Οι 11 λίρες ανά δολάριο μοιάζει να είναι η νέα «κανονικότητα» για το τουρκικό νόμισμα, μετά από μία καταστροφική εβδομάδα, η οποία σφραγίστηκε από τη νέα μείωση του βασικού επιτοκίου δανεισμού κατά 100 μονάδες βάσης που αποφάσισε η κεντρική τράπεζα – με τη δαμόκλειο σπάθη του Ταγίπ Ερντογάν να κρέμεται πάνω της.
Η λίρα δεν δείχνει ικανή, όμως, να διατηρήσει για πολύ τη θέση αυτή. Η πλειοψηφία των αναλυτών εκτιμά, άλλωστε, ότι έχει εισέλθει σε ένα σχεδόν ανεξέλεγκτο σπιράλ υποτίμησης, χωρίς ουδείς να είναι – τουλάχιστον για την ώρα – σε θέση να προβλέψει εάν υπάρχει τέλος και πού βρίσκεται αυτό.
Σοκ και δέος από τους αριθμούς
Οι αριθμοί, άλλωστε, μιλούν από μόνοι τους, χωρίς να χρειάζονται περισσότερες επεξηγήσεις για να καταλάβουν όλοι την κατάσταση. Το νόμισμα της Τουρκίας, λοιπόν, έχει απωλέσει το 12,5% της αξίας του στη διάρκεια μόνο της τελευταίας εβδομάδας, το 20% τον προηγούμενο μήνα και το 50% μέσα στον τελευταίο χρόνο.
Συγκρίνοντας δε τα δεδομένα σε ευρύτερο χρονικό ορίζοντα, διαπιστώνουμε πως η υποτίμησή της είναι της τάξης του 100% την προηγούμενη διετία και του 230% από τον Νοέμβριο του 2016 μέχρι και σήμερα.
Κι όλα αυτά, μάλιστα, σε μια στιγμή που τα κρατικά συναλλαγματικά αποθέματα έχουν εξανεμιστεί και ο πληθωρισμός «τρέχει» με ρυθμό 20% επισήμως – με αποτέλεσμα οι μισθοί και η αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών κυριολεκτικά να εξανεμίζονται.
2016, η μεγάλη καμπή
Εκείνη η χρονιά, δηλαδή το 2016, φαίνεται ότι αποτέλεσε και την καμπή για τον Ερντογάν και το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης, καθώς από τότε φαίνεται πως τους έχει πάρει η… κάτω βόλτα. Είναι η χρονιά που, όπως ίσως θα θυμούνται οι περισσότεροι, σφραγίστηκε από το αποτυχημένο πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου, το οποίο έδωσε την ευκαιρία στον «σουλτάνο» να εξαπολύσει ένα πογκρόμ διώξεων κατά δικαίων και αδίκων.
Έτσι, το καθεστώς του απέκτησε ταχύτατα ακραία αυταρχικά, αν όχι ολοκληρωτικά χαρακτηριστικά. Οι αντίθετες φωνές χαρακτηρίζονταν συλλήβδην προδοσία, οι αντίπαλοι του Ερντογάν και του ΑΚΡ ήταν ντε φάκτο «γκιουλενιστές», ενώ οι Κούρδοι απέκτησαν τη ρετσινιά των εχθρών του έθνους.
Επειδή δε είναι γνωστό ότι οι εξελίξεις στην οικονομία και την πολιτική συνδέονται άμεσα και οργανικά, εύκολα μπορούμε να υποθέσουμε ότι η παραπάνω «στροφή» κάθε άλλο παρά τυχαία ήταν.
Το τέλος του «θαύματος» και η στροφή
Με άλλα λόγια: Συνειδητοποιώντας ότι το «οικονομικό θαύμα» που ξεκίνησε το 2002 έφτανε στο τέλος του και θα έπρεπε να αναμένονται έντονες κοινωνικές αντιδράσεις και πολιτικές αναταράξεις (η πρώτη σαφής ένδειξη ήταν, άλλωστε, τα επεισόδια στο Πάρκο Γκεζί, το 2013), ο Ερντογάν και το κόμμα του κατάλαβαν ότι δεν υπήρχε άλλο δρόμος για την παραμονή τους στην εξουσία από τον αυταρχισμό και την καταστολή.
Στην πορεία, όμως, αποδείχθηκε πως δεν μπορούσε να υπάρξει «μέτρο» και όρια σε αυτή την πολιτική. Πολύ περισσότερο καθώς οι πολεμικές περιπέτειες της Τουρκίας στην ευρύτερη «γειτονιά» περιέπλεξαν την κατάσταση, η σύγκρουση με τις ΗΠΑ έφερε το σύστημα μπροστά σε πρωτόγνωρους κινδύνους, ενώ η κρίση της πανδημίας έδωσε την χαριστική βολή.
Πλέον, η μοίρα της λίρας και του Ερντογάν μοιάζουν να είναι άρρηκτα δεμένες. Η Τουρκία, αργά ή γρήγορα, θα γνωρίσει σημαντικές ανακατατάξεις ή ακόμη και ανατροπές – είτε με ομαλό είτε με βίαιο τρόπο.