Την περασμένη Τετάρτη έκανε πρεμιέρα στη Γερμανία, στο Εσεν συγκεκριμένα, γενέτειρα του Οτο Ρεχάγκελ, το ντοκιμαντέρ «Βασιλιάς Οτο» του ελληνοαμερικανού σκηνοθέτη Κρίστοφερ Αντρέ Μαρκς, το οποίο διέγραψε μια επιτυχημένη πορεία στα σινεμά της χώρας μας και θα έχουμε την ευκαιρία να το παρακολουθήσουμε σύντομα και σε κάποιες πλατφόρμες streaming περιεχομένου. Το θέμα της παραγωγής μάλλον μπορείτε να το μαντέψετε: «Το καλοκαίρι του 2004, η Ελλάδα μάγεψε την Ευρώπη με την πιο αναπάντεχη νίκη της στην ιστορία του ποδοσφαίρου. Οι θεατές ανά τον κόσμο παρακολούθησαν με δυσπιστία και δέος το αουτσάιντερ του θεσμού, μια ομάδα που χωρίς να έχει καμία απολύτως νίκη σε σημαντική διοργάνωση κατατρόπωσε τους γίγαντες του παγκόσμιου ποδοσφαίρου και ανακηρύχθηκε πρωταθλήτρια Ευρώπης. Ο αρχιτέκτονας πίσω από αυτόν τον απροσδόκητο θρίαμβο ήταν ένας θρυλικός γερμανός προπονητής, ο «Βασιλιάς» Οτο Ρεχάγκελ. Εχοντας σημειώσει τεράστιες επιτυχίες για τη χώρα του, πήρε την παράτολμη απόφαση να εγκαταλείψει την αυτοκρατορία του για να αναλάβει την αδύναμη ελληνική ομάδα ποδοσφαίρου. Αυτή είναι μια ιστορία για το πώς δύο εκ διαμέτρου αντίθετες κουλτούρες ενώθηκαν, μίλησαν την ίδια γλώσσα και έγραψαν μαζί ένα νέο κεφάλαιο στην ελληνική μυθολογία».
Για τον δημιουργό του φιλμ η πρώτη σπίθα για το συγκεκριμένο εγχείρημα άναψε κατά τη διάρκεια ενός παιχνιδιού του Euro 2004: «Ημουν 17 ετών τότε και βρέθηκα σε έναν ελληνικό γάμο κάπου στις ΗΠΑ την ημέρα που η Εθνική Ελλάδος έπαιζε τον ημιτελικό με την Τσεχία. Ολοι φυσικά είχαν αγωνία για το ματς, κανείς δεν μπορούσε να παρακολουθήσει συγκεντρωμένος την τελετή, όλοι, ακόμα και ο ιερέας, έριχναν κλεφτές ματιές σε μια τηλεόραση που μετέδιδε τον αγώνα. Οταν, στην παράταση, ο Τραϊανός Δέλλας έβαλε το γκολ που έστειλε την Ελλάδα στον τελικό του Euro, επικράτησε πανδαιμόνιο. Ο γάμος συνεχίστηκε μετά τους πανηγυρισμούς, αλλά αυτή η αίσθηση ενότητας και συλλογικής χαράς αποτυπώθηκε μέσα μου ως κάτι πολύ ξεχωριστό. Το είχα στο πίσω μέρος του μυαλού μου από τότε ότι θα ήθελα στο μέλλον να ασχοληθώ με αυτή την απίθανη ιστορία επιτυχίας».
Ο λόγος που επέλεξε ωστόσο να εστιάσει στην προσωπικότητα του Οτο Ρεχάγκελ είναι απλός, χωρίς να είναι προφανής. «Παρ’ όλο που ανήκω στην ελληνική Διασπορά, ερχόμουν με τους γονείς μου συχνά στην Αθήνα και θεωρώ ότι είχα ανέκαθεν μια καλή εικόνα της οπτικής και της ελληνοαμερικανικής κοινότητας και των Ελλαδιτών. Εχοντας όμως μεγαλώσει στο εξωτερικό, μπορούσα να κατανοήσω καλύτερα την εμπειρία ενός ξένου ο οποίος ήρθε στην Ελλάδα για να αναλάβει την εθνική ομάδα και έπρεπε να δείξει σεβασμό στον ελληνικό τρόπο σκέψης και να υπερβεί τις διάφορες προκλήσεις που αντιμετώπιζε. Ολα αυτά βέβαια με φόντο μια από τις πιο δυνατές ιστορίες αουτσάιντερ που ανατρέπει όλα τα εις βάρος του προγνωστικά».
Ο «κύριος Ρεχάγκελ» & ο «φανταστικός Γιάννης»
Ο 34χρονος κινηµατογραφιστής έµαθε πολλά κατά τη διαδικασία δηµιουργίας αυτού του ντοκιµαντέρ. «Εντυπωσιάστηκα πολύ από το πόσο αληθινά αγαπιόντουσαν τα µέλη αυτής της οµάδας. Ηταν σαν οικογένεια. Το ακούµε συχνά αυτό από ανθρώπους του αθλητισµού, βλέπεις συχνά συµπαίκτες σε µια οµάδα να λένε ότι είναι σαν αδέλφια, πρόκειται για κλισέ, όµως στην περίπτωση της Εθνικής Ελλάδος του 2004 ήταν αλήθεια. Είναι φανερό ακόµη και τώρα, παίζουν σε φιλανθρωπικούς αγώνες, κάνουν παρέα. Μου έκανε επίσης µεγάλη εντύπωση η σχέση που έχουν µε τον τότε προπονητή τους, τον αποκαλούν ακόµη και σήµερα «κύριο Ρεχάγκελ», τους ενώνει ένας δεσµός που δεν θα πάψει να υφίσταται, θα είναι φίλοι για όλη τους τη ζωή, γεµάτοι εµπιστοσύνη και αγάπη ο ένας για τον άλλον».
Του ζητώ να κρίνει τη σύγχρονη Ελλάδα µε το βλέµµα του εξωτερικού, ψύχραιµου παρατηρητή. «Σε γενικές γραµµές, η σύγχρονη Ελλάδα έχει περάσει από πάρα πολλά. Ο θρίαµβος του 2004 ακολουθήθηκε από µια εκκωφαντική πτώση, από µια πολυετή οικονοµική κρίση. Οι Ελληνες απέδειξαν ωστόσο ότι διακρίνονται από ανθεκτικότητα και επιµονή, τους χαρακτηρίζει ένα µοναδικό πνεύµα που δεν µπορείς να το αντιληφθείς αν δεν έχεις κάποια επαφή µε αυτόν τον τόπο. Στην εποχή µας εστιάζουµε εµµονικά στις διαφορές µας αντί να προσπαθούµε να δούµε τι είναι αυτό που ενώνει τους ανθρώπους – µόνο έτσι µπορείς να βρεις την αρµονία και µια ισορροπηµένη µέση οδό. Είµαι φυσικά σκηνοθέτης και όχι πολιτικός, οπότε αυτά που λέω είναι απλώς η άποψή µου και τυχαίνει να ταυτίζεται µε το µήνυµα της ταινίας, το οποίο αφορά οποιονδήποτε, ανεξαρτήτως εθνικότητας. Αφηγούµαστε µια ιστορία που δείχνει, χωρίς καθόλου διδακτισµό, πως ο αλληλοσεβασµός και το αίσθηµα ενότητας µπορούν να οδηγήσουν µια οµάδα ανθρώπων στο µονοπάτι της επιτυχίας».
Η απάντηση του Κρίστοφερ Αντρέ Μαρκς στην ερώτηση «ποιος έλληνας αθλητής θεωρείς ότι ξεχωρίζει σήµερα;» είναι ευχάριστα αναµενόµενη. «Είναι δύσκολο να µη συµπαθείς τον Γιάννη Αντετοκούνµπο, αποτελεί µεγάλη πηγή έµπνευσης. Τιµά την ελληνική καταγωγή του σε κάθε ευκαιρία που του δίνεται, είναι φανταστικός». Καθώς έχει σπουδάσει στη Σχολή Κινηµατογράφου του Πανεπιστηµίου της Νέας Υόρκης και έχει εργαστεί στο ΗΒΟ και στο ESPN σε αθλητικά ντοκιµαντέρ, µε ενδιέφερε η άποψή του για αντίστοιχες παραγωγές που είχαν µεγάλη επιτυχία τα τελευταία χρόνια, όπως η σειρά ντοκιµαντέρ «The Last Dance» µε θέµα την καριέρα του Μάικλ Τζόρνταν: «Το ότι είδε τόσο πολύς κόσµος το «The Last Dance» ήταν σηµαντικό γιατί πρόκειται για µια παραγωγή που απέδειξε ότι τα αθλητικά ντοκιµαντέρ µπορούν να πουν πολυεπίπεδες ιστορίες. Θέλω να ελπίζω ότι άνοιξε τον δρόµο και για τη δική µας ταινία, η οποία υπογραµµίζει το ανθρώπινο κοµµάτι του success story της Εθνικής του 2004. Στο επίκεντρο βρίσκεται ένας άνδρας ο οποίος αποφασίζει να πάει σε µια χώρα τη γλώσσα της οποίας δεν µιλάει και προέρχεται από εντελώς διαφορετική κουλτούρα. Στην αρχή δεν γίνεται εύκολα αποδεκτός, αλλά στη συνέχεια θριαµβεύει».
Αναρωτιέµαι αν υπήρξαν αντιδράσεις στο ντοκιµαντέρ του από το ελληνικό κοινό που δεν τις περίµενε. «Στην Ελλάδα ο καθένας έχει τη δική του άποψη για αυτή την ιστορία. Στην Αυστραλία και στη Μ. Βρετανία, για παράδειγµα, η ανταπόκριση ήταν θερµή και οι κριτικές καλές. Εδώ υπήρχαν παράπονα επειδή κάποιοι ίσως να µην είδαν τις αγαπηµένες τους στιγµές». Οσον αφορά τη µελλοντική του δραστηριότητα: «Η Ελλάδα αυτή τη στιγµή υποδέχεται πολλές ξένες παραγωγές χάρη στα κίνητρα που έχουν δοθεί. Θα σκηνοθετήσω κάτι εδώ σε συνεργασία µε έναν βρετανό producer, αλλά δυστυχώς δεν µπορώ να πω περισσότερα για αυτό το πρότζεκτ ετούτη τη στιγµή».