Η πολιτική κρίση που ξέσπασε στη Βόρεια Μακεδονία μετά τις πρόσφατες αυτοδιοικητικές εκλογές είναι μόνο ένας από τους κρίκους της ευρύτερης αστάθειας που τυλίγει τη Βαλκανική τους τελευταίους μήνες. Η αποσταθεροποίηση στα Σκόπια έρχεται να προστεθεί στην αβεβαιότητα για το μέλλον της Βοσνίας – Ερζεγοβίνης, για την οποία ορισμένοι εκφράζουν ακόμα και τον κίνδυνο διάσπασης, αλλά και στη συνεχιζόμενη εκκρεμότητα των σχέσεων Βελιγραδίου – Πρίστινας, καθώς ο διάλογος μεταξύ τους συνεχίζεται χωρίς απτά αποτελέσματα και τα πρόσφατα επεισόδια στο Βόρειο Κόσοβο έδειξαν ότι όλα κρέμονται από μία κλωστή. Αν προσθέσει κανείς στα παραπάνω τον άλλοτε εμφανή και άλλοτε υποβόσκοντα εθνικισμό που εκπέμπεται τόσο από την Αλβανία του Εντι Ράμα (όταν αυτός αναφέρεται σε μελλοντική ένωση με το Κόσοβο) όσο και από τη Σερβία του Αλεξάνταρ Βούτσιτς (όταν αυτός δεν αποδοκιμάζει υπουργούς που αναφέρονται στην επανένωση του «σερβικού κόσμου»), τότε το περιφερειακό παζλ γίνεται απολύτως απρόβλεπτο.

 

Η περίπτωση της Βόρειας Μακεδονίας

Από την αρχή της ανάληψης της διακυβέρνησης της Βόρειας Μακεδονίας, το 2016, ο Ζόραν Ζάεφ και οι κυβερνήσεις των οποίων ηγήθηκε έπρεπε να κινηθούν σε ένα τεντωμένο σκοινί. Αρχικά έπρεπε να διαμορφωθεί μια λειτουργική συμμαχία με τα αλβανικά κόμματα ώστε να διασφαλιστεί μια σταθερή κυβερνητική πλειοψηφία. Ακολούθως έπρεπε να απομακρυνθεί ο  Νίκολα Γκρούεφσκι. Και στη συνέχεια ήταν ανάγκη να υπάρξει μια προσέγγιση με τη Βουλγαρία, ώστε η νέα κυβέρνηση να επικεντρωθεί στο μείζον ζήτημα, στην επίλυση του ονοματολογικού ζητήματος με την Ελλάδα. Η υπογραφή της Συμφωνίας των Πρεσπών βοήθησε να ανοίξει ο δρόμος για τον μεγάλο στόχο: την ένταξη στο ΝΑΤΟ και, κυρίως, την έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων με την Ευρωπαϊκή Ενωση (ΕΕ).

Η αποτυχία όμως στο μέτωπο των σχέσεων με την ΕΕ, σε συνδυασμό με μία σειρά από λάθη στη διαχείριση της καθημερινότητας, αλλά και η εσωκομματική πολεμική που δέχθηκε ο Ζάεφ από τους «βαρόνους» της Σοσιαλδημοκρατικής Ενωσης (SDSM) διαμόρφωσαν μία τριάδα λόγων που οδήγησαν στο καταστροφικό αποτέλεσμα των πρόσφατων αυτοδιοικητικών εκλογών και στην απόφαση του πρωθυπουργού να παραιτηθεί τόσο από το αξίωμα αυτό όσο και από πρόεδρος του κόμματος (κάτι το οποίο έπραξε οριστικά την Παρασκευή). Οπως παρατηρεί ο Ιωάννης Αρμακόλας, επίκουρος καθηγητής του Πανεπιστημίου Μακεδονίας και επικεφαλής του Προγράμματος Νοτιοανατολικής Ευρώπης στο ΕΛΙΑΜΕΠ, «παρά τις προφανείς αποτυχίες της, η κυβέρνηση Ζάεφ ήταν ένα ξεχωριστό παράδειγμα κυβέρνησης των Δυτικών Βαλκανίων που επιχείρησε να αποδομήσει τις δομές πρότερης απολυταρχικής εξουσίας και να προχωρήσει σε αποφασιστικές συμφιλιωτικές κινήσεις στο εσωτερικό της χώρας και στο εξωτερικό. Η αποτυχία του πειράματος θα δώσει ισχυρό μήνυμα προς τις ηγεσίες της περιοχής ότι ούτε οι προσπάθειες για μεταρρυθμίσεις αλλά ούτε οι πολιτικές συμφιλίωσης συμφέρουν πολιτικά ή συμβάλλουν στην ταχύτερη ένταξη στην ΕΕ». Και δεν υπάρχει αμφιβολία ότι μια έξοδος Ζάεφ δεν αφήνει αδιάφορη ούτε την Αθήνα, ιδιαίτερα σε περίπτωση που βρεθεί αργότερα αντιμέτωπη με μια κυβέρνηση της οποίας θα ηγείται το εθνικιστικό VMRO-DPMNE.

 

Η επόμενη μέρα μετά την απόφαση Ζάεφ

Δεν είναι λίγοι όσοι θεώρησαν βιαστική και συναισθηματική την απόφαση Ζάεφ. Σε εσωτερικές συζητήσεις στη Βόρεια Μακεδονία, κάποιοι σημείωσαν ότι μια ήττα σε τοπικές εκλογές δεν είναι τόσο σοβαρός λόγος παραίτησης. Σε αυτούς ανήκει π.χ. το αλβανικό κόμμα DUI του Αλί Αχμέτι που μετέχει στον κυβερνητικό συνασπισμό και ανησυχεί για μια προσφυγή σε πρόωρες εκλογές, όπως ζητεί ο πρόεδρος του εθνικιστικού VMRO-DPMNE Χρίστιαν Μίτσκοσκι. Κάποιοι άλλοι επισημαίνουν ότι τα κυβερνητικά κόμματα κέρδισαν περισσότερες ψήφους αλλά έχασαν απλώς λόγω του πλειοψηφικού συστήματος. Αρα, η επικράτηση του VMRO-DPMNE δεν πρέπει να υπερεκτιμάται.

Ο Ζάεφ τόνισε ότι η παρούσα Βουλή μπορεί να προσφέρει την πλειοψηφία σε έναν νέο πρωθυπουργό (ο κυβερνητικός συνασπισμός διαθέτει πλειοψηφία 62 εδρών στο 120μελές Κοινοβούλιο). Τα τελευταία 24ωρα έχουν πάντως καταβληθεί προσπάθειες να πειστεί ο Ζάεφ να παραμείνει στη θέση του. Αυτό δεν φαινόταν πιθανό, διότι θα εμφάνιζε τον Ζάεφ ως αναξιόπιστο. Το DUI πάντως θα ήθελε την παραμονή Ζάεφ, αλλά λογικά θα εξαρτήσει τη στάση του από το πρόσωπο του διαδόχου του.

Το σενάριο να αναλάβει ο Ντιμιτρόφ

Οι διεργασίες τόσο ανάμεσα στο κόμματα του κυβερνητικού συνασπισμού όσο στο εσωτερικό του SDSM ήταν πυρετώδεις και ουδείς απέκλειε εξελίξεις  με πρώτη κίνηση την υποβολή επίσημης παραίτησης του Ζόραν Ζάεφ από την πρωθυπουργία. Από ορισμένες πλευρές είχε κυκλοφορήσει το σενάριο προώθησης στην πρωθυπουργία του σημερινού αντιπροέδρου της κυβέρνησης και πρώην υπουργού Εξωτερικών Νίκολα Ντιμιτρόφ. Οπως «Το Βήμα» είναι σε θέση να γνωρίζει, αυτή η εξέλιξη θα ικανοποιούσε τον διεθνή παράγοντα και χώρες όπως η Γερμανία ή οι Ηνωμένες Πολιτείες, που έχουν συνεργαστεί με τον κ. Ντιμιτρόφ. Η υλοποίηση αυτού του σεναρίου δεν θα είναι όμως εύκολη, διότι ο κ. Ντιμιτρόφ δεν προέρχεται από το SDSM και ίσως υπάρξουν εσωκομματικές αντιδράσεις.

Η ευρύτερη κατάσταση εντός του SDSM παρουσιάζει επίσης ενδιαφέρον. Σε ιδιωτικές συνομιλίες τους, αξιωματούχοι της γειτονικής χώρας σημειώνουν ότι η παλαιά ελίτ του κόμματος, και κυρίως ο πρώην πρόεδρος Μπράνκο Τσερβενκόφσκι, δεν είδε ποτέ με καλό μάτι την αναρρίχηση του κ. Ζάεφ στην εξουσία. Σε πρόσφατη ομιλία του στην Ακαδημία Επιστημών και Τεχνών, ο κ. Τσερβενκόφσκι επετέθη ευθέως στην κυβέρνηση Ζάεφ – και μάλιστα προεκλογικά. Από τα κομματικά δρώμενα έχει αποσυρθεί μετά το τελευταίο συνέδριο του κόμματος και η πρώην πρόεδρός του και σημερινή υπουργός Αμυνας Ραντμίλα Σεκερίνσκα. Στο δε DUI, η εσωκομματική σύγκρουση περιστρέφεται γύρω από τον ρόλο του στενότερου συνεργάτη του κ. Αχμέτι, του σημερινού αντιπροέδρου της κυβέρνησης Αρτάρ Γκρούμπι. Υπάρχει μια ομάδα δύο ή και τριών βουλευτών του DUI, προεξάρχοντος του Ιζέτ Μετζίντι, που έχουν διαφωνίες μαζί του και η παραμονή του σε ένα νέο κυβερνητικό σχήμα ενδέχεται να τους οδηγήσει στην έξοδο, στερώντας την απαραίτητη κοινοβουλευτική πλειοψηφία.

Η απογοήτευση με την ΕΕ και το βουλγαρικό βέτο

Η απογοήτευση από τη μη έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων με την ΕΕ επέφερε σοβαρότατο πλήγμα στην αξιοπιστία Ζάεφ. Μεγάλη μερίδα του πληθυσμού στη Βόρεια Μακεδονία ίσως να μην ήταν τόσο ενθουσιασμένη με πτυχές της Συμφωνίας των Πρεσπών αλλά την αποδέχθηκε λόγω της ευρωπαϊκής προοπτικής που άνοιγε. Πλέον, η απογοήτευση είναι διάχυτη. Γίνεται δε βαθύτερη διότι η εμπλοκή προέρχεται πια από τη Βουλγαρία, η οποία έχει συνδέσει την άρση του βέτο της με σοβαρές παραχωρήσεις από τη Βόρεια Μακεδονία, οι οποίες αγγίζουν ταυτοτικά και υπαρξιακά ζητήματα.

«Με την Ελλάδα, το Ονοματολογικό ήταν πρόβλημα, αλλά το ιστορικό υπόβαθρο της διαφοράς χανόταν στα βάθη της αρχαιότητας. Με τη Βουλγαρία, η ιστορία είναι ακόμη φρέσκια» τονίζει προς «Το Βήμα» πηγή με άριστη γνώση του παρασκηνίου. Ο Ζάεφ είχε ρίξει αρκετό «νερό στο κρασί του» στο πλαίσιο των διαπραγματεύσεων επί της συμβιβαστικής φόρμουλας που είχε προτείνει η πορτογαλική προεδρία του Συμβουλίου της ΕΕ, αλλά παρ’ όλα αυτά οι Βούλγαροι έμειναν αμετακίνητοι. Και όχι μόνο αυτό, αλλά εσχάτως υπάρχει κινητικότητα από διάφορες οργανώσεις που ζητούν να κατοχυρωθεί στο σύνταγμα της Βόρειας Μακεδονίας και βουλγαρική μειονότητα.

Την ίδια στιγμή, ο ηγέτης του VMRO-DPMNE κ. Μίτσκοσκι χρησιμοποιεί περίπλοκες εκφράσεις για να συμβιβαστεί με την «πραγματικότητα» της Συμφωνίας των Πρεσπών αλλά και για να ικανοποιήσει το ακροατήριό του σε περίπτωση εκλογών. Μπορεί κατά βάθος να θέλει να αλλάξει τη συμφωνία ή και να απεμπλακεί από αυτήν, ωστόσο κάτι τέτοιο θα έβαζε οριστική ταφόπλακα στις ευρωπαϊκές φιλοδοξίες της Βόρειας Μακεδονίας.

Τα πάντα ρευστά

Ως την ώρα που γράφονταν αυτές οι γραμμές τα πάντα ήταν ρευστά. Στο αλβανικό στοιχείο η κινητικότητα ήταν έντονη καθώς μία διένεξη μεταξύ του DUI και του BESA (που επίσης συμμετέχει στον κυβερνητικό συνασπισμό) για την επανακαταμέτρηση των ψήφων σε έναν δήμο που κέρδισε το δεύτερο φέρεται να οδηγούσε σε αλλαγή στρατοπέδου και να προσέφερε την πλειοψηφία στο VMRO-DPMNE. Ο ηγέτης του τελευταίου Χρίστιαν Μίτσκοφσκι έγραψε το βράδυ της Παρασκευής στο Facebook ότι πλέον διαθέτει πλειοψηφία στην υπάρχουσα Βουλή, έστω και μιας έδρας (61 στις 120).

Η «πληγή» του Κοσόβου

Ανησυχία επικρατεί και για το Κόσοβο. «Μια μονομερής ενέργεια από την Πρίστινα φέρνει στη συνέχεια ισχυρή αντίδραση από τους Σέρβους» σημειώνει ο ευρωπαίος αξιωματούχος. Αυτό φάνηκε στην πρόσφατη διένεξη για τις πινακίδες κυκλοφορίας στο Βόρειο Κόσοβο και στην απόφαση του Βελιγραδίου να επιδιώξει στρατιωτικοποίηση της κατάστασης. Η κυβερνητική αλλαγή στο Κόσοβο γεννά προσδοκίες για πρόοδο στα ζητήματα που ταλανίζουν τη χώρα εσωτερικά αλλά και στις συνομιλίες με το Βελιγράδι.
«Η εκλογή της κυβέρνησης Κούρτι σηματοδοτεί το τέλος εποχής στην πολιτική σε όσους πολέμησαν για την ανεξαρτησία. Ο Κούρτι δεν μιλάει για πόλεμο αλλά για δουλειές και δικαιοσύνη. Εχει ένα όραμα για την καταπολέμηση της διαφθοράς» υπογραμμίζει ο ευρωπαίος αξιωματούχος. Ωστόσο, προσθέτει ότι οι προγενέστερες θέσεις του Κούρτι εμποδίζουν την πρόοδο των συνομιλιών: «Η θέση του κόμματός του ήταν ότι “δεν διαπραγματευόμαστε τη χώρα μας με άλλη χώρα”. Τώρα, η διεθνής κοινότητα, οι ΗΠΑ και η ΕΕ περιμένουν να μετάσχει στις συνομιλίες».

Η «μαύρη τρύπα» της Βοσνίας

«Εχουμε όλους τους λόγους να ανησυχούμε για την κατάσταση στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη. Οι εντάσεις είναι πιθανόν υψηλότερες από ποτέ, από όταν υπογράφηκε η Συμφωνία του Ντέιτον. Κάποτε η λέξη “πόλεμος” ήταν ταμπού στη χώρα. Τώρα την ακούς σε καθημερινή βάση» δηλώνει αποκλειστικά στο «Βήμα» αξιωματούχος της Ευρωπαϊκής Ενωσης (ΕΕ) τον οποίο συναντήσαμε τις προηγούμενες ημέρες. Αλλη πηγή από το Σαράγεβο έλεγε χαρακτηριστικά ότι «αντί να πάμε σε εκλογές δεν ξέρουμε αν θα υπάρχει κράτος». Η βαθιά εσωτερική κρίση στην οποία έχει αυτή περιέλθει, εξαιτίας των κινήσεων του ηγέτη της Σερβικής Δημοκρατίας Μίλοραντ Ντόντικ, θέτει εν αμφιβόλω όχι μόνο τις προγραμματισμένες, για τις 2 Οκτωβρίου 2022, γενικές εκλογές αλλά και την ίδια την ύπαρξη της χώρας.
Η σύσταση και η δομή της Βοσνίας, ενός κράτους δισυπόστατου με τρεις διαφορετικές εθνότητες – Σέρβους, Βοσνίους (μουσουλμάνους), Κροάτες – και τρεις συμπροέδρους «εξηγούν» εν πολλοίς τα γεγονότα. Η κρίση ξέσπασε τον περασμένο Ιούλιο, όταν ο πρώην ύπατος εκπρόσωπος του ΟΗΕ για τη Βοσνία Βαλεντίν Ινσκό εισήγαγε τροποποίηση του Ποινικού Κώδικα, στην οποία προβλεπόταν απαγόρευση επικρότησης ή άρνησης της γενοκτονίας και των εγκλημάτων πολέμου. Οι Σερβοβόσνιοι αντέδρασαν έντονα, ενώ ο ηγέτης τους, Μίλοραντ Ντόντικ, απείλησε να αποσυρθεί από τους θεσμούς σε ομοσπονδιακό επίπεδο.Σύμφωνα με τον ευρωπαίο αξιωματούχο, οι Σερβοβόσνιοι δεν επιδιώκουν τη διάσπαση του κράτους αλλά την ανάκτηση αρμοδιοτήτων που μετέφεραν στην κεντρική εξουσία. «Αυτό θεωρείται από πολλούς στοιχείο απόσχισης και προσπάθεια καταστροφής και διάλυσης της χώρας» εξηγεί. «Ο Ντόντικ», συνεχίζει, «θέλει να στείλει ένα μήνυμα σε Βοσνίους και Κροάτες, προκειμένου να συζητήσουν πώς θα διαχειριστούν τη χώρα μαζί. Δεν σχεδιάζει διάσπαση». Στην εμπιστευτική συζήτηση που είχε με «Το Βήμα», ο ευρωπαίος αξιωματούχος άφησε μομφές και για το πόσο εποικοδομητικός είναι ο ρόλος της διεθνούς κοινότητας στο Σαράγεβο. «Χρειάζεται να δούμε τη Βοσνία ως ένα κυρίαρχο κράτος. Δεν μπορούμε εμείς απ’ έξω να πούμε πώς θα είναι η καθημερινότητα εκεί» μας λέει χαρακτηριστικά, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι οι κινήσεις Ντόντικ συμβάλλουν στην ηρεμία.
Την περασμένη Τετάρτη, το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ ανανέωσε την εντολή της στρατιωτικής δύναμης 600 ανδρών της ΕΕ στη χώρα (EUFOR). Η Ρωσική Ομοσπονδία, που έχει μεγάλη επιρροή στους Σερβοβοσνίους, αντιτάχθηκε στη διατήρηση της θέσης του ύπατου εκπροσώπου που πλέον κατέχει ο Γερμανός Κρίστιαν Σμιτ. Ορισμένοι αναλυτές, όπως ο Κουρτ Μπασουένερ, συνιδρυτής του Democratization Policy Council, δεξαμενής σκέψης που εδρεύει στο Βερολίνο, τονίζει ότι στη Βοσνία «επί του παρόντος υπάρχει αποτρεπτικό κενό. Το ΝΑΤΟ πρέπει να το συμπληρώσει».

Το κενό της ΕΕ και οι τρίτοι δρώντες

Οπως μας λέει ο ευρωπαίος αξιωματούχος, το τέλος του γιουγκοσλαβικού πολέμου δεν σήμανε το τέλος των αντιπαραθέσεων στην περιοχή. «Οι λόγοι για τους οποίους ξεκίνησαν οι πόλεμοι δεν επιλύθηκαν μέχρι το τέλος των πολέμων. Δεν υπήρξαν νικητές. Ολοι ένιωθαν ότι είχαν χάσει τον πόλεμο» τονίζει. Και προσθέτει: «Τα εθνικά και εθνοτικά ζητήματα είναι πιο παρόντα από ό,τι πιστεύει η ΕΕ. Η ΕΕ πιστεύει ότι η ολοκλήρωση των Δυτικών Βαλκανίων θα είναι παρόμοια με αυτήν της Κεντρικής Ευρώπης».
Πόσο πιθανή είναι η επαναχάραξη των συνόρων στα Βαλκάνια, μια ιδέα που αιφνιδίως επανήλθε στο προσκήνιο με εκείνο το αγνώστου πατρότητος «non paper» που μιλούσε για διάσπαση της Βοσνίας και δημιουργία Μεγάλης Σερβίας και Μεγάλης Αλβανίας; «Κάποιοι προτείνουν ότι η εύκολη διέξοδος είναι ο επανασχεδιασμός των συνόρων. Δηλαδή ένα έθνος να ζει σε ένα κράτος. Πρακτικά αυτό σημαίνει ότι η ΕΕ εγκαταλείπει το όρομά της για ευρωπαϊκά Βαλκάνια. Εμείς έχουμε οικοδομήσει πολυεθνικές δημοκρατίες στις χώρες μας. Και δεν θα είναι συμβατές με μονοεθνικά κράτη στα Βαλκάνια. Η επαναχάραξη των συνόρων ανοίγει το κουτί της Πανδώρας. Μπορεί μας πάει αιώνες πίσω».
Ευρωπαίοι και αμερικανοί αξιωματούχοι καταφέρονται συχνά εναντίον τρίτων χωρών (π.χ. Ρωσία, Κίνα, Τουρκία) που για διαφορετικούς λόγους κατηγορούνται για «κακόβουλη επιρροή» στα Βαλκάνια. Ο ευρωπαίος αξιωματούχος ομιλεί ευθέως. «Δεν ανησυχώ τόσο για τους τρίτους δρώντες όσο για τους πρώτους, που είμαστε εμείς, η ΕΕ. Κατ’ αρχάς, δεν μας ανήκουν τα Δυτικά Βαλκάνια. Αλλά είμαστε ένας μεγάλος πολιτικός και εμπορικός εταίρος, επενδυτής, δωρητής. Προσφέραμε ένα όραμα για μια μελλοντική συνεισφορά. Κανένας δεν μπορεί να χτυπήσει την προσφορά μας. Δυστυχώς», προσθέτει, «έχουμε απεμπλακεί πολιτικά από την περιοχή και ανοίξαμε χώρο σε τρίτους δρώντες. Ας μην κατηγορούμε τις τρίτες χώρες που εκμεταλλεύονται το κενό που αφήσαμε».
«Η ΕΕ», σημειώνει ο κ. Αρμακόλας, «πρέπει να προχωρήσει σε άμεση έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων με Βόρεια Μακεδονία και Αλβανία, να συνεργαστεί με τις ΗΠΑ για την αντιμετώπιση της πολυεπίπεδης κρίσης στη Βοσνία, στο Μαυροβούνιο και στις σχέσεις Σερβίας-Κοσόβου». Και ο ευρωπαίος αξιωματούχος καταλήγει λέγοντας: «Δεν μπορούμε να τα φέρουμε (σ.σ.: τα Δυτικά Βαλκάνια) στον ευρωπαϊκό δρόμο αν τα κρατήσουμε εκτός διαδικασίας διεύρυνσης. Πρέπει να χρησιμοποιήσουμε τη διαδικασία. Να είμαστε ειλικρινείς μαζί τους για το αν μπορούν να ανταποκριθούν ή όχι στις ευρωπαϊκές αξίες. Η ΕΕ δεν πρέπει να φοβάται ένα εγχείρημα που η ίδια έχει δημιουργήσει και ελέγχει».