Το ερώτημα αυτό είναι παράλληλο με το ερώτημα γιατί είχαμε τόσο πολλούς αγανακτισμένους. Τόσο πολλούς που κάποια στιγμή έγιναν κυβέρνηση. Τον ΣΥΡΙΖΑ δεν τον ψήφισε το 36% ως αριστερό κόμμα αλλά ως αντιμνημονιακό. Γι’ αυτό και τώρα που δεν είναι και δεν μπορεί να είναι αντιμνημονιακό κόμμα, δυσκολεύεται πολύ να επανακτήσει την παλιά δυναμική του. Είναι το ίδιο με το ερώτημα γιατί η Πορτογαλία και η Ιρλανδία, ακόμη και η Κύπρος, βγήκαν από τα μνημόνια σε τρία χρόνια, με τις μικρότερες απώλειες, ενώ η Ισπανία κατάφερε να μην μπει καθόλου. Το ίδιο συνέβη και με την Ιταλία. Αντιθέτως η Ελλάδα έμεινε δέκα χρόνια με τεράστιο κόστος.
Δεν είναι ο φόβος που επηρεάζει σχεδόν το 40%, από τις τελευταίες στην κατάταξη των χωρών με εμβολιασμένους στη Δυτική Ευρώπη, και δεν έχει κάνει καμία δόση εμβολίου. Ακόμη και η Τουρκία έχει 57% εμβολιασμένους με δύο δόσεις και 8% με μία. Τον Μάρτιο η εξήγηση του φόβου ήταν κατανοητή. Σήμερα όμως που υπολογίζεται πως έχουν δοθεί πάνω από τρία δισεκατομμύρια δόσεις παγκοσμίως, με ελάχιστα κρούσματα θανατηφόρων περιπτώσεων, η επίκληση του φόβου και του «αδοκίμαστου εμβολίου» αποκρύπτει άλλες κοινωνικές διαδικασίες. Οι άνθρωποι αυτοί νομίζουν πως αντιστέκονται στο σύστημα. Αυτό που συμβαίνει στη χώρα μας, αποδεικνύει πως η Ελλάδα αν και είναι εξόχως δυτική χώρα, παραδόξως είναι και αντινεωτερική. Ενα κράτος που από πολύ νωρίς ψήφισε πρωτοπόρα Συντάγματα, είχε βουλευτικές εκλογές, ακόμη και η δεδηλωμένη ήρθε πολύ νωρίς σε σχέση με άλλα δυτικά ευρωπαϊκά κράτη, παρ’ όλα αυτά σε επίπεδα συμπεριφοράς και ηθικού πολιτισμού παρέμεινε σε προ ή αντινεωτερικά επίπεδα.
Η λογική των ελλήνων αρνητών του εμβολιασμού συναντά την ιδεολογία που υποστηρίζει πως «των Ελλήνων οι κοινότητες φτιάχνουν άλλο γαλαξία». Στον ελληνικό «γαλαξία» απουσιάζει εκείνη η δυτική διαδικασία που προσδιορίζεται με τον όρο «κοινωνική κοσμιότητα» (societe civilite) και εκφράζει τη διαδικασία εσωτερίκευσης των κανόνων σεβασμού στις διαπροσωπικές σχέσεις. «Η έννοια «κοινωνική κοσμιότητα» απέκτησε τη σημασία της για τη δυτική κοινωνία, την εποχή όπου κατακερματίστηκε η κοινωνία των ιπποτών και η ενότητα της καθολικής Εκκλησίας» έγραφε ο Νόρμπερτ Ελίας στο «Η εξέλιξη του Πολιτισμού» (Νεφέλη, μετάφραση Εμη Βαϊκούση, Α τόμος, σ. 127).
Στα καθ’ ημάς απουσιάζει εκείνη η κίνηση εκπολιτισμού των ανθρώπινων συμπεριφορών, όπου ο κατασταλτικός εξωτερικός καταναγκασμός για τη χαλιναγώγηση των παθών και των άμετρων συμφερόντων μετατρέπεται σταδιακά, μέσω της αλλαγής των συνθηκών διατροφής, ατομικής επικοινωνίας, μεταβολής στη στάση έναντι των φυσικών αναγκών, σε εσωτερικό και κυρίως μέσα από τη συνειδητοποίηση πως το ατομικό (το σώμα μου) δεν είναι «νησί» αλλά κάτι που βρίσκεται εντός μιας κοινότητας σωμάτων. Αυτές οι αλλαγές στη συμπεριφορά και στις δομές των αισθημάτων μεταδίδονται αργά στην κοινωνία, κάνοντάς την περισσότερο ανεκτική και λιγότερο επιθετική ακόμη και σε περιόδους έκτακτων περιστάσεων όπως οι πόλεμοι και οι πανδημίες. Να τι δεν απουσιάζει σε πολλές δυτικές χώρες, και οι εμβολιασμοί, με τουλάχιστον μία δόση, φτάνουν μέχρι και το 90% στην Πορτογαλία, το 80% στην Ισπανία, το 77% στην Ολλανδία, το 76% στην Ιταλία και το 71% στη Μεγάλη Βρετανία – κυριαρχούν οι με τις δύο – και να τι απουσιάζει στην Ουκρανία με 17%, στη Βουλγαρία και τη Ρουμανία με 25% εμβολιασμένους, αλλά και στην καθολική κεντροευρωπαϊκή Πολωνία με 54%. Η επίσης κεντροευρωπαϊκή Ουγγαρία, παρά τον Ούρμπαν, που λόγω της Αυστροουγγαρίας έζησε αυτές τις διαδικασίες, φτάνει στο 62%. Η Γερμανία, μια άλλη πολιτισμικά διχασμένη χώρα ανάμεσα στη «γερμανική» κουλτούρα ως συλλογικής ψυχής, αυθεντικής ζωής που προσιδιάζει στον «λαό» και στον δυτικό πολιτισμό ως δήθεν μιας τεχνητής πραγματικότητας, δύσκολα αγγίζει το 67%, κάτω από Ιαπωνία και Καναδά με 78% και οι δύο. Ενώ και οι ΗΠΑ που δεν γνώρισαν τις διαδικασίες που περιέγραψα παραπάνω, παρά τις προσπάθειες της Διοίκησης Μπάιντεν, έχουν 57% πλήρως και 8,6% με μία δόση εμβολιασμένους (πηγή για όλα τα παραπάνω στοιχεία το Our world in data).
Στην Ελλάδα η λογική τού το «σώμα μου το κάνω ό,τι θέλω», είναι ίδια με τη λογική των αγανακτισμένων και του «δεν πληρώνω» που διατυμπάνιζαν πως προσωπικά δεν επιτρέπουν καμία μείωση του εισοδήματός τους, ακόμη και αν αυτή ήταν αναγκαία για τη διατήρηση της κοινωνικής συνοχής. Δεν φταίει όμως μόνο ο λαός που είναι μαραζιάρης. Φταίει και ο λυράρης, όπως τραγουδούσε σε στιγμές μεγάλης προοδευτικής έμπνευσης ο αυθεντικός Διονύσης και όχι ο «νεορθόδοξος» Σαββόπουλος. Ο Διονύσης που επίσης αναρωτιόταν τι να τα κάνει τέτοια τραγούδια που ποτέ δεν λένε την αλήθεια. Τέτοιος λυράρης είναι μεγάλο τμήμα του ελληνικού πολιτικο-κομματικού συστήματος. Χρειάζονται κυβερνώντες πολιτικοί με πυγμή, που να μη φοβούνται να «τραγουδούν» κατά μεσαιωνικών αντιλήψεων και στρωμάτων που σκέπτονται ανάλογα. Ετσι κανείς δεν κατάλαβε – ή μάλλον κατάλαβε πολύ καλά – γιατί οι ιερείς και οι στρατιωτικοί δεν υποχρεούνται να εμβολιαστούν. Χρειάζονται όμως και αντιπολιτευόμενοι πολιτικοί που δεν θα σπεύδουν να εκμεταλλευτούν κάθε κύμα αντιδραστικής αντίστασης γαργαλώντας τις τα ένστικτα. Μακροπρόθεσμα για να αλλάξουν όλα αυτά χρειάζεται άλλη Παιδεία και ανανεωμένοι πολιτικοί σχηματισμοί. Μέχρι τότε ελπίζω να μη συμβούν τα χειρότερα με την πανδημία.
Ο κ. Γιώργος Σιακαντάρης είναι δρ Κοινωνιολογίας.