Γράφοντας σε αυτή τη στήλη στις 24 Οκτωβρίου είχαμε επισημάνει ότι η υποκρισία ξεχειλίζει αναφορικά με εκείνους οι οποίοι επιμένουν να ασκούν κριτική – εκ του ασφαλούς – σε όσα κράτη της ΕΕ βρίσκονται στην πρώτη γραμμή των εξωτερικών συνόρων της Ενωσης και έχουν αποφασίσει να ακολουθήσουν μία σαφώς αυστηρότερη πολιτική στο Μεταναστευτικό σε σχέση με εκείνη που είχε ακολουθηθεί τη διετία 2015-2016. Η κριτική επικεντρώνεται στο ευαίσθητο ζήτημα των επαναπροωθήσεων, για το οποίο έχει από διάφορες πλευρές κατηγορηθεί η Ελλάδα και έχει πλέον λάβει ευρύτερες διαστάσεις εξαιτίας όσων συμβαίνουν το τελευταίο διάστημα στα σύνορα Λευκορωσίας, Πολωνίας και Λιθουανίας, όπου χιλιάδες μετανάστες από χώρες όπως το Ιράκ ή η… Υεμένη προσπαθούν να εισέλθουν στην ΕΕ.
Οσα συνέβησαν το βράδυ της περασμένης Τρίτης στο Μέγαρο Μαξίμου, με την ερώτηση-καταγγελία της ολλανδής συναδέλφου στον Κυριάκο Μητσοτάκη κατά τη διάρκεια της συνέντευξης Τύπου με τον πρωθυπουργό της Ολλανδίας Μαρκ Ρούτε, δεν μπορούν και δεν πρέπει να θεωρούνται αποκλειστικά υπό το πρίσμα της ταυτότητας ή της προσωπικότητας μιας δημοσιογράφου – εκτός κι αν κάποιοι θέλουν να επιδοθούν σε δολοφονία χαρακτήρος. Το ζήτημα που πρέπει να συζητηθεί είναι αν σήμερα υπάρχει μια αλλαγή της ΕΕ αναφορικά με τη διαχείριση του Μεταναστευτικού και πώς αυτή συγκρίνεται με το 2015-2016.
Τα γεγονότα του Εβρου τον Μάρτιο του 2020 θα πρέπει πλέον να χαρακτηρίζονται ως παράγοντας «αλλαγής του παιχνιδιού» για το Μεταναστευτικό στην Ευρώπη. Ηταν η πρώτη φορά που υπήρξε μία τόσο οφθαλμοφανής απόπειρα εργαλειοποίησης του Μεταναστευτικού από μία χώρα (Τουρκία) έναντι ενός γειτονικού κράτους (Ελλάδα). Το 2015-2016 πολλοί μιλούσαν για αξιοποίηση του Μεταναστευτικού ως μοχλού πίεσης από την Αγκυρα. Το 2020 η κλίμακα ήταν εντελώς διαφορετική. Στα δε σύνορα Λευκορωσίας – Πολωνίας και Λευκορωσίας – Λιθουανίας, η ίδια μέθοδος της εργαλειοποίησης ανθρώπων βρίσκει ξανά εφαρμογή και μοιάζει να οδηγεί την ΕΕ σε αναθεώρηση παλαιών επιλογών.
Ποιος να φανταζόταν ότι θα εξετάζονταν κυρώσεις κατά της Turkish Airlines, όταν το 2015-2016 ουδείς τολμούσε να μιλήσει δημοσίως για τους βορειοαφρικανούς μετανάστες που έφθαναν χωρίς βίζα στην Κωνσταντινούπολη και από εκεί στα μικρασιατικά παράλια για να περάσουν στα νησιά του Αιγαίου. Ποιος επίσης φανταζόταν ότι χώρες όπως η Λιθουανία θα μιλούσαν ακόμη και για «νόμιμες» επαναπροωθήσεις, που προφανώς διαφέρουν από τον εντοπισμό (από το Λιμενικό Σώμα) βαρκών γεμάτων ανθρώπους που ξεκινούν από τα τουρκικά παράλια υπό την… εποπτεία πολλές φορές της τουρκικής ακτοφυλακής για να φθάσουν στα ελληνικά χωρικά ύδατα.
Οσοι παρακολουθούν τα τεκταινόμενα στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο έχουν αντιληφθεί ότι έχει διαμορφωθεί μία πλειοψηφία που ζητεί πλέον αυστηρότερη πολιτική προστασίας των εξωτερικών συνόρων. Η επιστολή της 7ης Οκτωβρίου, που απεύθυναν προς τον αντιπρόεδρο της Κομισιόν Μαργαρίτη Σχοινά και την επίτροπο Εσωτερικών Υποθέσεων Ιλβα Γιόχανσον οι υπουργοί 12 κρατών-μελών, με την οποία ζητούν προσαρμογή του υπάρχοντος νομικού πλαισίου στις «νέες πραγματικότητες» και στις «απόπειρες εργαλειοποίησης» του Μεταναστευτικού για πολιτικούς σκοπούς, ήταν το πρώτο βήμα. Οι υπουργοί ζητούν προσαρμογές στον Κώδικα Συνόρων Σένγκεν (SBC) και κοινοτική χρηματοδότηση για ανάληψη άμεσης δράσης αποτροπής τέτοιων φαινομένων με τη χρήση και συνοριακών φρακτών. Η λογική τους είναι ότι σε διαφορετική περίπτωση θα επαναληφθούν φαινόμενα όπως εκείνα του 2015-2016 με την επαναφορά εσωτερικών συνοριακών ελέγχων στη Ζώνη Σένγκεν.
Η Κομισιόν πρόκειται να παρουσιάσει μέχρι τα τέλη του έτους τις προτάσεις της για την αναθεώρηση του SBC. Προς το παρόν υπάρχουν αντιστάσεις στις προαναφερθείσες ιδέες, αλλά ακόμη και ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Σαρλ Μισέλ αφήνει πλέον ανοικτό το παράθυρο που άνοιξε στην τελευταία συνάντηση των «27» στις Βρυξέλλες. Το παιχνίδι τώρα αρχίζει…