Πριν από λίγες ημέρες, ο πρωθυπουργός της Ισπανίας Πέδρο Σάντσεθ μετέβη, επικεφαλής αποστολής κορυφαίων στελεχών της κυβέρνησής του, στην Τουρκία για να συναντηθεί με τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν. Στο προσκήνιο επανήλθε, όπως ήταν μάλλον αναμενόμενο, το ζήτημα της πώλησης όπλων από τη Μαδρίτη προς την Αγκυρα. Η ισπανική κίνηση ενόχλησε την Αθήνα στο υψηλότερο επίπεδο και προκάλεσε την αντίδραση τόσο του κυβερνητικού εκπροσώπου όσο και του υπουργείου Εξωτερικών – συνέπεια επίσης αναμενόμενη.
Κάνοντας ένα βήμα πίσω, ώστε να μπορέσει κανείς να δει τη μεγάλη εικόνα, είναι ηλίου φαεινότερον ότι αυτή τη στιγμή λαμβάνει χώρα στην Ανατολική Μεσόγειο μία περιφερειακή κούρσα εξοπλισμών. Η επίδειξη «σκληρής ισχύος» της Αγκυρας έχει οδηγήσει την Αθήνα στην επιλογή ταχέος εκσυγχρονισμού του οπλοστασίου της – με έμφαση στο Πολεμικό Ναυτικό και στην Πολεμική Αεροπορία – ενώ η τρίτη μεγάλη χώρα της περιοχής, η Αίγυπτος, επίσης προμηθεύεται σωρηδόν νέα οπλικά συστήματα από διάφορες πηγές. Την ίδια στιγμή, χώρες-παραγωγοί εξοπλισμών «τρίβουν τα χέρια τους» για αυτές τις εξελίξεις.
Δύσκολα φυσικά μπορεί κάποιος να κατηγορήσει την ελληνική κυβέρνηση για την απόφασή της να κινηθεί προς αγορά μαχητικών αεροσκαφών και φρεγατών (από τη Γαλλία), σύντομα δε και στην ενίσχυση του στόλου της με κορβέτες καθώς και στον εκσυγχρονισμό περισσότερων αεροσκαφών F-16. Το ίδιο ισχύει και για τις προσπάθειές της να προωθήσει την επέκταση και εμβάθυνση περιφερειακών σχημάτων συνεργασίας. Στην Αθήνα έχει άλλωστε εμπεδωθεί πλέον η αντίληψη ότι ακόμη και αν υπήρχε πιθανότητα διαλόγου με την Αγκυρα για τα θέματα του Αιγαίου και της Ανατολικής Μεσογείου, προαπαιτείται η ύπαρξη ισχυρής αποτροπής.
Η κατάσταση όμως στην Ανατολική Μεσόγειο ανησυχεί πολλές πλευρές. Στην ελληνική πρωτεύουσα έχουν βρεθεί τις τελευταίες εβδομάδες υψηλόβαθμα στελέχη κορυφαίων δεξαμενών σκέψης τόσο από την Ευρώπη όσο και από τις Ηνωμένες Πολιτείες, τα οποία αναζητούν απαντήσεις σε μία σειρά αλληλένδετων ερωτημάτων και προετοιμάζουν εκθέσεις. Αλλα, όπως το JINSA, προτείνουν διεύρυνση της αμερικανικής παρουσίας σε ελληνικό έδαφος. Τα ερωτήματα ποικίλλουν. Πόσο βάθος έχουν πλέον λάβει οι σχέσεις της Ελλάδας με τις Ηνωμένες Πολιτείες και τη Γαλλία; Πώς βλέπει η Αθήνα την τακτική της Αγκυρας; Πόσο υψηλός είναι ο κίνδυνος θερμού επεισοδίου; Υφίστανται πιθανότητες μιας συνεννόησης και εξεύρεσης λύσης στα διμερή ζητήματα; Υπάρχουν ελπίδες για επίλυση του Κυπριακού και αν ναι, υπό ποιες προϋποθέσεις;
Η Ελλάδα και η Τουρκία έχουν περάσει πολλές δεκαετίες σε μία «ψυχροπολεμική κατάσταση». Η κρίσιμη διαφοροποίηση της τρέχουσας περιόδου είναι ότι, με εξαίρεση ένα μικρό διάλειμμα, οι δίαυλοι επικοινωνίας μεταξύ των δύο πλευρών έχουν και πάλι διακοπεί. Η κατάσταση μοιάζει με «κακό σπυρί» και η δυσπιστία έχει «χτυπήσει κόκκινο». Δυστυχώς για την Ελλάδα, η Τουρκία είναι πολύ μεγάλη για να αγνοηθεί και όσο η κατάσταση εκεί επιδεινώνεται ή αποσταθεροποιείται, ο κίνδυνος αυξάνεται. Μόνο αφελείς θα εύχονταν κατάρρευση της Τουρκίας, πόσο μάλλον όταν γειτονεύουν μαζί της. Η περίοδος άλλωστε μέχρι το 2023 αποτελεί δρόμο γεμάτο νάρκες.