Φιλολογική έρευνα εις βάθος με ισχυρή εποπτεία των πρωτότυπων κειμένων, κριτική της λογοτεχνίας, δηλαδή αναμέτρηση με τη σύγχρονη, εν δράσει λογοτεχνική παραγωγή, θεατρική σκηνοθεσία και θεατρική διδασκαλία, θεατρικές διασκευές από την περίοδο της μεσαιωνικής κυπριακής γραμματείας και της κρητικής λογοτεχνίας της Αναγέννησης, αλλά και δική του ποίηση και πεζογραφία. Δεν υπήρξε δρόμος των γραμμάτων τον οποίο να παρέκαμψε ο Μιχάλης Πιερής, που έφυγε από τη ζωή στις 3 Νοεμβρίου, σε ηλικία 69 ετών.
Γεννημένος το 1952 στα Εφταγώνια της Κύπρου, στην επαρχία της Λεμεσού, ο Πιερής σπούδασε φιλολογία και θέατρο στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και στο Μακεδονικό Ωδείο της ίδιας πόλης, κάνοντας μεταπτυχιακά στη Θεσσαλονίκη και στο Σίδνεϊ της Αυστραλίας. Μελέτησε εκ του σύνεγγυς και διασκεύασε για το θέατρο τον Λεόντιο Μαχαιρά και τον Βιτσέντζο Κορνάρο, εξετάζοντας εκ παραλλήλου επισταμένως τον Γεώργιο Χορτάτση, το δημοτικό τραγούδι, τον Καβάφη, τον Σεφέρη, τον Ελύτη, τον Ρίτσο, τον κύπριο ποιητή Κώστα Μόντη, αλλά και τους νεότερους ελλαδικούς ποιητές Τάκη Σινόπουλο, Γιώργη Παυλόπουλο, Νάσο Βαγενά και Μιχάλη Γκανά. Τον απασχόλησαν επίσης η πεζογραφική γενιά του 1930, ο Γιώργος Θεοτοκάς, αλλά και τα πεζά του Γιώργου Ιωάννου. Πανεπιστημιακός με μακρόχρονη σταδιοδρομία, ο Πιερής έλαβε επίσης μέρος σε εγχειρήματα λογοτεχνικών περιοδικών και δημοσίευσε διηγήματα, ενώ έγραψε θεατρικά έργα και ανέβασε στη σκηνή την αριστοφανική Λυσιστράτη.
Στον σύντομο και εκ των πραγμάτων βιαστικό αυτόν απολογισμό δεν μπορώ παρά να επικεντρωθώ στην ποίηση του Πιερή, που πρόλαβε να μεταφραστεί στα αγγλικά, στα ιταλικά, στα καταλανικά, στα ρωσικά και στα τουρκικά. Στην πρώτη ποιητική συλλογή του, υπό τον τίτλο Ανάσταση και θάνατος μιας πολιτείας (1991), την οποία υπέγραψε ως Μιχάλης Εφταγωνίτης, τα στοιχεία που κυριαρχούν είναι αφενός η ιδιαίτερη πατρίδα του, τα Εφταγώνια, και αφετέρου η «εφιαλτική παρουσία του Ρεθύμνου» (όπως έγραψε η Λίζυ Τσιριμώκου στο Βήμα, τα Χριστούγεννα του 1999). Μια πολιτεία που ταυτίζεται με τη γυναίκα ή μάλλον με μια γυναικεία μορφή η οποία αλλάζει συνεχώς πρόσωπο, περνώντας από τον πόθο και την ερωτική επιθυμία στην αποξένωση και στον θάνατο. Ο ποιητής βιώνει εν προκειμένω μια ακατάπαυστη αίσθηση δίωξης και απομάκρυνσης από κάθε οικείο τόπο ενώ στην αμέσως επόμενη συλλογή του, με τίτλο Ρυθμού και φόβου(1996), στον χορό σπεύδουν να μπουν κι άλλες πόλεις τόσο από την Κύπρο όσο και από την Ευρώπη ή από την Αυστραλία. Ο Πιερής εμφανίζεται πλέον με το πραγματικό του όνομα, αλλά η πικρία, η διάψευση και η ξενότητα δεν φεύγουν από τις εικόνες του και δεν απομακρύνονται από τη γλώσσα του. Είτε μιλάει για την Κύπρο είτε για την υδρόγειο, παραμένει μοναχικός και αποσυνάγωγος – εν τέλει, ένας απόβλητος, που έχει πάψει πλέον να χρησιμοποιεί το κυπριακό ιδίωμα. Στη συλλογή Σ’ όνειρο η πατρίδα (1998), οι πόλεις και οι τόποι συνεχίζουν να παρελαύνουν στους στίχους του (τώρα είναι η Βαρκελώνη, η Βενετία, το Παλέρμο και η Αγία Πετρούπολη) ενόσω η αρνητική διάθεση δεν θα διστάσει να παραχωρήσει τη θέση της στην ευδία, στην υπέρβαση του αλλοτινού στενόχωρου κλίματος.
Στην Αφήγηση του 2002 (το 2005 θα κυκλοφορήσει μια ακόμα συλλογή, οι Τόποι γραφής), ο Πιερής θα κάνει λόγο για τις σκοτεινές όψεις του έρωτα, αλλά και για την ασταμάτητη πάλη μεταξύ παρόντος και παρελθόντος. Σε αυτό το «εκτενές συνθετικό ποίημα αφηγηματικής τάξεως» (όπως το χαρακτήρισε ο Γιώργης Γιατρομανωλάκης και πάλι στο Βήμα, τον Μάιο του 2003) ο Πιερής αναδεικνύει εμμέσως πλην σαφώς τους δεσμούς της λογοτεχνίας με τη ζωή, διερευνώντας το πώς η ατομική συνθήκη συγχωνεύεται στο εσωτερικό της ποίησης με τα δημόσια πάθη, για να σχηματίσει μαζί τους ένα αδιαίρετο όλο. Κι αυτό λέει ασφαλώς πολλά τόσο για το ύφος όσο και για το ήθος του ποιητή.