Είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς σήμερα την Ευρώπη χωρίς την Ευρωπαϊκή Ενωση. Και είναι πιο δύσκολο να φανταστεί κανείς της Ελλάδα εκτός ΕΕ. Αν επιχειρούσαμε μια σύντομη αλλά χρήσιμη αναδρομή στην ευρωπαϊκή πορεία της χώρας, θα συναντούσαμε εκείνες τις πολιτικές προσωπικότητες που τις χαρακτήριζε ο εξωστρεφής πατριωτισμός και συνέδεσαν τη χώρα μας με το ευρωπαϊκό σχέδιο.

Η Ελλάδα ήταν η πρώτη χώρα που υπέβαλε αίτηση σύνδεσης στην ΕΟΚ το 1959 (κυβέρνηση Κωνσταντίνου Καραμανλή). Κορυφαία προσωπικότητα που υπηρέτησε το ευρωπαϊκό όραμα και τη θέση της Ελλάδας σε αυτό, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής ξεχωρίζει για τον ιστορικό ρόλο του και την καθοριστική συμβολή του στην ένταξη στην ΕΟΚ με την ιστορική υπογραφή στο Ζάππειο στις 28 Μαΐου 1979. Ακολούθησαν η διακυβέρνηση Ανδρέα Παπανδρέου και η «ευρωπαϊκή προσαρμογή» του ΠαΣοΚ μέσω των Μεσογειακών Ολοκληρωμένων Προγραμμάτων. Στη συνέχεια έχουμε την κυβέρνηση Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, η οποία συνέβαλε στην ενίσχυση του ρόλου και του λόγου της Ελλάδας μέσα από τις διεργασίες μετάβασης από την ΕΟΚ στην ΕΕ το 1992.

Την ενίσχυση του ρόλου της χώρας μας στην ευρωπαϊκή ενοποιητική διαδικασία ολοκλήρωσε με εύστοχο τρόπο ο Κώστας Σημίτης με την ένταξη της Ελλάδας στην ευρωζώνη το 2001 (συμπληρώσαμε 20 χρόνια φέτος) και την καθοριστική συμβολή του στην ένταξη της Κύπρου.

Από την 1η Ιανουαρίου 1981, που ξεκινά η ενσωμάτωση της Ελλάδας στην ενωσιακή διαδικασία, η χώρα μας ακολούθησε μια στρατηγική επιλογή που οδήγησε στη βαθύτερη ενσωμάτωσή της στο ευρωπαϊκό ενοποιητικό σχέδιο.

Φέτος γιορτάζουμε αυτά τα 40 χρόνια συμμετοχής της χώρας στην ενοποιητική διαδικασία. Θα πρέπει και σήμερα να εξηγηθεί πως η ελληνική κυριαρχία διασφαλίζεται μέσα από την ενίσχυση της συλλογικής ευρωπαϊκής κυριαρχίας. Γιατί τα τελευταία χρόνια κάποιοι επιχείρησαν να εμφανίσουν την εθνική κυριαρχία ως έννοια ασύμβατη με το ευρωπαϊκό σχέδιο. Σήμερα, πρέπει να το έχουν καταλάβουν και αυτοί που θεωρούσαν το ευρώ αιτία της ελληνικής κρίσης και υποστήριζαν το 2015 την αποχώρηση της Ελλάδας από την ευρωζώνη. Και πρέπει να τους θυμίσουμε πως η χώρα δεν κατέρρευσε γιατί η ευρωζώνη λειτούργησε ως δίχτυ ασφαλείας.

Το βιβλίο του καθηγητή Π.Κ. Ιωακειμίδη «Επιτεύγματα και στρατηγικά λάθη της εξωτερικής πολιτικής της Μεταπολίτευσης» (εκδόσεις Θεμέλιο, 2020) καταγράφει με εύστοχο τρόπο τα επιτεύγματα και τα λάθη στρατηγικού χαρακτήρα της εξωτερικής πολιτικής της Μεταπολίτευσης (1974-2020).

Η ένταξη της Ελλάδας στην ΕΟΚ, μετέπειτα ΕΕ, το 1981 ορθώς παρουσιάζεται ως το μείζον επίτευγμα της εξωτερικής πολιτικής της Μεταπολίτευσης. Με τη συμμετοχή της στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα, η Ελλάδα απάντησε με στέρεο και θεσμικό τρόπο στο διαχρονικό ερώτημα του «πού ανήκει, στη Δύση ή στην Ανατολή;».

Στην ανάλυσή του ο Π.Κ. Ιωακειμίδης μάς θυμίζει πως η Ελλάδα ξεκίνησε τη διαδρομή της με ορισμένα βασικά λάθη, καλλιεργώντας ορισμένους μύθους που δεν επέτρεψαν τη γρήγορη και ομαλή προσαρμογή της στις απαιτήσεις της ενοποίησης, και εξηγεί τις πολιτικές, οικονομικές και γεωπολιτικές πτυχές και διαστάσεις της ένταξης της χώρας στην ΕΟΚ/ΕΕ. Πολύ σωστά τις συνδέει με την ένταξη στην Οικονομική και Νομισματική Ενωση (ΟΝΕ) το 2000. Η ένταξη στην ΟΝΕ και η υιοθέτηση του ενιαίου νομίσματος/ευρώ (2002) οφείλονται στην προσπάθεια, στην επιμονή και στο όραμα του Κώστα Σημίτη (1996-2004), ο οποίος το 1998 υπέβαλε, ως πρωθυπουργός, και τη σχετική αίτηση. Με την εφαρμογή ενός προγράμματος σύγκλισης και εκπλήρωσης των σχετικών όρων («όροι του Μάαστριχτ»), η Ελλάδα έγινε, τον Ιούνιο του 2000, το δωδέκατο μέλος της ΟΝΕ. Συμμετείχε πλέον στον ίδιο ενιαίο χώρο με τις ισχυρές χώρες της Ευρώπης (Γερμανία, Γαλλία, Ιταλία, Ισπανία κ.ά.) και σε ένα σταθερό οικονομικό σύστημα που θα μπορούσε να διασφαλίσει νομισματική και δημοσιονομική σταθερότητα. Αυτό βέβαια προϋπέθετε ότι η χώρα θα προωθούσε τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις και προσαρμογές, κάτι που δυστυχώς δεν έκανε (ιδιαίτερα μετά το 2004), με αποτέλεσμα η χώρα να καταλήξει στη δεινή οικονομική κρίση (ελλειμμάτων, χρέους, ανταγωνιστικότητας κ.ά.) το 2010 (σ. 17).

Εκτός από την ένταξη στην ΕΟΚ/ΕΕ και στην ΟΝΕ, ο συγγραφέας μιλάει για άλλα οκτώ επιτεύγματα που «έβγαλαν» την εξωτερική πολιτική από το πεδίο της έντονης πολιτικής αντιπαράθεσης, και αυτά είναι: η ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ενωση (2004), η θέσπιση Μεσογειακών Ολοκληρωμένων Προγραμμάτων – ΜΟΠ (1985), η θέσπιση της Ρήτρας Αμοιβαίας Συνδρομής στη Συνθήκη της ΕΕ (2002-2003), το άνοιγμα της Διαδικασίας Ενταξης των χωρών των Βαλκανίων στην ΕΕ (2003), η κανονικοποίηση των σχέσεων με τις ΗΠΑ, η ανάπτυξη των σχέσεων με το Ισραήλ, η ανάπτυξη των σχέσεων με την Κίνα και η ανάδειξη της Ελλάδας ως χώρας Σταθεροποιητικής Επιρροής και Συνεργασίας.

Η συνολικά επιτυχημένη εξωτερική πολιτική της Μεταπολίτευσης διέπραξε όμως και ορισμένα στρατηγικά λάθη. Ο συγγραφέας τα χαρακτηρίζει «στρατηγικά», καθώς είχαν διαχρονικές συνέπειες για τη χώρα. Περιγράφει με εύστοχο τρόπο πέντε τέτοια στρατηγικά λάθη: την αποχώρηση της Ελλάδας από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ (1974), την εγκατάλειψη των ρυθμίσεων του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του Ελσίνκι για την επίλυση των ελληνοτουρκικών διαφορών (2004), το ζήτημα της ονομασίας της γειτονικής, τη μη επίλυση του κυπριακού προβλήματος (2004, 2017) και τη συμμετοχή της Ελλάδας στις τριμερείς συμπράξεις με χώρες της Αν. Μεσογείου.

Στη συνέχεια της ανάλυσής του, ο Π.Κ. Ιωακειμίδης καταγράφει και τέσσερα άλλα λάθη ή «λάθη», κι αυτά είναι: η ευρεία χρήση από πλευράς Ελλάδας του δικαιώματος της αρνησικυρίας (veto) στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ενωσης κυρίως στην περίοδο 1981-1986, η φιλική στάση της Ελλάδας προς το καθεστώς του Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς στη Σερβία, με την έναρξη της διαδικασίας διάλυσης (1991), η διαχείριση της κρίσης των Ιμίων (1996) και το ανακοινωθέν της Μαδρίτης για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις (1997).

Το βιβλίο του Π.Κ. Ιωακειμίδη αποτελεί ένα χρήσιμο εργαλείο μελέτης της εξωτερικής πολιτικής της Μεταπολίτευσης και για το πώς η Ελλάδα έλυσε το κεντρικό ερώτημα για το πού ανήκει αλλά και για το πώς δεν κατάφερε να ξεπεράσει τα κατάλοιπα του ελληνικού εξαιρετισμού (exceptionalism), που θεωρεί την Ελλάδα ως το «περιούσιο έθνος» και το κέντρο του κόσμου.

Ας αποφύγουμε στο μέλλον τους μοιρολατρικούς τρόπους σκέψης και ας πορευτούμε σε μια ευρωπαϊκή κανονικότητα με γνώμονα έναν εξωστρεφή πατριωτισμό που θέλει την Ελλάδα να προκόβει σε μια ισχυρή και ενωμένη Ευρώπη.

 

*Ο κ. Σωτήρης Ντάλης είναι αναπληρωτής καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου. Από τις εκδόσεις Παπαζήση κυκλοφορεί το βιβλίο του «Mare Nostrum: Μετατοπίσεις ισχύος στον γεωπολιτικό χάρτη της Μεσογείου».