τον αυταρχικό, παραπαίοντα πρόεδρο Ερντογάν μπορεί να επιδίδεται στη ρητορική της έντασης. Η αυταρχική πολιτική κουλτούρα αυτό επιβάλλει ακόμη και ως μέσο εκτόνωσης εσωτερικών πολιτικών συγκρούσεων ή λαϊκής δυσφορίας με την εκτροπή της πολιτικής ατζέντας σε άλλα, αλλότρια πεδία, πρωτίστως στο εξωτερικό μέτωπο. Ο ακραίος εθνικισμός είναι πάντοτε κραυγαλέος. Ο Ερρίκος Δ’ συμβουλεύει τον γιο του Ερρικο Ε’ να εκτρέπει την προσοχή των δυσαρεστημένων με εξωτερικούς καβγάδες ( «therefore, my dear Henry, be it thy course to busy giddy minds with foreign quarrels», W. Shakespeare, «Henry ΙV»).
Η δημοκρατική πολιτική κουλτούρα, αντίθετα, είναι αυτή του μέτρου σε λόγο και πράξεις. Απεχθάνεται τις κραυγές και τη μεγαλοστομία. Γι’ αυτό και προκαλεί τουλάχιστον απορία γιατί η Αθήνα συνεχώς «καταγγέλλει», «προειδοποιεί», «στέλνει ηχηρά μηνύματα» και σχεδόν πανηγυρίζει για ό,τι στραβό συμβαίνει δίπλα μας! Γιατί δεν σωπαίνει κάπου-κάπου μπροστά σε λεκτικές προκλήσεις; «Πολύ πιο ισχυρή και από τη δύναμη των όπλων είναι η δύναμη, ο ήχος της σιωπής» (J. Monnet), ενώ «οι λέξεις είναι πιο ισχυρές από τα όπλα» (Α. Καμί – βλέπε και Σ. Λίβας, «Γλώσσα και εξτρεμισμός», Παπαζήσης, 2021). Η διπλωματία του μεγαφώνου σπανίως αποδίδει. Με την επιλεγμένη σιωπή δεν σημαίνει ότι δεν υπερασπίζεσαι σθεναρά τα επιχειρήματά σου. Το κάνεις αλλά με επιλεγμένο, σύντομο λόγο. Brevity is the soul of wit – «η συντομία είναι η ψυχή του πνεύματος». «Μιλάς απλά». Αυτή η καταγγελτική mantra όχι μόνο από πολιτικούς αλλά και πολλούς άλλους, όπως π.χ. ορισμένους δημοσιογράφους (ρίχνουν άφθονο λάδι στη φωτιά), πρώην ή νυν στρατιωτικούς (που εξ ορισμού θα έπρεπε να σιωπούν και να σχεδιάζουν) πρέπει – καλό είναι – να σταματήσει. Οταν ξεκινάς μια (υποτίθεται) διαδικασία επίλυσης προβλημάτων (π.χ. διερευνητικές συνομιλίες), φροντίζεις πρωτίστως να δημιουργήσεις το κατάλληλο κλίμα και κυρίως εμπιστοσύνη γύρω της. Εφαρμόζεις ένα moratorium. Απέχεις από φορτισμένη ρητορική, πολύ περισσότερο από εμπρηστική ρητορική. Ποτέ στην πολιτική δεν θα πρέπει κάποιος να υποτιμά την εκρηκτική δύναμη των λέξεων. «Με τη δύναμη μιας λέξης ξαναρχίζω τη ζωή μου». Πιστεύει κανείς ότι η ρητορική που εκπέμπεται σήμερα υπηρετεί τον στόχο αυτόν; Μάλλον όχι. Ο Ερντογάν και η παρέα του πλειοδοτούν σε απρεπείς χαρακτηρισμούς, αλλά και η πλευρά μας διολισθαίνει ενίοτε («κράτος-πειρατής», «κράτος-ταραξίας» κ.λπ.). Ο διακεκριμένος βρετανός διπλωμάτης R. Cooper στο νέο του βιβλίο «The Ambassadors – Thinking about Diplomacy from Richelieeu to Modern Times» («Οι πρεσβευτές – Στοχαζόμενος γύρω από τη διπλωματία από τον Ρισελιέ μέχρι τη σύγχρονη εποχή», Λονδίνο, Weidenfield, 2021) γράφει ότι «οι μεγάλες δυνάμεις είναι περισσότερο ισχυρές όταν είναι περισσότερο γενναιόδωρες», εννοώντας σε ενσυναίσθηση, συμπονετικό λόγο, καταλάγιασμα και όχι σε καταγγελτικότητα. Πολύ περισσότερο οι μεσαίες δυνάμεις.
Και ας ακούσουμε τον Γ. Σεφέρη:
«Δε θέλω τίποτα άλλο παρά να μιλήσω απλά, να μου δοθεί / ετούτη η χάρη. / Γιατί και το τραγούδι το φορτώσαμε με τόσες μουσικές / που σιγά-σιγά βουλιάζει / και την τέχνη μας τη στολίσαμε τόσο πολύ που φαγώθηκε / από τα μαλάματα το πρόσωπό της / κι είναι καιρός να πούμε τα λιγοστά μας λόγια γιατί η / ψυχή μας αύριο κάνει πανιά».
The rest is silence…
Ο καθηγητής Π. Κ. Ιωακειμίδης είναι πρώην πρεσβευτής – σύμβουλος του ΥΠΕΞ, μέλος της επιστημονικής επιτροπής του FEPS και ΕΛΙΑΜΕΠ. Από τις εκδόσεις Θεμέλιο κυκλοφορεί το τελευταίο του βιβλίο «Επιτεύγματα και στρατηγικά λάθη της εξωτερικής πολιτικής της Μεταπολίτευσης».