Εάν υπάρχει μια πλευρά της συνολικής ιστορικής διεργασίας της «ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης» που όσες φορές έχει τεθεί – και μάλιστα ως επείγουσα στρατηγική προτεραιότητα – άλλες τόσες έχει διαπιστωθεί η αδυναμία να προχωρήσει ουσιαστικά, αυτή είναι η κοινή πολιτική άμυνας.
Και αυτό παρότι είναι προφανές ότι το να μπορέσει η Ευρωπαϊκή Ένωση να υπερβεί τα όρια μιας προχωρημένης μεν, με πολλά προβλήματα δε, οικονομικής και εν μέρει νομισματικής ένωσης και να γίνει ένας διακριτός γεωπολιτικός πόλος σε ένα διεθνές τοπίο όπου χαράσσονται ξανά βαθιές και αντιπαραθετικές διαχωριστικές γραμμές, θα πρέπει να μπορεί να αποκτήσει τους πολιτικούς και στρατιωτικούς όρους που να εξασφαλίζουν μια σχετικά αυτοτελή παρουσία και ικανότητα ανάληψης δράσης.
Βεβαίως αυτό προσέκρουσε εξαρχής σε ορισμένα ζητήματα που μπορεί να θεωρηθούν και κάπως «δομικά» ως προς την ίδια την πορεία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Καταρχάς το εάν και σε ποιο βαθμό η ΕΕ οφείλει να έχει έναν διακριτό γεωπολιτικό ρόλο ουδέποτε θεωρήθηκε κάτι το αυταπόδεικτο. Η δημιουργία των «Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων» κατά βάση έγινε σε μια προσπάθεια να ενισχυθεί η ευρωπαϊκή διάσταση της «Δύσης», εντός του Ψυχρού Πολέμου και μόνο αργότερα –και όχι με πλειοψηφικό τρόπο– τέθηκε το θέμα ότι θα μπορούσε να αποτελέσει έναν πόλο ειρήνης ανάμεσα στις ΗΠΑ και την ΕΣΣΔ.
Αντιθέτως, λίγο μετά η διάλυση του Συμφώνου της Βαρσοβίας δεν οδήγησε σε κάποια ανάπτυξη μιας διακριτής ευρωπαϊκής δομής για τη συλλογική ασφάλεια, όσο και εάν το ζήτημα τέθηκε αρχικά, αλλά στη διεύρυνση του ΝΑΤΟ προς τα ανατολικά, ενώ η διαδρομή από την επέμβαση του ΝΑΤΟ στη Γιουγκοσλαβία μέχρι τον «πόλεμο κατά της τρομοκρατίας» διαμόρφωσε μια εικόνα ότι η Ευρώπη είναι απλώς τμήμα μιας παγκοσμιοποιημένης «Δύσης».
Το φόντο του «Νέου Ψυχρού Πολέμου»
Όμως τα πράγματα κάνει διαφορετικά η συγκυρία του «Νέου Ψυχρού Πολέμου». Ο τρόπος που ιδίως οι ΗΠΑ έχουν αποφασίσει όχι μόνο να κλιμακώσουν την γεωπολιτική αντιπαράθεση με τη Ρωσία αλλά και την Κίνα αλλά και να περιλάβουν και μια σαφώς οικονομική διάσταση σε αυτή, μέσα από ένα φάσμα κυρώσεων και περιορισμού των οικονομικών συναλλαγών, έχει διαμορφώσει μια διαφορετική συνθήκη σε μια Ευρωπαϊκή Ένωση, με σημαντικές οικονομικές σχέσεις και με τη Ρωσία και με την Κίνα.
Αντί για το εάν θα συστρατευθούν σε κοινές επεμβάσεις ενάντια σε κράτη που θεωρούνται υπονομευτικά για τη διεθνή σταθερότητα, πλέον το ερώτημα προς την Ευρώπη είναι να διαλέξει στρατόπεδο, ή έστω να αποφασίσει και η ίδια πώς αντιμετωπίζει αυτές τις αντιπαραθέσεις.
Την ίδια στιγμή, η επιλογή των ΗΠΑ να επικεντρώσουν στην ανοιχτή σχεδόν αντιπαράθεση με τη Ρωσία και τον οξυμμένο ανταγωνισμό με την Κίνα και να αποσυρθούν από άλλες κρίσιμες γεωπολιτικά περιοχές, όπως έγινε με το Αφγανιστάν αλλά ουσιαστικά μεθοδεύεται και για τη Μέση Ανατολή, διαμορφώνει επίσης ανοιχτά ερωτήματα για το εάν και πώς μπορεί να καλυφθεί αυτό το κενό.
Η απειλή της «στρατηγικής συρρίκνωσης»
Σε όλα αυτά προστίθεται και μια άλλη διαπίστωση. Μπορεί η Ευρωπαϊκή Ένωση να υπερηφανεύεται ότι είναι η πιο προωθημένη εκδοχή οικονομικής και νομισματικής ένωσης στον κόσμο, αλλά η πραγματική βαρύτητα της Ευρώπης υποχωρεί.
Ο Ζοσέπ Μπόρέλ, Ύπατος Αντιπρόσωπος της ΕΕ για τις Εξωτερικές Υποθέσεις και την Πολιτική Ασφαλείας, υπογράμμισε πρόσφατα τον κίνδυνο «στρατηγικής συρρίκνωσης» της ΕΕ. Τριάντα χρόνια πριν η ΕΕ εκπροσωπούσε το ένα τέταρτο του παγκοσμίου πλούτου, όμως σε είκοσι χρόνια θα αντιπροσωπεύει μόνο το 10%, την ώρα που στο τέλος του 21ου αιώνα θα αντιπροσωπεύει μόλις το 10% του παγκοσμίου πληθυσμού.
Επιπλέον, κατά τον Μπορέλ η ΕΕ αντιμετωπίζει όχι μόνο ένα τοπίο «υβριδικών απειλών», αλλά και βλέπει να αμφισβητείται ο πυρήνας των αξιών της, καθώς στη «μάχη των αφηγήσεων», κερδίζει χώρο η αντίληψη ότι οι καθολικές αξίες αποτελούν «δυτικές κατασκευές» σε ένα κόσμο όπου αποσυνδέεται η οικονομική ευημερία από την εξέλιξη της δημοκρατίας.
Η αναζήτηση «στρατηγικής πυξίδας»
Είναι σε αυτή τη βάση που διεξάγεται η συζήτηση για τη «στρατηγική πυξίδα» της ΕΕ. Σύμφωνα με τις επίσημες διακηρύξεις, «η “Στρατηγική Πυξίδα” επιδιώξει να πακτώσει τα θεμέλια για ένα κοινό όραμα για την ασφάλεια και την άμυνα της ΕΕ ανάμεσα στα κράτη μέλη της Ένωσης. Αυτή η διαδικασία, της οποίας ηγούνται τα κράτη μέλη, ξεκίνησε το 2020, όταν ολοκληρώθηκε η ανάλυση απειλών. Στρατηγικοί διάλογοι συνεχίζονται ανάμεσα στα κράτη-μέλη μέσα στο 2021 για να διαμορφωθεί το περιεχόμενο της πυξίδας».
Στόχος να καταστεί ενεργή μια «στρατηγική αυτονομία» της Ευρώπης. Βεβαίως, αμέσως προστίθεται μια ενδεικτική της αντιφατικότητας της συζήτησης διευκρίνιση ότι η «στρατηγική αυτονομία» της ΕΕ είναι ένας όρος υπό συζήτηση (a debated term) που αποσκοπεί στο να προσδιορίσει κάπως τη φιλοδοξία της ΕΕ αλλά και να συνδέσει τις στρατηγικές, λειτουργικές και επιχειρησιακές της ανάγκες.
Η αποφυγή ρήξης με το ΝΑΤΟ
Την ίδια στιγμή η ΕΕ σπεύδει να κάνει σαφές ότι όλα αυτά σε κανέναν βαθμό δεν συνεπάγονται κάποια ρήξη με το ΝΑΤΟ ή διαμόρφωση μιας παράλληλης ή ανταγωνιστικής δομής.
Με τα λόγια του ίδιου του Ζοσέπ Μπορέλ, «αυτή η προσπάθεια σε κανέναν βαθμό δεν έρχεται σε αντίθεση με την προσήλωση της Ευρώπης στο ΝΑΤΟ, που παραμένει στην καρδιά της εδαφικής μας άμυνας».
Ουσιαστικά, η προσπάθεια είναι να παρουσιαστεί η όποια «στρατηγική αυτονομία» ως συμπληρωματική προς την ατλαντική συνεργασία, σε μια συγκυρία όπου οι ΗΠΑ αποτραβιούνται από ορισμένα μέτωπα.
Με τα λόγια πάλι του Μπορέλ: «Αυτή η προσήλωση [ενν. στο ΝΑΤΟ] δεν θα πρέπει να μας αποτρέψει από το αναπτύξουμε τις δικές μας δυνατότητες και να διεξάγουμε ανεξάρτητες επιχειρήσεις στη δική μας γειτονιά και πιο πέρα, ειδικά σε μια εποχή που η προσοχή των σχεδιαστών της αμερικανικής πολιτικής μπορεί να εστιάζεται αλλού (ιδίως στον Ινδο-Ειρηνικό). Η Ευρωπαϊκή στρατηγική υπευθυνότητα είναι ο καλύτερος τρόπος να ενισχυθεί η διατλαντική αλληλεγγύη. Αυτή η έννοια είναι στην καρδιά του νέου διαλόγου πάνω στην ασφάλεια και την άμυνα ανάμεσα στις Ηνωμένες Πολιτείες και την ΕΕ.»
Το προσχέδιο της «στρατηγικής πυξίδας»
Σε αυτό το πλαίσιο οι Υπουργοί άμυνας της ΕΕ συζήτησαν την Τρίτη το πρώτο προσχέδιο για τη «Στρατηγική Πυξίδα», το οποίο αναμένεται να υποστεί αρκετές αλλαγές μέχρις ότου αποτελέσει το βασικό ντοκουμέντο για την πολιτική άμυνας και ασφάλειας της ΕΕ σε βάθος χρόνου.
Με βάση όσα έχουν γίνει γνωστά, το κείμενο αναβαθμίζει τη σημασία της Ρωσίας (που οι ενέργειές της «έρχονται σε αντίθεση με το όραμα της ΕΕ για τον κόσμο και τα συμφέροντά της») και την Κίνα που αποτελεί «εταίρο, οικονομικό ανταγωνιστή και συστημικό αντίπαλο».
Το σχέδιο επικεντρώνει στην ανάπτυξη μιας κοινής στρατιωτικής δύναμης, ουσιαστικά μιας δύναμης ταχείας επέμβασης, μέχρι το 2025 αποτελούμενης από 5.000 στρατιώτες.
Ενδιαφέρον έχει ότι το σχέδιο αναμετριέται με το ότι τέτοιες αποφάσεις θα απαιτούσαν με βάση τις αρχές της Ένωσης ομοφωνία μεταξύ των μελών. Σε αυτό το πλαίσιο προτείνει πιο ευέλικτες διαδικασίες λήψης αποφάσεων ή τη δυνατότητα της «εποικοδομητικής αποχής» για να μπορούν να διαμορφώνονται «πρόθυμοι και ικανοί συνασπισμοί υπό ευρωπαϊκή ηγεσία».
Το βάρος των αποτυχιών του παρελθόντος
Βεβαίως πέραν του να υπάρξει συμφωνία πάνω ένα θέμα που παραδοσιακά διαιρεί την ΕΕ, υπάρχει πάντα και το ζήτημα εάν μπορεί η ΕΕ να σταθεί ανταποκριθεί ακόμη και σε αυτά για τα οποία επιτυγχάνεται συμφωνία, με βάση και την ίδια της την εμπειρία.
Το 1999 οι Ευρωπαίοι ηγέτες συμφώνησαν ότι να διαμορφώσουν μέσα σε 4 χρόνια μια στρατιωτική δύναμη μεγέθους 50.000-60.000 προσώπων που θα μπορούσε να αναπτυχθεί μέσα σε 60 μέρες και για αποστολές τουλάχιστον ενός έτους. Αυτό δεν συνέβη ποτέ. Το 2007 η ΕΕ αποφάσισε να διαμορφώσει ένα σύστημα ομάδων μάχης 1500 προσώπων έτοιμων να παρέμβουν για να αντιμετωπίσουν κρίσεις. Ποτέ δεν έγινε χρήση τους.
Σε όλα αυτά ας μην υποτιμήσουμε και τις ιδιαίτερες ιεραρχίες μέσα στην ΕΕ. Γιατί μπορεί να υπάρχει π.χ. η Γαλλία, χώρα με ισχυρές ένοπλες δυνάμεις, ανεξάρτητη αποτρεπτική πυρηνική δύναμη και στρατιωτική παρουσία εκτός συνόρων (αν και όχι πάντα λυσιτελή), όμως το κλειδί είναι η Γερμανία που είναι πάντα κάπως πιο απρόθυμη να συμβάλει σε μια τέτοια κατεύθυνση ακόμη και εάν διακηρυκτικά συμφωνεί.
Γιατί βέβαια υπάρχει πάντα και το οικονομικό ζήτημα. Η διαμόρφωση μιας αμυντικής δομής της ΕΕ σημαίνει επιπλέον αμυντικές δαπάνες για τα κράτη μέλη. Και όταν έρχεται η ώρα να μπει το χέρι βαθιά στην τσέπη πάντα έρχονται δεύτερες σκέψεις.