Εδώ και χρόνια το Πεντάγωνο και οι υπηρεσίες πληροφοριών των Ηνωμένων Πολιτειών παρακολουθούν στενά και με κάθε μέσο το εξοπλιστικό πρόγραμμα της Κίνας – τις δαπάνες και τις αγορές, τα νέα όπλα και την τεχνογνωσία, τις καινούργιες εγκαταστάσεις. Εχουν δε διαπιστώσει ότι στόχος του Πεκίνου είναι να αποκτήσει, όσο το δυνατόν πιο σύντομα, ένοπλες δυνάμεις οι οποίες θα μπορούν «να κοιτάξουν στα μάτια» τις αντίστοιχες αμερικανικές.
Παρ’ όλα αυτά, η ταχύτητα με την οποία οι Κινέζοι αναπτύσσουν το πυρηνικό τους οπλοστάσιο φαίνεται πως έχει πιάσει απροετοίμαστη την Ουάσιγκτον, η οποία δηλώνει έκπληκτη. Ή, τουλάχιστον, εμφανίζεται σκοπίμως έκπληκτη, σε μια προσπάθεια να δικαιολογήσει την αναθεώρηση των δυνατοτήτων των ΗΠΑ και τα πολλές εκατοντάδες δισ. που θα απαιτηθούν για τον εκσυγχρονισμό του αντίστοιχου αμερικανικού οπλοστασίου τα επόμενα χρόνια.
Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι το ζήτημα των πυρηνικών ήταν ανάμεσα σε αυτά που έμοιαζε αποφασισμένος να θέσει ο Τζο Μπάιντεν προς τον Σι Τζινπίνγκ κατά την τηλεδιάσκεψη την οποία είχαν οι δύο πρόεδροι τα ξημερώματα της Τρίτης (ώρα Ελλάδας). Μαζί βεβαίως με μια σειρά άλλα «φλέγοντα» ζητήματα, όπως το μέλλον της Ταϊβάν, η κλιματική κρίση και η πανδημία, ο εμπορικός και τεχνολογικός ανταγωνισμός.
«Με κομμένη την ανάσα»
«Ο όρος «με κομμένη την ανάσα» ίσως δεν είναι αρκετός» για να περιγράψει τα συναισθήματα που προκαλούν αυτά που συμβαίνουν, έλεγε χαρακτηριστικά τον Αύγουστο ο ναύαρχος Τσαρλς Ρίτσαρντ, επικεφαλής των πυρηνικών δυνάμεων των ΗΠΑ. «Παρακολουθούμε μία από τις μεγαλύτερες αλλαγές σε επίπεδο γεωστρατηγικής ισχύος που έχει γνωρίσει ποτέ ο κόσμος. Αλλαγή η οποία συμβαίνει ταυτόχρονα με μια θεμελιώδη αλλαγή στον χαρακτήρα του πολέμου» δήλωσε από την πλευρά του, στις αρχές Νοεμβρίου, ο επικεφαλής των ενόπλων δυνάμεων της χώρας, Μαρκ Μίλεϊ. Το έκανε δε λίγο πριν από τη δημοσιοποίηση μιας έκθεσης-βόμβας του Πενταγώνου, η οποία προβλέπει ότι με τους σημερινούς ρυθμούς η Κίνα θα διαθέτει 700 πυρηνικές κεφαλές ύστερα από έξι χρόνια και 1.000 έως το τέλος της δεκαετίας, έναντι 272 σήμερα – πρακτικά δηλαδή θα έχει σχεδόν τετραπλασιάσει τον αριθμό τους έως το 2030.
Ο ίδιος μάλιστα έσπευσε να διευκρινίσει ποια πρέπει να είναι η κατάλληλη απάντηση: «Πρέπει να δράσουμε με την αίσθηση του επείγοντος και να αναπτύξουμε τις δυνατότητές μας σε όλα τα επίπεδα – στεριά, θάλασσα, αέρα, κυβερνοχώρο και στρατηγικές πυρηνικές δυνάμεις – για να ανταποκριθούμε σε αυτό το νέο παγκόσμιο τοπίο που αναδύεται. Πρέπει να δράσουμε τώρα – ειδάλλως, κινδυνεύουμε να καταδικάσουμε τις μελλοντικές γενιές σε αποτυχία». Θα ρωτήσει βεβαίως κανείς: Μα είναι δυνατόν οι Κινέζοι και οι Αμερικανοί να σχεδιάζουν και να αναπτύσσουν περισσότερα και πιο σύγχρονα πυρηνικά όπλα, τη στιγμή που τα ήδη υπάρχοντα (μαζί και της Ρωσίας και των άλλων χωρών που ανήκουν στο ολιγομελές κλαμπ) αρκούν για να καταστρέψουν πολλές φορές τον πλανήτη και να τον καταστήσουν ακατάλληλο για ζωή;
Αποτροπή, ισορροπία και υπεροχή
Εύλογο, αναμφίβολα, το ερώτημα – μόνο που όσοι το θέτουν μάλλον αγνοούν την ουσία (και το παράλογο…) των στρατιωτικών και πυρηνικών δογμάτων. Στόχος τους άλλωστε δεν είναι να πατηθεί το «κουμπί» και να ξεκινήσει ένα πυρηνικό ολοκαύτωμα αλλά κάτι άλλο: τα υπάρχοντα οπλοστάσια να λειτουργούν αποτρεπτικά και, ει δυνατόν, να στέλνουν το μήνυμα στον αντίπαλο ότι έχει σαφές μειονέκτημα και θα «σβηστεί από τον χάρτη» εάν δεν συνθηκολογήσει.
Πρέπει να σημειωθεί ότι μέχρι σήμερα – από τη δεκαετία του ’60 που η Κίνα απέκτησε τις πρώτες της κεφαλές – ο συσχετισμός ήταν σαφής: Στο Πεκίνο κυριαρχούσε το δόγμα του Μάο Τσετούνγκ, ότι ποτέ δεν επρόκειτο να χρησιμοποιήσει πρώτο πυρηνικά όπλα και ότι αυτά που διέθετε είχαν καθαρά αποτρεπτικό χαρακτήρα. Οι ΗΠΑ, από την άλλη, αν και διέθεταν την απόλυτη υπεροχή έναντι των Κινέζων, ανησυχούσαν αρχικά με την ΕΣΣΔ και στη συνέχεια με τη Ρωσία, καθώς εδώ υπήρχε αυτό που θα ονομάζαμε «πυρηνική ισορροπία του τρόμου».
Πλέον, τα δεδομένα αλλάζουν. Παρά το γεγονός ότι ακόμα και οι 1.000 κεφαλές που πιθανώς θα διαθέτει η Κίνα το 2030 είναι πολύ λιγότερες από τις 3.750 των ΗΠΑ (και τις ακόμα περισσότερες της Ρωσίας), αρκούν – σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των ειδικών – για να διασφαλίσουν την ισορροπία. Κι αυτό διότι τόσο ο αριθμός τους και η τεχνολογία τους όσο και οι δυνατότητες εκτόξευσής τους – ειδικά μετά την επιτυχημένη, πρώτη παγκοσμίως, δοκιμή μιας νέας γενιάς υπερηχητικών διηπειρωτικών πυραύλων – μπορούν πλέον να διαπεράσουν τα αμυντικά συστήματα των Αμερικανών.
Οι εκτιμήσεις
Τι μπορεί άραγε να σημαίνει αυτό; Σύμφωνα με την «Washington Post», «όταν οι αντίπαλοι ανησυχούν λιγότερο ότι μια σύγκρουση μπορεί να γίνει πυρηνική, επειδή τα οπλοστάσιά τους είναι ισοδύναμα, είναι πολύ πιο πιθανό να ξεκινήσουν μη πυρηνικούς πολέμους». Ανάλογη εκτίμηση κάνει, μιλώντας στους «FT», ο Βιπίν Ναράνγκ, ειδικός στο πανεπιστήμιο του ΜΙΤ για θέματα πυρηνικών: Οπως ξεκαθαρίζει, ο μεγαλύτερος κίνδυνος σήμερα δεν είναι να ξεσπάσει ένας πυρηνικός πόλεμος αλλά «ένας ιδιαιτέρως έντονος συμβατικός πόλεμος, στο πλαίσιο του οποίου η Κίνα να χρησιμοποιήσει μαζικά τους συμβατικούς πυραύλους που διαθέτει στο «θέατρο» της Ασίας, χωρίς να φοβάται πυρηνική κλιμάκωση από την πλευρά των ΗΠΑ».
Υπό αυτό το πρίσμα, ίσως είναι πιο εύκολο να εξηγηθεί πλέον γιατί αρκετοί φοβούνται ότι ένας πόλεμος για την Ταϊβάν θα ξεσπάσει έως το τέλος της τρέχουσας δεκαετίας.
Εξάλλου, όπως δείχνει και η εμπειρία, προτού φτάσουν στην ισορροπία τρόμου που διατηρήθηκε επί δεκαετίες, οι ΗΠΑ «μετρήθηκαν» με την ΕΣΣΔ σε μια σειρά πολεμικά μέτωπα – μαζί και στην Κρίση των Πυραύλων της Κούβας.