Γύρω από το Πολυτεχνείο υπάρχει ένα παράδοξο. 48 χρόνια μετά υπάρχει μια επιμονή της μνήμης, με έναν τρόπο που δεν το συναντάμε σε άλλες ιστορικές επετείους. Λες και είναι ένα γεγονός που επιμένουμε ως κοινωνία να το θυμόμαστε, να αναφερόμαστε σε αυτό, να έχουμε άποψη ή γνώμη για το πώς πρέπει να τιμάται η μνήμη του.
Τα πρώτα χρόνια η φόρτιση γύρω από το Πολυτεχνείο ήταν εύλογη. Η πτώση της Χούντας ήταν πρόσφατη και μάλιστα αφού πρώτα χρεώθηκε την Κυπριακή Τραγωδία. Το ίδιο το Πολυτεχνείο ήταν ζωντανό βίωμα μιας ολόκληρης χώρας. Το αίτημα της πραγματικής «αποχουντοποίησης» ήταν ενεργό και τροφοδοτημένο από τη συνεχιζόμενη παρουσία ανθρώπων που είχαν υπηρετήσει το δικτατορικό καθεστώς σε νευραλγικές θέσεις.
Σε όλα αυτά ερχόταν να προστεθεί και ένας βαθύτερος ριζοσπαστισμός, πολιτικός αλλά και κοινωνικός, με πολύ μεγάλη απήχηση στη νεολαία και άλλα κομμάτια, που δεν «χωρούσε» στο μεταπολιτευτικό καθεστώς και διεκδικούσε μεγαλύτερες αλλαγές και ο οποίος έπαιρνε διάφορες μορφές. Η εξέγερση του Πολυτεχνείου μπορούσε να είναι ένα σημείο αναφοράς ακριβώς γιατί αποτύπωνε ένα αίτημα ρήξης που υπερέβαινε τα μετεμφυλιακά δημοκρατικά αιτήματα των ηττημένων,
Και βέβαια ήταν μια επίσης βαθιά ριζωμένη πεποίθηση ότι τα αιτήματα της εξέγερσης, αυτά που το κείμενο της ίδιας της Συντονιστικής Επιτροπής συγκεφαλαίωσε στο αίτημα της λαϊκής κυριαρχίας και της εθνικής ανεξαρτησίας, υπερέβαιναν κατά πολύ τη μεταπολιτευτική μετάβαση σε έναν «πλήρη» φιλελεύθερο δημοκρατικό κοινοβουλευτισμό και θα μπορούσαν να δικαιωθούν σε ένα πρόταγμα κοινωνικού μετασχηματισμού και ρήξης με τις «δυτικές» διεθνείς δεσμεύσεις της χώρας.
Όλα αυτά ενισχύονταν από το γεγονός ότι αυτό που συνηθίσαμε να ονομάζουμε «γενιά του Πολυτεχνείου» θα πρωταγωνιστήσει για πολλά χρόνια στα κοινωνικά και πολιτικά πράγματα της χώρας.
Όμως, εάν όλα αυτά ίσχυαν για τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης τι είναι αυτό σήμερα διαμορφώνει αυτή την επίμονη αναφορά στο Πολυτεχνείο.
Η Χούντα και η Μεταπολίτευση ως τομή και συνέχεια μαζί
Ένα πρώτο κρίσιμο σημείο είναι να ξαναγυρίσουμε στην ίδια τη δικτατορία, το ιστορικό της χνάρι αλλά και τα όρια της τομής της Μεταπολίτευσης.
Είναι σαφές ότι η δικτατορία δεν αποτέλεσε κάποιο είδος απλής παρέκκλισης από τη νομιμότητα. Άλλωστε, εξαρχής η θεωρία περί «αφρόνων αξιωματικών» (παράλληλη με τη μεγάλη τότε συζήτηση για το «στιγμιαίο έγκλημα» του πραξικοπήματος) δεν έκρυβε καθόλου ότι απλώς προσπαθούσε να κάνει ένα ιδιότυπο ιδεολογικό damage control για να εξασφαλιστεί η αναγκαία «συνέχεια του κράτους», την ώρα που προφανώς δεν μπορούσε να εξηγήσει ούτε το πώς φτάσαμε στη δικτατορία, ούτε την επιβίωσή της για σημαντικό χρονικό διάστημα.
Αντιθέτως, πιο σωστό είναι να πούμε ότι η δικτατορία ήταν μια επιλογή που προέκυψε μέσα στις ίδιες τις δυναμικές (και τις αντιφάσεις) του μετεμφυλιακού κράτους. Δηλαδή, ενός κράτους δομικά αυταρχικού και βάναυσου, στηριγμένου στην παράλληλη ύπαρξη μιας τυπικής «συνταγματικής νομιμότητας» και ενός «παρασυντάγματος» που εξασφάλιζε μια διαρκή «κατάσταση εξαίρεσης» για όσους θεωρούνταν – όχι μόνο ιδεολογικά αλλά και θεσμικά – ότι δεν ανήκαν στον «εθνικό κορμό» και αναδείκνυε τον Στρατό σε αυτοτελές κέντρο εξουσίας.
Σε αυτό το φόντο η δικτατορία αποτελούσε μία ακόμη πράξη του Εμφυλίου και μάλιστα με όρους που δεν ήταν άσχετοι με τους γεωπολιτικούς υπολογισμούς του Ψυχρού Πολέμου.
Αντιπροσώπευε, δηλαδή, μια εκδοχή «βαθιού κράτος», παρά κάποια «παραβατικότητα». Ως τέτοια αντιπροσώπευε μια συνέχεια με το πριν, αλλά και προφανώς υπήρξαν επιβιώσεις της και μετά: στην κουλτούρα των σωμάτων ασφαλείας, σε τμήματα του κρατικού μηχανισμού, αλλά και σε μια διάχυτη ακροδεξιά υποκουλτούρα που θα επανέρχεται στο προσκήνιο σε διάφορες στιγμές, από ένα σημείο και μετά έως και «μυθοποιημένη», αποτελώντας τμήμα του «πολιτικού φαντασιακού» ενός αρκετά ευρέος πολιτικού φάσματος.
Προφανώς και αυτό δεν υποτιμά το γεγονός ότι ταυτόχρονα η Μεταπολίτευση όντως αποτέλεσε μια τομή, που επικύρωσε ότι η μετεμφυλιακή άρθρωση ενός ολόκληρου συστήματος εξουσίας, μάλλον είχε φτάσει στα όριά της. Άλλωστε, με τον καιρό αποδείχτηκε ότι η υπεράσπιση ενός βασικού πλέγματος κοινωνικών σχέσεων – και των κοινωνικών συμφερόντων που προέκυπταν από αυτές – δεν χρειαζόταν απαραίτητα ένα αυταρχικό ή ακόμη και δικτατορικό «κράτος έκτακτης ανάγκης». Αρκούσε, μια «μαχητική» δημοκρατία που όπου έπρεπε έδειχνε τα και το πιο «αυστηρό» πρόσωπό της και από ένα σημείο και μετά η ίδια η εμπέδωση της αγοράς ως βασικού κοινωνικού ρυθμιστή, όπως και η ενσωμάτωση στο «ευρωπαϊκό πλαίσιο».
Η φοιτητική νεολαία ως καταλύτης
‘Ένα κρίσιμο νήμα είναι η ίδια η καταλυτική παρουσία της νεολαίας. Παρότι αντιστασιακές πράξεις υπάρχουν από την πρώτη στιγμή και υπάρχουν πράξεις μεγάλου ηρωισμού, η δικτατορία έδειξε στην αρχή να «σταθεροποιείται» και να δρομολογήσει τη δική της εκδοχή μετάβασης σε μια σιδερόφραχτη και εκδοχή ελεγχόμενου κοινοβουλευτισμού. Όμως, την ίδια στιγμή στους χώρους της φοιτητικής νεολαίας υπάρχει ένα νέο κύμα ριζοσπαστικοποίησης που συνδυάζει στοιχεία που είχαν ήδη καταγραφεί από τη δεκαετία του 1960 αλλά και νέα, πιο κοντινά στο κλίμα του «παγκόσμιου 1968», έστω και εάν στην Ελλάδα αυτό κυρίως περνούσε μέσα από την εκ νέου συνάντηση με τα ιστορικά ρεύματα της αριστεράς. Η γενιά αυτή, μια γενιά ιδιαίτερα «σύγχρονη» στις πολιτιστικές και ιδεολογικές της αναφορές, ήταν ταυτόχρονα και μια γενιά που κουβαλούσε λιγότερο το βάρος της ήττας.
Η στροφή σε ζητήματα που αφορούσαν τον «μαζικό χώρο» των σχολών (αντί για την παράνομη δράση των πρώτων αντιδικτατορικών χρόνων) τη φέρνει σε επαφή με ευρύτερα κομμάτια. Την ίδια στιγμή ο ριζοσπαστισμός αυτός περνάει και σε κομμάτια εργαζομένων, συχνά επίσης νεαρών σχετικά σε ηλικία, άλλωστε ήδη στη δεκαετία του 1960, στις μεγάλες κινητοποιήσεις κλάδων όπως οι οικοδόμοι και στα Ιουλιανά το 1965, αυτές οι νέες φιγούρες μαχητικών εργαζομένων είχαν κάνει αισθητή την παρουσία τους.
Όλα αυτά βρίσκουν τη θρυαλλίδα που έψαχναν στα ζητήματα που αφορούσαν τους φοιτητικούς συλλόγους, μια φαινομενικά «δευτερεύουσα» πλευρά των ορίων της δήθεν «φιλελευθεροποίησης» του καθεστώτος, και πυροδοτούν μια εξέγερση που πολύ γρήγορα μετατρέπεται από φοιτητική διαμαρτυρία σε καθολική πολιτική αντιπαράθεση με τη δικτατορία.
Το χνάρι μιας συνολικής αμφισβήτησης
Η αναφορά στο Πολυτεχνείο ως «κορυφαία στιγμή του αντιδικτατορικού αγώνα» είναι έως και παραπλανητική από μια σκοπιά. Προφανώς ήταν η κορυφαία στιγμή των κινημάτων που αντιστάθηκαν στη δικτατορία όμως η έννοια του «αντιδικτατορικού αγώνα» δεν πρέπει να γίνει αντιληπτή απλώς και μόνο ως μία διεκδίκηση να επιστρέψουν τα πράγματα στην προτεραία κατάσταση.
Τα αιτήματα του Πολυτεχνείου, τα συνθήματα, οι αναζητήσεις όσων συμμετέχουν προφανώς και υπερβαίνουν κατά πολύ έναν τέτοιο στόχο. Και ανεξαρτήτως των αντιπαραθέσεων που μπορεί να υπήρξαν και τότε και αμέσως μετά ανάμεσα στα διάφορα ρεύματα της αριστεράς για το περιεχόμενο αυτό, ήταν σαφές ότι ήταν ένα αίτημα συνολικότερου μετασχηματισμού, ρήξης με τον πυρήνα του μετεμφυλιακού πλέγματος εξουσίας και διεκδίκησης ενός δρόμου ανεξαρτησίας ιδίως απέναντι στις ΗΠΑ.
Τα αιτήματα αυτά ήταν διάχυτα μέσα στην κοινωνία, υπερβαίνοντας συχνά και τις διαχωριστικές γραμμές κάτι που εξηγεί και γιατί ακόμη και άνθρωποι που δεν προέρχονται από τις διαδρομές της αριστεράς ή του κέντρου, αναφέρονταν σε αυτή τη δυναμική.
Και αυτά ήταν αιτήματα που για πολλούς ανθρώπους παρέμειναν αιτήματα και μπορούσαν να συνδέονται τα επίδικα που αναδεικνύονταν σε κάθε διαφορετική ιστορική στροφή της μεταπολίτευσης.
Το Πολυτεχνείο δεν είναι μυθολογία
Γι’ αυτό τον λόγο και το να πούμε ότι όλα αυτά είναι απλώς το αποτέλεσμα μιας «μυθοποίησης» θα αποτελούσε και αδικία έναντι της πραγματικής σημασίας της εξέγερσης και αδυναμία κατανόησης της ίδιας της αίγλης της. Πιο σωστό θα ήταν ίσως να πούμε ότι η ίδια η δυναμική της εξέγερσης του Πολυτεχνείου υπερέβαινε τα όρια του «αντιδικτατορικού αγώνα», ακόμη και εάν έγινε έως και «επίσημη εορτή».
Ήταν μια δυναμική που και τότε και αργότερα έγινε αντιληπτή ως ένα μια σύγκρουση με ένα συνολικότερο πλέγμα εξουσίας και μια διεκδίκηση μετασχηματισμού που δεν μπορούσε να περιοριστεί απλώς στην τομή της μεταπολίτευσης αλλά διεκδικούσε μια συνολικότερη ρήξη και στο εσωτερικό της χώρας και στο εξωτερικό, αμφισβητώντας το αυτονόητο του «ανήκομεν εις τη Δύση».
Και είναι ακριβώς αυτό το χνάρι της αμφισβήτησης και της ανολοκλήρωτης ρήξης που μπορεί να εξηγήσει και την επιβίωση της αναφοράς σε αυτή, τον τρόπο που επόμενες γενιές νέων, με διαφορετικά βιώματα και αφετηρίες από τη γενιά του αντιδικτατορικού αγώνα, μπόρεσαν και μπορούν να βρίσκουν στη μνήμη της εξέγερσης του Πολυτεχνείου ένα σημείο αναφοράς για τις δικές τους αντιστάσεις, διεκδικήσεις, και ελπίδες, ένα συμβολικό ορόσημο που μπορούσε να λειτουργήσει ως διαρκής ανασημασιοδότηση του αγώνα και της αντίστασης.
Σε αυτό ας προσθέσουμε και μια διάσταση ακόμη. Τα τελευταία χρόνια ο αντιφασιστικός αγώνας έχει αποκτήσει ξεχωριστή βαρύτητα απέναντι στην άνοδο της ακροδεξιάς και τον τρόπο που η δική της «μυθολογία» περιλαμβάνει και τη ρητή εξύμνηση της Χούντας. Σε αυτό το φόντο, η μνήμη της εξέγερσης είναι και μια υπογράμμιση της επικαιρότητας του αγώνα κατά του φασισμού.
Μια ενοχλητική επέτειος
Την ίδια στιγμή επανέρχεται στο προσκήνιο διαρκώς το ερώτημα για την κατάργηση του εορτασμού με τα σημερινά χαρακτηριστικά του. Παρότι συχνά αυτό συνδέεται με την κόπωση από τα «επεισόδια», εάν κανείς προσέξει τα σχετικά διαβήματα, θα δει ότι υπάρχει μια βαθύτερη δυσανεξία με το γεγονός ότι τιμάται μια τέτοια στιγμή ρήξης στη νεώτερη ιστορία.
Ουσιαστικά, το αίτημα κατάργησης ή τροποποίησης του εορτασμού εκφράζει μια έστω και ανομολόγητη επιθυμία να ξεμπερδεύουμε με την ίδια τη μνήμη της εξέγερσης, αλλά και με την ίδια την έννοια της ριζικής αμφισβήτησης μιας πραγματικότητας που διαψεύδει τις προσδοκίες μεγάλου μέρος της κοινωνίας. Η απήχηση πάντως του εορτασμού και των διαδηλώσεων ιδίως σε κομμάτια της νεολαίας πάντως δείχνει ότι εξακολουθεί ο εορτασμός του Πολυτεχνείου να συνδέεται και με σημερινές αγωνίες, αναζητήσεις και διεκδικήσεις.