Η άνοδος των ναζιστών στην εξουσία το 1933 σήμανε τη μαζική έξοδο πολλών από τους σημαντικότερους καλλιτέχνες, διανοούμενους και συγγραφείς από την Ευρώπη προς την Αμερική. Η έξοδος κορυφώθηκε μετά την ήττα της Γαλλίας στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο,τι έχανε η Ευρώπη θα το κέρδιζε η Αμερική και ιδίως οι ΗΠΑ, όπου κατέφυγαν πολλά από τα λαμπρότερα πνεύματα της Γηραιάς Ηπείρου. Το χρονικό αυτής της εξόδου είναι τεράστιο. Το γνωστότερο μέρος του – και για πολλούς το σημαντικότερο – είναι αυτό που πραγματεύεται η Τζούλι Οριντζερ (γ. 1973) στο εξαιρετικό μυθιστόρημά της Φάκελος απόδρασης, με πρωταγωνιστή τον Βάριαν Φράι, έναν παθιασμένο αμερικανό δημοσιογράφο που έφτανε τον Αύγουστο του 1940 στη Μασσαλία, η οποία ανήκε τότε στο καθεστώς του Βισύ, με 3.000 δολάρια δεμένα στα πόδια του και μια λίστα διακοσίων ονομάτων. Αυτά ανήκαν στις επιφανέστερες φυσιογνωμίες της εποχής που έπρεπε να φυγαδευτούν από τη ναζιστοκρατούμενη Ευρώπη.
Julie Orringer
Φάκελος απόδρασης
Μετάφραση Θεοδώρα Δαρβίρη.
Εκδόσεις Gutenberg, 2021,
σελ. 952, τιμή 24 ευρώ
Ο Φράι ίδρυσε στη Μασσαλία το Αμερικανικό Κέντρο Διάσωσης, προσέλαβε το αναγκαίο προσωπικό και με αμέτρητες δυσκολίες στους δεκαπέντε μήνες που έμεινε εκεί ώσπου να τον απελάσουν κατάφερε να φυγαδεύσει όχι μόνο τους διακόσιους της αρχικής του λίστας αλλά και 2.000 εβραίους πρόσφυγες και πολλούς βρετανούς στρατιώτες. Με απίστευτες περιπέτειες κατάφερε να εκδώσει αμέτρητες βίζες και να «κρύψει» πολλούς που τους καταδίωκαν τόσο οι ναζιστές όσο και το καθεστώς του Βισύ. Αυτή την εκπληκτική περιπέτεια αναπλάθει η Οριντζερ στο γοητευτικό βιβλίο της που παρά τον όγκο του διαβάζεται χωρίς να κουράζει τον αναγνώστη. Πλήθος περιστατικά διαπλέκονται χωρίς να διασπάται η αφηγηματική γραμμή, ένας ολόκληρος κόσμος γύρω από τον κεντρικό χαρακτήρα. Για βιβλίο αυτού του μεγέθους πρόκειται ασφαλώς για κατόρθωμα.
Ο Φράι δεν έφερε βεβαίως μόνος του το απίστευτο εγχείρημα, ήταν όμως η κινητήρια δύναμη. Ευφυής, υπερδραστήριος, με εξαίρετες οργανωτικές ικανότητες, παράτολμος πολλές φορές, βάζοντας σε κίνδυνο τη ζωή του, ανήκε σε όσους είναι ταγμένοι σε έναν μεγάλο σκοπό – και δεν είναι τυχαίο που τον αποκάλεσαν «Αμερικανό Σίντλερ». Πάνω απ’ όλα όμως ήταν μια ηθική προσωπικότητα, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι του έλειπαν οι αναστολές και σε κάποιες περιπτώσεις οι αμφιβολίες. Η Οριντζερ δεν ήθελε να μας δώσει έναν μονοδιάστατο ήρωα, ένα άτομο που βρίσκεται πάνω από την ανθρώπινη συνθήκη – γι’ αυτό και τα όσα επέτυχε αποκτούν ακόμη μεγαλύτερη σημασία.
Το βιβλίο στοχεύει στο μεγάλο κοινό και έχει όλα τα γνωρίσματα που χαρακτηρίζουν τα λεγόμενα ευπώλητα μυθιστορήματα: πολλούς – και πειστικούς – διαλόγους, θεατρικότητα και σκηνές που ο αναγνώστης αισθάνεται συμμέτοχος στα δρώμενα
Η βίλα Ερ Μπελ
Το βιβλίο στοχεύει στο μεγάλο κοινό και έχει όλα τα γνωρίσματα που χαρακτηρίζουν τα λεγόμενα ευπώλητα μυθιστορήματα: πολλούς – και πειστικούς – διαλόγους, θεατρικότητα, κίνηση που ορίζει και το αφηγηματικό τέμπο, σκηνές όπου εισάγεται ευθέως ο αναγνώστης ώστε να νιώθει πως το παρελθόν ξαναζωντανεύει προκειμένου να τον κάνει να νιώσει συμμέτοχος στα δρώμενα. Από τις γοητευτικότερες σελίδες είναι εκείνες όπου περιγράφεται η παραμονή μεγάλης ομάδας διασημοτήτων στη βίλα Ερ Μπελ: ανάμεσα σε όσους πέρασαν από εκεί ήταν και ο Μπρετόν, ο Σαγκάλ, ο Μαξ Ερνστ, ο Χάινριχ Μαν, η Χάνα Αρεντ και ο Βικτόρ Σερζ. Την ατμόσφαιρα στη βίλα μάς την περιγράφει πολύ ωραία η Οριντζερ, πάντα βεβαίως σε σχέση με τα αφηγηματικά δρώμενα. (Εδώ θα πρέπει να πω ότι εξαιρετικές σελίδες σχετικά με την παραμονή, τη συμπεριφορά και τον χαρακτήρα όλων αυτών των υπερεγώ περιέχονται στα Ημερολόγια του Βικτόρ Σερζ που βρέθηκαν και εκδόθηκαν τα τελευταία χρόνια και ελπίζω σχετικά σύντομα να εκδοθούν και στη γλώσσα μας.) Με παραστατικό τρόπο η συγγραφέας μάς παρουσιάζει τη συμπεριφορά όχι μόνο του Φράι και της ομάδας του, αλλά και των αστυνομικών του Βισύ και του παιχνιδιού του ποντικιού και της γάτας ανάμεσα στις Αρχές και στην Επιτροπή Διάσωσης.
Η άγνωστη πλευρά του Φράι
Σ’ ένα μυθιστόρημα εποχής που βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα, η ατμόσφαιρα προκύπτει σχεδόν αυτομάτως στο κείμενο του καλού συγγραφέα – κι αυτή διαποτίζει το μυθιστόρημα από την πρώτη ως την τελευταία σελίδα. Τα συμβάντα είναι τέτοια και τόσα που αποτελούν το καλύτερο υλικό για να γραφτεί ένα βιβλίο που θα συγκινήσει το μεγάλο κοινό. Ομως η συγγραφέας θέλησε να μας προσφέρει ένα ολοκληρωμένο πορτρέτο του Βάριαν Φράι, δηλαδή μαζί με τη δράση του και μια άλλη πλευρά της ζωής του: ο Φράι παντρεύτηκε δύο φορές, αλλά ήταν ομοφυλόφιλος – κι αυτό εκείνα τα χρόνια δεν μπορούσε να αποκαλυφθεί.
Η συγγραφέας επιχειρεί να μας πείσει, όπως λέει η ίδια, πως η σεξουαλικότητα ενός γενναίου και ευφυέστατου ατόμου δεν μπαίνει σε κατηγορίες. Η ίδια βέβαια, αναδεικνύει αυτή την άγνωστη πλευρά του Φράι εισάγοντας μαζί με την πραγματική ιστορία και μια φανταστική: τη σχέση του με τον Ελιοτ Γκραντ, που δεν είναι πραγματικό πρόσωπο. Αυτό δεν λειτουργεί ετεροβαρώς στο μυθιστόρημα και ούτε έχει σημασία αν η συγγραφέας το χρησιμοποίησε γιατί απασχολεί έντονα την επικαιρότητα ή γιατί θέλησε να δώσει έναν χαρακτήρα που να μην είναι σχηματικός. Ούτως ή άλλως δεν θέτει σε δεύτερη μοίρα τη βαρύτητα και τη σημασία των γεγονότων.
Ανατρέχοντας στις πηγές
Η Οριντζερ, κατά το πρότυπο πολλών συγγραφέων που μεταπλάθουν μυθιστορηματικά τα ιστορικά περιστατικά, είχε προβεί σε μακρά και επίπονη έρευνα στις πηγές, στο αρχειακό υλικό και στα σχετικά ντοκουμέντα. Αυτή άλλωστε είναι σήμερα η τάση ανάμεσα στους αμερικανούς και βρετανούς μυθιστοριογράφους που χειρίζονται παρόμοια θέματα.
Η μεταφράστρια Θεοδώρα Δαρβίρη έκανε εξαιρετική δουλειά. Νομίζω ότι η εισαγωγή που προτάσσει ήταν απαραίτητη προκειμένου οι έλληνες αναγνώστες να κατανοήσουν πώς και γιατί πολλοί από τους διανοούμενους, τους Εβραίους και τους πρόσφυγες αναγκάστηκαν όχι μόνο να εκπατριστούν αλλά και να εγκαταλείψουν την Ευρώπη κατά τη διάρκεια του καταστροφικού μεγάλου πολέμου. Η Οριντζερ πιστεύει, όπως γράφει στο σημείωμά της, πως «οι αυτοβιογραφίες – αυτές οι πρόσφατες αφηγήσεις προσωπικών εμπειριών – παρουσιάζουν το παρελθόν μέσα από ένα πέπλο μνήμης ή και προστατευτικής διακριτικότητας». Ο μυθιστοριογράφος, ισχυρίζεται, «έχει περισσότερες ελευθερίες». Θέμα γούστου, φυσικά. Εκείνο που μετράει είναι ότι έγραψε ένα πολύ καλό και ελκυστικό μυθιστόρημα, που μέσω της Ιστορίας διευρύνει τα όρια της μυθοπλασίας, συγκινεί τον αναγνώστη και παρά το μέγεθός του τον κρατά στη σελίδα από την αρχή ως το τέλος.