«Εχει αλλάξει η Ελλάδα;». Ο Σεφέρης τουλάχιστον – από το 1935 στο «Μυθιστόρημα» – απαντάει: Οχι.
Οι τρεις βράχοι, τα λίγα καμένα πεύκα και το ρημοκλήσι ξαναρχίζουν στο ίδιο τοπίο αντιγραμμένο με την προσθήκη και των τριών μεγάλων ονομάτων που κυβερνούν από την εποχή της ΕΡΕ.
Δεν μου φαίνεται λοιπόν υπερβολικό να θυμηθώ ένα κείμενό μου στο «Βήμα» της 12ης Ιανουαρίου 2012, κατά την περίοδο της κυβέρνησης Λουκά Παπαδήμου που σχηματίστηκε (σαν να ‘ταν χθες, σαν να ‘ναι αύριο) με την υποστήριξη του ΠαΣοΚ του Γιώργου Παπανδρέου, της ΝΔ και του ΛΑΟΣ. Δεν ξέρω, αλλά αυτό που συνέβη τότε στοιχειώνει, δομικά τουλάχιστον, το σήμερα, εν όψει μάλιστα και της απλής αναλογικής.
Σήμερα ο Παπανδρέου περίπου επανεκλέγεται. Η ΝΔ δοκιμάζεται εμφανώς από τις δυσκολίες της συγκυρίας, αφανώς από τον Αντώνη Σαμαρά και τους δυσαρεστημένους εσαεί καραμανλικούς, μηδέ του Κακλαμάνη εξαιρουμένου. Ως προς το ΛΑΟΣ; Συγκυβερνά με τους τρεις εκλεκτούς του ευνοημένους από τον Κυριάκο Μητσοτάκη. Και επειδή η Ιστορία είναι η ειρωνεία εν πορεία, τίποτα δεν αποκλείεται. Στο παζλ του μέλλοντος γιατί να μην εντάξω και τον ΣΥΡΙΖΑ; Κόμμα εξουσίας δεν είναι και αυτό; Ο Ανδρέας Παπανδρέου δεν είναι το πρότυπο του αρχηγού του; Οι συμπεριφορές των παλαιών συντρόφων δεν θυμίζουν την υπομονετική στάση των στελεχών του Ανδρέα;
Ο τίτλος λοιπόν του άρθρου μου στο «Βήμα» τότε («Της μιας δραχμής τα γιασεμιά»), σήμερα γιατί να μην επανεγγραφεί: «Του ενός ευρώ τα γιασεμιά»; Οι τιμές καλπάζουν.
Οι δανειστές επανέρχονται. Τα ευρώ δεν περισσεύουν. Αλλά τα γιασεμιά με εκείνα τα κοριτσάκια στις ταινίες του Τζαβέλα – τη Μαριλίζα, την Εφη, τη Θεοδώρα – που πουλούσαν το μπουκετάκι στα τραπεζάκια του καφενείου της Βουλής;
Εγραφα λοιπόν πως ό,τι απέμεινε από το ΠαΣοΚ συνοψίζεται στις αποστροφές των δύο μοιραίων ανδρών του, προέδρου και αντιπροέδρου: «Λεφτά υπάρχουν», «Ολοι μαζί τα φάγαμε». Αυτοί όμως οι μοιραίοι άνδρες, που δεν ξέρουν τι να το κάνουν, μοντάρισαν προσεκτικά τις κομματικές διαδικασίες, όπως οι φυσιοδίφες τα κοκαλάκια από σκελετό δεινοσαύρου. Αλλά η εξέλιξη των ειδών τούς ξεπέρασε. Και οι δηλώσεις τους – κάτι για «καθήκον», κάτι για «καταστατικό» – ακούγονται σαν μαγνητοφωνημένα επιθανάτια μουγκρητά στο Μουσείο της Φυσικής Ιστορίας, του Εθνικού τους Συμβουλίου. Η Ελλάδα καταρρέει και αυτοί, μαζί με τους δελφίνους τους, ασχολούνται με ποσοστά.
Αλλα περιμένει ο κόσμος: ένα ταρακούνημα από τα κάτω που θα επαναφέρει το κατασυκοφαντημένο «Ας είμαστε ρεαλιστές, να ζητήσουμε το αδύνατο». Διότι αντεστραμμένη αυτή η σύγχρονη κατηγορική προστακτική ακούγεται σαν «Ας είμαστε ουτοπιστές, να ζητήσουμε τον ρεαλισμό».
Ρεαλισμός δεν είναι ασφαλώς τα κανιβαλικά σχέδια των δανειστών μας και της Μέρκελ, ούτε η κρυφή ατζέντα των εργοδοτών για τους μισθούς που θα μας κόψουν, ούτε οι παιάνες της Αριστεράς, ούτε η σωτήρια επιστροφή στη δραχμή και στα γιασεμιά που, εκτός από τον Λαφαζάνη, θα την ήθελε και ο Χρύσανθος Λαζαρίδης. Απαντούν τάχα στο ερώτημα «πώς μπορεί κανείς να είναι κάτι περισσότερο από ενσαρκωτής ενός ρόλου σ’ ένα ήδη γραμμένο σενάριο;». Να μην είναι δηλαδή απλώς ένας πολιτικός της πεντάρας (υποδιαίρεση της δραχμής) αλλά κάποιος που αναγνωρίζει πως ενώ κανένα συναίσθημα αλληλεγγύης δεν είναι έμφυτο στον άνθρωπο, ο ίδιος γίνεται εχθρός της αδικίας. Εγραφε ο Ζίζεκ ποιητική αδεία: «Να δώσουμε κόκκινο μελάνι σε όσους νιώθουν ελεύθεροι επειδή τους λείπει η γλώσσα για να αρθρώσουν την ελευθερία τους». Εγώ θα συνεχίσω να γράφω με μαύρο μελάνι. Κι αν διαφωνώ με τους κολεγιόπαιδες του Πρίνστον, είναι γιατί διαβάζω καλύτερα τον δάσκαλό τους Ρίτσαρντ Ρόρτι.
«Ονομάζω είρωνες όσους δεν παίρνουν τον εαυτό τους στα σοβαρά, διότι πάντα έχουν επίγνωση ότι οι όροι με τους οποίους περιγράφουν τον εαυτό τους υπόκεινται σε αλλαγές (…) ανησυχούν μήπως η διαδικασία της κοινωνικοποίησης που τους έκανε ανθρώπους, δίνοντάς τους μια γλώσσα, τους έδωσε μια λάθος γλώσσα και, άρα, τους έκανε λάθος ανθρώπους».
Εδώ μέσα στα βότσαλα βρήκαμε ένα νόμισμα
και το παίξαμε στα ζάρια
Το κέρδισε ο μικρότερος και χάθηκε.
Ξαναμπαρκάραμε με τα σπασμένα μας κουπιά
(«Μυθιστόρημα», ΙΒ’)
ΥΓ.: Εννοείται πως βλέπω κι εγώ την Ελλάδα ως τοπίο (καμένα πεύκα, ρημοκλήσι). Και μάλιστα, ως τοπίο ανθρώπων.