Η ενεργειακή κρίση και η έξαρση της πανδημίας δημιουργούν νέα δεδομένα σχετικά με την ανάκαμψη των ισολογισμών των επιχειρήσεων που κατά γενική ομολογία κάλυψαν ή και ξεπέρασαν μέσα στο 2021 τις απώλειες που προκάλεσε το 2020.
Η διάρκεια και η ένταση των δύο αυτών – μη ελεγχόμενων είναι η αλήθεια – παραγόντων θα καθορίσει από εδώ και πέρα την πρόοδο του ιδιωτικού τομέα και κατ’ επέκταση της ελληνικής οικονομίας.
Τα λειτουργικά κόστη των εταιρειών λόγω της ακριβής ενέργειας έχουν απογειωθεί και οι περιορισμοί ως προς τον μεγάλο πληθυσμό των ανεμβολίαστων πλήττουν την κατανάλωση. Στα παραπάνω θα πρέπει να προστεθεί και ο υψηλός πληθωρισμός που ροκανίζει το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών και δημιουργεί αβεβαιότητες για την εγχώρια ζήτηση.
Αγοράζουν Ελλάδα
Η μεγάλη εικόνα βεβαίως παραμένει θετική αφού οι ρυθμοί ανάπτυξης της οικονομίας για το 2021 αναθεωρούνται επί τα βελτίω κοντά το 7%, τα χρήματα του Ταμείου Ανάκαμψης έχουν αρχίσει και εισρέουν, ενώ το περιβάλλον των χαμηλών επιτοκίων έχει ωθήσει προς επένδυση δισεκατομμύρια ευρώ στην ελληνική αγορά με αποτέλεσμα εφέτος η αξία των εξαγορών και συγχωνεύσεων στη χώρα να καταγράψει ιστορικό ρεκόρ 12 δισ. ευρώ έναντι των 9 δισ. ευρώ που είχαν σημειωθεί το μακρινό 2008. Μια τάση που αναμένεται να συνεχιστεί και τα επόμενα χρόνια, με ευεργετικές συνέπειες ως προς την απασχόληση
Παράλληλα, ο τουρισμός παραμένει η κινητήριος δύναμη της οικονομίας με έσοδα που εφέτος θα προσεγγίσουν τα 12 δισ. ευρώ, ενώ οι προβλέψεις για το 2022 αναφέρουν πως η Ελλάδα θα έχει τουρίστες όλον τον χρόνο μετά τις συμφωνίες που έχουν γίνει μέχρι τώρα με tour operators και αεροπορικές εταιρείες για διεύρυνση των προγραμμάτων τους και των θέσεων στη χώρα μας τη νέα χρονιά. Ιδιαίτερη δυναμική χαρακτηρίζει και τις εξαγωγές που οδεύουν και αυτές για ιστορικό ρεκόρ πάνω από 33 δισ. το 2021, ενώ η δημοπράτηση δημοσίων έργων υποδομής ύψους 10 δισ. ευρώ και η εκκίνηση των εργασιών για την ανάπλαση του Ελληνικού θα τονώσουν τις κατασκευές και τα δεκάδες επαγγέλματα που ως «δορυφόροι» ευνοούνται από αυτή τη δραστηριότητα.
Αβεβαιότητα προκαλεί η ενεργειακή κρίση και η έξαρση της πανδημίας – Προβληματισμός από την αδυναμία χρηματοδότησης εκατοντάδων χιλιάδων μικρομεσαίων επιχειρήσεων
Μοχλός το Ταμείο Ανάκαμψης
Η μεγάλη πρόκληση όμως για την κυβέρνηση και τις τράπεζες είναι η συμμετοχή στα κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης όσο το δυνατόν περισσότερων επιχειρήσεων. Εδώ έχει προκύψει το εξής πρόβλημα: Τα χαμηλότοκα δάνεια του Ταμείου Ανάκαμψης θα δίδονται με «όρους αγοράς». Δηλαδή το μεγαλύτερο ρίσκο θα εξακολουθεί και θα βαρύνει τον επενδυτή. Παράδειγμα, για μια επένδυση 10 εκατ. ευρώ το 20% (2 εκατ. ευρώ) θα είναι ίδια κεφάλαια, το 30% (3 εκατ.) τραπεζικός δανεισμός και 50% (5 εκατ.) χαμηλότοκα δάνεια του Ταμείου Ανάκαμψης, που και αυτά θα δίδονται μετά την αξιολόγηση του επενδυτικού πλάνου και του προφίλ του επενδυτή από τις τράπεζες.
Είναι προφανές ότι σε ένα τέτοιο σχήμα δεν θα άντεχαν επιχειρήσεις οι οποίες δεν έχουν από πριν τραπεζικό προφίλ και επίσης αποδοτική επένδυση.
Με βάση όμως τα στοιχεία των τραπεζών, οι ελληνικές επιχειρήσεις που πληρούν τα κριτήρια για να δανειοδοτηθούν ανέρχονται μόλις στις 100.000 σε σύνολο 800.000 επιχειρήσεων. Αρα η ανάγκη δανειοδότησης των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, ώστε να συμβάλουν στη διατηρήσιμη ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας και να δημιουργήσουν νέες θέσεις εργασίας, τίθεται εν αμφιβόλω.
Ο ρόλος των μικρομεσαίων
Ωστόσο οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις σε καμία περίπτωση δεν αποκλείονται από τις επιχορηγήσεις για επενδύσεις του Ταμείου Ανάκαμψης. Το πρόγραμμα περιλαμβάνει μια σειρά από επιδοτήσεις για επενδύσεις που φτάνουν συνολικά τα 1,5 δισ. ευρώ. Μεταξύ αυτών, το πρόγραμμα για τον ψηφιακό μετασχηματισμό των επιχειρήσεων ύψους 375 εκατ. ευρώ, το πρόγραμμα για την ανάπτυξη του αγροδιατροφικού τομέα με προϋπολογισμό 520 εκατ. ευρώ, το πρόγραμμα για την αναβάθμιση του τουριστικού προϊόντος ύψους 260 εκατ. ευρώ, ο εξηλεκτρισμός των μεταφορών στο κομμάτι που αφορά την τοποθέτηση φορτιστών σε όλη την Ελλάδα με προϋπολογισμό 240 εκατ. ευρώ, ενώ παράλληλα υπάρχουν και προγράμματα για την ανάπτυξη νεοφυών επιχειρήσεων.
Ετσι, η πρωτοβουλία περνά στις επιχειρήσεις που θα πρέπει να υποβάλουν πειστικά και βιώσιμα επενδυτικά πλάνα, αλλά και στις τράπεζες που θα κληθούν να τα αξιολογήσουν γρήγορα και να τα χρηματοδοτήσουν χωρίς τις αγκυλώσεις του παρελθόντος.