Το πολιτικό κίνημα που ξεκίνησε το 1974 ως ΠαΣοΚ και συνεχίζει ως ΚΙΝΑΛ βρίσκεται σήμερα σε μια από τις κρισιμότερες καμπές της ιστορίας του. Η πολιτική και εκλογική του ανόρθωση και η ανάδειξή του σε πρωταγωνιστική πολιτική δύναμη συνιστούν για το Κίνημα ένα υπαρξιακού τύπου ζήτημα. Μέσα σε αυτή την πραγματικότητα, ναι μεν η εκλογή νέου προέδρου είναι αναμφισβήτητα ένα κομβικής σημασίας θέμα, πλην όμως θεωρώ ότι οι γενικότερες εξελίξεις θα υπερκαθοριστούν από τη δυναμική των πραγμάτων αναφορικά με το ακόλουθο βασικό ερώτημα: ποιος είναι ο λόγος για τον οποίο πρέπει να συνεχίσει να υπάρχει αυτό που ξεκίνησε το 1974; Ερώτημα, άλλωστε, στο οποίο θα πρέπει να απαντήσουν όλοι οι υποψήφιοι πρόεδροι. Αλλά και να εργαστεί για την υλοποίηση της απάντησης που θα δοθεί εκείνος ο οποίος, τελικά, θα εκλεγεί σε αυτή την επίζηλη θέση.
Το ΠαΣοΚ υπήρξε ένας σημαντικός σταθμός στη νεοελληνική κοινωνική και πολιτική ιστορία. Η άνοδός του στην εξουσία σήμανε το τέλος της μακράς περιόδου κοινωνικο-πολιτικής δομικής ανωριμότητας, πολιτικής ανωμαλίας και αστάθειας που είχε ξεκινήσει με τον Διχασμό του 1915 και την έναρξη μιας εποχής ενός ομαλού πολιτικού και κοινοβουλευτικού βίου, ο οποίος προσιδιάζει στις ελεύθερες και πολιτισμένες κοινωνίες. Κάτι, άλλωστε, που ήταν ταυτόσημο με την επιδίωξη και την υλοποίηση της ισονομίας των ελλήνων πολιτών η οποία είναι, αναμφίβολα, επίτευγμα και ιστορική παρακαταθήκη του ΠαΣοΚ.
Η πορεία του ΠαΣοΚ, όμως, στην εξουσία και η κληρονομιά που κατέλιπε είναι διττής φύσεως. Από τη μια πλευρά, η κυβερνητική πορεία του ήταν πράγματι συνώνυμη με τον θεσμικό εκσυγχρονισμό και την κοινωνική χειραφέτηση του ελληνικού λαού, καθώς και με την εγκαθίδρυση ενός πολιτικού πολιτισμού ο οποίος για πρώτη φορά στη νεότερη ελληνική ιστορία στηριζόταν στην ιδεολογία και στον λόγο (που μπορεί ενίοτε να ήταν και δημαγωγικός ή άστοχος, αλλά αυτό είναι άλλο θέμα) και όχι στους μαγκουροφόρους, στις «έκτακτες εξουσίες» ή στον έλεγχο του φρονήματος των πολιτών και στα σώματα ασφαλείας ως ρυθμιστικούς παράγοντες του πολιτεύματος. Η συμβολή αυτή του ΠαΣοΚ είναι ανεκτίμητης σημασίας και μακροχρόνιας εμβέλειας. Η ελληνική κοινωνία ενηλικιώθηκε πολιτικά και χειραφετήθηκε ιδεολογικά, τείνοντας σταδιακά προς τα πολιτιστικά και πολιτικά πρότυπα του ανεπτυγμένου κόσμου.
Αυτό όμως δεν ήταν, δυστυχώς, το όλον των πεπραγμένων του ΠαΣοΚ και των επιπτώσεων της κυβερνητικής πολιτικής του επί του ελληνικού κοινωνικού σώματος. Υπάρχει και η άλλη πλευρά, καθώς το ΠαΣοΚ ευθύνεται σε μεγάλο βαθμό για τη διόγκωση και τον γιγαντισμό του πελατειακού κράτους που είχε δημιουργήσει η Δεξιά μετά τον Εμφύλιο. Ευθύνεται σημαντικά, επίσης, για την ολοκληρωτική κυριαρχία μιας ιδεολογίας παρασιτισμού και συλλογικής ανευθυνότητας την οποία στην προ ΠαΣοΚ εποχή της δεξιάς μονοκρατορίας εγκολπώνονταν και μονοπωλούσαν τα στρώματα και οι ομάδες εκείνες που ήταν στενά συνδεδεμένες με τη μετεμφυλιακή εξουσία. Το τεράστιο, ισοδύναμο με έγκλημα καθοσιώσεως, ιστορικό σφάλμα του ΠαΣοΚ έγκειται στο ότι αντί να ισοπεδώσει και να ξεριζώσει τον παρασιτισμό και το πελατειακό κράτος από τη χώρα, κινήθηκε στην ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση: προσπάθησε να δώσει πρόσβαση και να καταστήσει οργανικά τμήματα του παρασιτισμού και του πελατειασμού όσο το δυνατόν μεγαλύτερα κομμάτια του πληθυσμού που στην προηγούμενη περίοδο της δεξιάς κυριαρχίας ήταν αποκλεισμένα από εκεί, θεωρώντας πως αυτό αποτελούσε ένα είδος «εμβάθυνσης» της δημοκρατίας. Κάτι που, φυσικά, δεν ήταν αλήθεια. Με αυτή την έννοια, ναι μεν την κύρια και βασική ευθύνη για τη χρεοκοπία της χώρας έχει η καταστροφική διακυβέρνηση της Δεξιάς της πενταετίας 2004-2009, πλην όμως και το ΠαΣοΚ έχει σημαντική ιστορική ευθύνη για την πορεία της χώρας προς τη χρεοκοπία και την επακόλουθη δραματική δοκιμασία της τελευταίας δεκαετίας.
Το ποια από αυτές τις δύο πλευρές του ΠαΣοΚ και της κληρονομιάς του θα πρέπει να διεκδικήσει το νέο Κίνημα, το ποια θα πρέπει να απορρίψει και ποια δυναμική θα πρέπει να εκφράσει είναι, νομίζω, προφανές.
Εχει όμως κάτι να προσφέρει το Κίνημα αυτό; Υπάρχει μια ανάγκη που δεν την καλύπτουν τα άλλα κόμματα και παρατάξεις; Θεωρώ πως η απάντηση σε αυτά τα ερωτήματα πρέπει να είναι κατηγορηματικά καταφατική. Η χώρα έχει σήμερα περισσότερο από κάθε άλλη φορά την ανάγκη ενός πατριωτικού, εκσυγχρονιστικού πολιτικού κινήματος, ενός κινήματος που θα πάρει το ιστορικό νήμα από τον Ελευθέριο Βενιζέλο, από το μεταρρυθμιστικό Κέντρο του Μεταπολέμου και από τις εκσυγχρονιστικές και πατριωτικές πλευρές του ΠαΣοΚ και θα εκφράσει τον δυναμισμό της κοινωνικής ανάταξης που όλοι αντιλαμβάνονται πως είναι ο βασικός όρος επιβίωσης της χώρας. Αυτό το καθήκον, φυσικά, δεν μπορεί να το φέρει εις πέρας το συντηρητικό στην πραγματικότητα και ημιολοκληρωτικό στην πολιτική του παιδεία κομματικό συνονθύλευμα που λέγεται ΣΥΡΙΖΑ. Εκείνο το οποίο διέσυρε την Ελλάδα διεθνώς και επέφερε τρομερά πλήγματα κατά τη διάρκεια της τετραετούς διακυβέρνησής του, τόσο στην κοινωνική συνοχή όσο και στην οικονομική δομή της χώρας. Και δεν μπορεί να το κάνει ούτε το κόμμα της Νέας Δημοκρατίας, διότι ανεξάρτητα από το κατά πόσο η εκάστοτε ηγεσία του είναι περισσότερο, λιγότερο ή καθόλου μεταρρυθμιστική και εκσυγχρονιστική, ο μεγάλος όγκος του κόμματος, ο βασικός κορμός του, όχι μόνο δεν έχει αποκόψει τον ομφάλιο λώρο που τον συνδέει με το πελατειακό κράτος, τον παρασιτισμό και την οπισθοδρομικότητα, αλλά, αντιθέτως, βρίσκεται γονιδιακά σε θερμό διαχρονικό εναγκαλισμό μαζί του. Η χώρα σήμερα χρειάζεται ένα πατριωτικό κίνημα με προοδευτικό, φιλολαϊκό πρόγραμμα, αλλά και με ιδεολογική οξυδέρκεια, τα μέλη και τα στελέχη του οποίου θα υποστηρίζουν και θα αγωνίζονται, τόσο όταν το κίνημα βρίσκεται στην κυβέρνηση όσο και όταν βρίσκεται έξω από αυτή, για μια Ελλάδα ευνομούμενη και κοινωνικά δίκαιη στο εσωτερικό, ισχυρή στο εξωτερικό και αμυντικά απρόσβλητη στα σύνορά της. Χρειάζεται ένα κίνημα που θα εκφράσει τον κόσμο της εργασίας, της παραγωγής και της δημιουργίας και που θα σταθεί μετωπικά απέναντι στις δυνάμεις της καθυστέρησης και του παρασιτισμού, όσο ισχυρές και αν αυτές είναι.
Αυτό είναι το μόνο κοινωνικό και πολιτικό κίνημα που μπορεί να φέρει έναν άνεμο δημιουργίας και συλλογικής αυτοπεποίθησης στη χώρα μας. Το πολιτικό μέλλον του ΠαΣοΚ-ΚΙΝΑΛ θα κριθεί από το κατά πόσο θα μπορέσει να εκφράσει αυτό το κίνημα. Είναι κάτι που μπορεί και πρέπει να γίνει με ειλικρίνεια, αυτοκριτική διάθεση και πνευματικό θάρρος απέναντι στα ιστορικά πεπραγμένα όλων μας, αλλοτρίων και ημετέρων. Αλλά, κυρίως, με την αποφασιστικότητα να ξεπεράσουμε τα «κακώς κείμενα» τα οποία η μέχρι σήμερα διακομματικά κυριαρχούσα «ρεαλιστική» πολιτική προσέγγιση αποδέχεται μοιρολατρικά ως κάτι το φυσιολογικό, έστω και αν, τελικά, είναι η αιτία όλων των δεινών μας.
Η συνέχεια του ιστορικού ΠαΣοΚ και η ταυτόχρονη υπέρβασή του πρέπει να είναι ακριβώς αυτή: από τη μια να στραφεί εναντίον της αρνητικής πλευράς του παρελθόντος του, καταπολεμώντας ανελέητα και κατεδαφίζοντας το πελατειακό κράτος και τον παρασιτισμό, και από την άλλη να συνεχίσει να δημιουργεί στην παράδοση της θετικής πλευράς του παρελθόντος του, αυτής ενός πατριωτικού, δημοκρατικού και μεταρρυθμιστικού κινήματος που θα δράσει σαν καταλύτης για τη συνολική ανανέωση της ελληνικής κοινωνίας. Πράγμα που απαιτεί μια διπλή επανάσταση για το ΠαΣοΚ-ΚΙΝΑΛ: μια εσωτερική επανάσταση, στην εκδήλωση της οποίας ο νέος πρόεδρος θα πρέπει να έχει κεντρικό ρόλο, και μια εξωτερική, δημοκρατική, επανάσταση στην ελληνική κοινωνία, στην οποία το ΠαΣοΚ-ΚΙΝΑΛ, επικεφαλής όλων των μεταρρυθμιστικών δημοκρατικών δυνάμεων, χωρίς αποκλεισμούς, θα στραφεί εναντίον κάθε αρτηριοσκλήρωσης και κάθε κατεστημένου συμφέροντος που μπαίνει εμπόδιο στην πρόοδο και στην ευημερία της χώρας.
O κ. Κωνσταντίνος Γάτσιος είναι καθηγητής, πρώην πρύτανης του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών, μέλος της Κεντρικής Πολιτικής Επιτροπής του ΚΙΝΑΛ.