Μίμης Ανδρουλάκης – Στον αστερισμό της κλεπτοκρατίας

Στο νέο βιβλίο του με τίτλο «Μαύρο φως» ο Μίμης Ανδρουλάκης, μέσα από την ιστορία ενός «εκδικητή τόσο παράλογου, τόσο αληθινού», του ανθρώπου που κατά δική του ομολογία υπήρξε ο εμπρηστής του «Μινιόν», έρχεται να στηλιτεύσει τις στρεβλώσεις μιας διεθνούς κατάμαυρης αγοράς που κερδοσκοπεί σε βάρος της τέχνης

Λίγες ώρες προτού χαράξει η 19η Δεκεμβρίου 1980, το κτίριο του «Μινιόν», κοντά στην πλατεία Ομονοίας, στο κέντρο της Αθήνας, έχει παραδοθεί σε φλόγες φοβερές και απειλητικές. Το μεγαλύτερο κακό απεφεύχθη τότε, πλην όμως, ως σήμερα, το συγκεκριμένο μυστήριο της μεταπολιτευτικής Δημοκρατίας, συνοδευόμενο από ποικίλες φήμες αποσταθεροποίησης και ανωμαλίας, δεν έχει διαλευκανθεί. Ποιοι ήταν, εν πάση περιπτώσει, οι εμπρηστές; Δεν ξέρουμε. Ενα είναι βέβαιο, όπως διαβάζουμε και στο «Μαύρο φως», το νέο βιβλίο του Μίμη Ανδρουλάκη που κυκλοφορεί την ερχόμενη εβδομάδα: ότι οι δράστες «προκάλεσαν, ακούσια ή εκούσια, με πιθανότερο το δεύτερο, τον αφελληνισμό των πολυκαταστημάτων λιανικής, που συμπαρέσυρε στο κλείσιμο τις βιοτεχνίες-προμηθευτές τους και ενίσχυσε τις τάσεις αποβιομηχάνισης».

Ο εμπρηστής και η Art Market

Ωσπου, επιτέλους, εμφανίζεται κάποιος και ετεροχρονισμένα αναλαμβάνει την ευθύνη. Ισχυρίζεται δηλαδή ότι αυτός υπήρξε ο εμπρηστής. «Εγώ το έκανα» λέει ο ίδιος σε έναν άνθρωπο που συναντά απρόσμενα στο Αμβούργο φέτος, το 2021, με τον οποίο όμως τυχαίνει να γνωρίζονται εδώ και πενήντα χρόνια. Η αποκάλυψή του, κατά τη διάρκεια μιας μακράς περιπατητικής συνομιλίας με μάσκες, λόγω της πανδημίας, πυροδοτεί την πλοκή μιας αφήγησης η οποία, ριζώνοντας στη δεκαετία του ’60, σε μια εποχή που ενδεχομένως θεωρείται τώρα αρκούντως ξεπερασμένη, φιλοδοξεί να συνθέσει -και το καταφέρνει εν τέλει, αυτό είναι ενδιαφέρον – μια τοιχογραφία της σημερινής πραγματικότητας, προσηλωμένη ωστόσο στην πλέον σκοτεινή διάσταση της σύγχρονης εικαστικής τέχνης, τη λειτουργία της κατάμαυρης αγοράς της, της λεγόμενης Art Market, δηλαδή στην πλαστογραφία και το ξέπλυμα βρώμικου χρήματος.

Υπό ποιες συνθήκες, λοιπόν, ο κατ’ ομολογία εμπρηστής του «Μινιόν», ο Τόνυ Μαρτίν (ή Αντώνης Μαρτίνος), βρίσκει και πάλι τον Αλεξ Μποτίν (ή Αλέξανδρο Μποτίνο) στη Γερμανία; Στο πλαίσιο μιας σημαντικής δίκης, είναι η απάντηση, μιας δίκης που (ένεκα κάποιων πινάκων ζωγραφικής) εμπλέκει έναν επιφανέστατο (Σοσιαλδημοκράτη) πολιτικό εκείνης της χώρας στις ατασθαλίες των τραπεζιτών της (οι οποίοι για έξτρα υπερκέρδη έσπρωχναν προς μια επενδυτική εταιρεία τα κλεμμένα της φοροδιαφυγής). Ο πρώτος καλείται ως μάρτυρας, ως προνομιακός παρατηρητής μιας Μη Κυβερνητικής Οργάνωσης, καθότι είναι επιφανής art advisor και ειδήμων στις σχετικές αγοραπωλησίες (στις οποίες διακινούνται πολλές καλλιτεχνικές «μαϊμούδες», περισσότερες απ’ όσες φανταζόμαστε). Ο δεύτερος βρίσκεται εκεί επειδή εργάζεται, ακριβώς, ως διευθυντής του τμήματος αναλύσεων, στην προαναφερθείσα επίμαχη Invesco.

Αποκωδικοποίηση του «γρίφου»

Η στάση του αινιγματικού Αντώνη Μαρτίνου (ζωγράφος από τα νιάτα του ακόμη, με σπάνια γλωσσομάθεια, εν συνεχεία αστυνομικός και κατόπιν στέλεχος της Interpol) αλλά και η εξέλιξη της ακροαματικής διαδικασίας θα στρέψουν τον Αλέξανδρο Μποτίνο (ιδιοφυής μαθηματικός, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης, ο οποίος επιθυμεί να συνδέσει ρηξικέλευθα τον κβαντικό υπολογιστή με τον χρηματοπιστωτικό κλάδο) προς το παρελθόν, ένα κοινό παρελθόν, τουλάχιστον εν μέρει. Ο Μποτίνος, θέλοντας να αποκωδικοποιήσει τον Μαρτίνο, αυτόν τον «γρίφο», ζητεί εσπευσμένως τη βοήθεια του Δημήτρη, που ασχολείται συστηματικά με τις «βιογραφίες, τους ψυχοκοινωνικούς, πολιτισμικούς και βιολογικούς μηχανισμούς οι οποίοι διαμορφώνουν τους χαρακτήρες».

Βιωμένες εμπειρίες

Ο Δημήτρης είναι, προφανώς, μια εκδοχή του Μίμη Ανδρουλάκη, που ξεκαθαρίζει ότι το «Μαύρο φως», παρότι μυθιστόρημα, «εμπνέεται από βιωμένες εμπειρίες και πραγματικά συμβάντα». Αυτά που διαβάζουμε μέσα στο βιβλίο, σχεδόν τα πάντα (αρκετά απίθανα και ενίοτε απίστευτα, όπως η δολοφονία της «Καλόγριας» από ένα κύκλωμα εκμετάλλευσης βυζαντινών εικόνων), βασίζονται όλα σε αυθεντικότατα περιστατικά και πρόσωπα (εξυπακούεται ότι τα ονοματεπώνυμα έχουν αλλάξει), μεταπλασμένα βεβαίως, για να εξυπηρετήσουν τη συνθετική ματιά και τη συνειρμική δομή που προκρίνει ο συγγραφέας. Ο Δημήτρης (προσοχή εν προκειμένω, ο ήρωας) επιστρατεύει στην έρευνα, στην ακτινογράφηση του εσωστρεφούς Μαρτίνου, έναν βετεράνο συντάκτη του αστυνομικού ρεπορτάζ, τον Νάσο Μαθιουδάκη, που βιοπορίζεται πια ως ιδιωτικός ντετέκτιβ. Και κάπως έτσι αρχίζει να ξετυλίγεται το κουβάρι, ανάποδα κατά κάποιον τρόπο, προς τα πίσω. Ο Μποτίνος, μέλος μιας (μικρής αλλά εκλεκτικής) αριστερής οργάνωσης επί δικτατορίας, κλήθηκε από έναν (υποτίθεται επαναστατικό) «γκουρού», ο οποίος σχεδίαζε την «απαλλοτρίωση» του «Μινιόν» κατά τα ρωσικά πρότυπα, να παρακολουθήσει με διακριτικότητα τον Μαρτίνο, ώστε να ελεγχθεί η αξιοπιστία του (ως δημοκρατικού οργάνου στο ΑΤ Ομονοίας, που ουσιαστικά δεν αποδεχόταν ή και υπονόμευε τη χουντική τάξη). Πήγε και νοίκιασε «μεσοτοιχία» ο Μποτίνος ένα διαμέρισμα σε ένα παλιό αρχοντικό, επί της οδού Οικονόμου στα Εξάρχεια, στις περίφημες «κάμαρες της Μαργαρίτας», όπου ασφαλώς διέμενε – ποιος άλλος; – ο Αντώνης Μαρτίνος, ο αδιαμφισβήτητος πρωταγωνιστής του «Μαύρου φωτός», ενός βιβλίου (ο τίτλος είναι παρμένος από μια φράση που αποδίδεται στον Ρενέ Μαγκρίτ) το οποίο επιχειρεί, μέσα από το πορτρέτο ενός «ταραγμένου μοναχικού λύκου» που διαπνέεται από έναν ιδιαίτερο κώδικα ηθικής, να στηλιτεύσει και να καταγγείλει τη σημερινή στρέβλωση του συστήματος που έχει μετατρέψει την τέχνη σε τρομακτικό κράχτη της ακραίας κερδοσκοπίας. «Ξέρεις, Δημήτρη, τι ισχυρίζεται για μας ο «πρώην»; Εγώ φαντάζομαι ότι η παγκόσμια αγορά λειτουργεί με αφηρημένα μαθηματικά μοντέλα, ενώ εσύ υποθέτεις απλώς με τους οικονομικούς νόμους. Αγνοούμε, μας καταλογίζει, τις βαρυτικές έλξεις, παραμορφώσεις, που επιφέρει στον παγκόσμιο καπιταλισμό η «μαύρη τρύπα» της διεθνούς… [κλεπτοκρατίας]. Σ’ το διατυπώνω με δικά μου λόγια, γιατί αυτός μιλάει πάντα με ελλειπτικά, κρυπτικά σχήματα» αναφέρει ο Μποτίνος για τον Μαρτίνο, ο οποίος, εξαιτίας ακριβώς της απρόβλεπτης ιδιοσυγκρασίας του, είναι σε θέση να τινάξει στον αέρα την Art Market (το παράθυρο για να δούμε ένα πολλαπλάσιο «πλυντήριο» αξίας αρκετών τρισεκατομμυρίων δολαρίων) και πιθανότατα να προκαλέσει μια νέα πλανητική χρηματοοικονομική κρίση, αν ξεδιπλωθεί το σύνδρομο της πεταλούδας.

Τα κίνητρα και η απάντηση

«Στο εσωτερικό του ρολόι, στον χρόνο του ψυχικού του κόσμου παρεισφρέουν, σε ακανόνιστα διαστήματα, μερικά δευτερόλεπτα ακατανόητα, αλλόκοτα. Τότε βγαίνει από τον εαυτό του και μεταμορφώνεται σε κατά συρροήν εκδικητή με ή χωρίς αιτία. Τόσο παράλογο και συνεπώς τόσο αληθινό. Αμόλυντο ίσως στον πυρήνα του» διαβάζουμε στην τελευταία σελίδα. Προτού όμως φτάσουμε σε αυτήν, έχουμε εισχωρήσει (όσο είναι δυνατόν, μέσα από μάλλον βάσιμες και θεμιτές ερμηνείες) στα εσώτερα της συγκρότησης του Αντώνη Μαρτίνου, σε εκείνο το κρίσιμο 0,01% που έχει δοκιμάσει σε ορισμένες σημαδιακές στιγμές το υπόλοιπο 99,9% του εαυτού του, τον απόλυτο ορθολογισμό του. Θα αναρωτιέστε πλέον γιατί αυτός ο άνθρωπος (όπως ο ίδιος υποστηρίζει, υπενθυμίζουμε) πυρπόλησε το «Μινιόν», ποια ήταν τα κίνητρά του. Η περίπλοκη απάντηση σας περιμένει στο «Μαύρο φως». Αρκεί μονάχα να τονίσουμε ότι «το ατύχημα του ταχυδρόμου» κατά την εφηβεία του Μαρτίνου, ένα γεγονός τραυματικό για τη σχέση με την ίδια του τη μητέρα, την πρώτη από τις καθοριστικές γυναίκες της ζωής του, αποτελεί το σημείο εκκίνησης.

Μυθιστόρημα

Μίμης Ανδρουλάκης

Μαύρο φως

Εκδόσεις Πατάκη, 2021,

σελ. 360, τιμή 16,60 ευρώ

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.