Μια διαδεδομένη άποψη στο ευρύ κοινό είναι ότι η Δικαιοσύνη καθυστερεί. Πρόσφατα μάλιστα, ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης κ. Παν. Πικραμμένος το είπε παραστατικά: «Δεν μπορεί να πηγαίνουν οι άλλοι με 1.000 και η Δικαιοσύνη με 100». Πέρα από το ότι δεν γνωρίζω πολλούς τομείς του κρατικού μηχανισμού που να υπερέχουν σε ποσοτική και ποιοτική απόδοση της Δικαιοσύνης, η αλήθεια είναι ότι υφίστανται καθυστερήσεις και τα παράπονα των πολιτών είναι, σε μεγάλο βαθμό, δικαιολογημένα. Ποια είναι όμως η σημερινή εικόνα της Δικαιοσύνης και ποια η προσδοκώμενη εξέλιξη των πραγμάτων; Ποιες είναι οι επιβαλλόμενες ενέργειες για την επίλυση του προβλήματος και ποιοι οι λόγοι που δυσχεραίνουν την όλη κατάσταση; Σε αυτά τα ερωτήματα θα προσπαθήσουμε να δώσουμε απαντήσεις, με βάση την εμπειρία μας μετά από 24 χρόνια υπηρεσίας στον πρώτο και δεύτερο βαθμό της Διοικητικής Δικαιοσύνης (Διοικητικά Πρωτοδικεία Αθηνών, Βόλου, Κέρκυρας και Μυτιλήνης και Διοικητικά Εφετεία Ιωαννίνων και Αθηνών), όπου γνωρίζουμε σε μεγάλο βαθμό την υπάρχουσα κατάσταση.
Πρώτα από όλα, ο χρόνος προσδιορισμού μιας υπόθεσης στα Διοικητικά Δικαστήρια (συζήτησης στο ακροατήριο μετά την κατάθεση στη Γραμματεία) έχει μειωθεί, σε σχέση με το παρελθόν, θεαματικά. Οι υποθέσεις που δικάζονται δηλαδή σήμερα (έτος 2021) έχουν μέσο όρο κατάθεσης το έτος 2020 (στα πιο πολλά περιφερειακά Δικαστήρια ήδη δικάζονται υποθέσεις και του 2021). Ακόμα και στο ιδιαίτερα επιβαρυμένο Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών με 18.592 εκκρεμείς υποθέσεις προς προσδιορισμό, οι παλαιότερες εξ αυτών ανάγονται στο έτος 2019, δηλαδή κάτω από την τριετία που έχει τεθεί ως όριο ευλόγου χρόνου έκδοσης των αποφάσεων από τη νομολογία του Δικαστηρίου του Στρασβούργου (ΕΔΔΑ). Δεν απαιτούνται λοιπόν «5 έτη» για εκδίκαση στον πρώτο βαθμό και «3 έτη» στον δεύτερο, όπως διαβάζουμε, ενίοτε, ανακριβώς στον Τύπο. Ο δε μέσος όρος έκδοσης μιας απόφασης μεσαίας δυσκολίας κυμαίνεται μεταξύ 4-6 μηνών, όπως προκύπτει από τα πανελλαδικά στατιστικά στοιχεία των Δικαστηρίων μας, με ελάχιστες εξαιρέσεις που δεν αλλοιώνουν τη γενική εικόνα.
Σημαντικό παράγοντα καθυστερήσεων στην εκδίκαση των υποθέσεων αποτελεί η πρακτική της Διοίκησης. Αφενός μεν, πολλές υπηρεσίες φαίνεται ότι είναι υποστελεχωμένες και αργούν να αποστέλλουν τους φακέλους με τα στοιχεία που είναι απαραίτητα για την εκδίκαση των υποθέσεων, με αποτέλεσμα την αναγκαστική αναβολή τους, αφετέρου δε, ακόμα και σε λυμένα ζητήματα, εξαντλούνται τα ένδικα μέσα, εφόσον πολλά ανώτερα στελέχη δεν εξουσιοδοτούνται να «κλείνουν» τις υποθέσεις, με βάση την υφιστάμενη νομολογία, ούτε να διαπραγματευτούν με τους διαδίκους για μια συμβιβαστική επίλυση της διαφοράς, επωφελή για όλους.
Επίσης, τα τελευταία χρόνια διαπιστώνουμε μια τρομακτική σε όγκο παραγωγή νομοθετικού έργου, με θέσπιση διατάξεων όχι πάντα επιτυχών, χωρίς προσπάθεια κωδικοποίησης ή απλούστευσης των διαδικασιών και συνεχείς μεταβολές με διατάξεις σε άσχετα νομοσχέδια, γεγονός που, πέρα από τη δυσχέρεια που δημιουργεί στους εφαρμοστές του δικαίου για το ποιος κανόνας ισχύει κάθε φορά («quid iuris»), «γεννά» διαφορές διαχρονικού δικαίου ή άνισης μεταχείρισης κατηγοριών πολιτών. Ακόμα και σε περιπτώσεις που εισάγονται διαδικασίες συμβιβαστικής επίλυσης φορολογικών π.χ. διαφορών, η θέσπιση των διατάξεων γίνεται αποσπασματικά, χωρίς συνεννόηση με τις διοικήσεις των Δικαστηρίων μας και ενώπιον Επιτροπών που αργούν περισσότερο και από τα Δικαστήρια, με αποτέλεσμα να μην επιτυγχάνεται ο σκοπός της ελάφρυνσης των πινακίων.
Παρ’ όλα αυτά, στα οποία πρέπει να προστεθούν και οι δυσμενείς συνέπειες της πανδημίας που βιώνουμε και που εμποδίζουν την πλήρη λειτουργία της Διοικητικής Δικαιοσύνης, θεωρούμε ότι οι προοπτικές για τη βελτίωση της κατάστασης είναι καλές. Πρώτα από όλα, η ψηφιοποίηση της Διοικητικής Δικαιοσύνης, που έχει ήδη συντελεσθεί, μέσω του Ολοκληρωμένου Συστήματος Διαχείρισης Δικαστικών Υποθέσεων Διοικητικής Δικαιοσύνης (συμπεριλαμβανομένου και του Συμβουλίου της Επικρατείας) επιτρέπει ήδη στους Διοικητικούς Δικαστές την άμεση πρόσβαση στη νομολογία των Διοικητικών Δικαστηρίων και του Συμβουλίου της Επικρατείας, με προφανείς ευεργετικές συνέπειες στην ποιοτική και ποσοτική απόδοση του παραγόμενου δικαστικού έργου.
Εχει επίσης ολοκληρωθεί η παροχή ψηφιακής υπογραφής στους δικαστικούς λειτουργούς των δικαστηρίων μας και είμαστε έτοιμοι για την επόμενη φάση του έργου αυτού, που είναι η δημιουργία της άυλης δικογραφίας, με δυνατότητα πρόσβασης των διαδίκων σε όλα τα έγγραφα που θα προστίθενται σε αυτήν ηλεκτρονικά από τις Διοικητικές Αρχές, γεγονός που θα θεραπεύσει πολλά από τα παραπάνω προβλήματα. Επίσης, λόγω της πανδημίας, οι διοικητικοί δικαστές έχουν εξοικειωθεί με την πραγματοποίηση διασκέψεων με χρήση ψηφιακών μέσων, χωρίς τη φυσική παρουσία στα γραφεία, γεγονός που θα εξοικονομήσει ακόμα περισσότερο χρόνο για το κυρίως δικαστικό έργο, που είναι η συγγραφή των αποφάσεων. Είναι προφανές ότι πέρα από την εκπαίδευση των υπηρετούντων δικαστικών υπαλλήλων, οι όποιοι νέοι διορισμοί (απολύτως αναγκαίοι σε όλα τα Δικαστήριά μας, λόγω κενών) θα πρέπει να στοχεύουν στην προσέλκυση ατόμων με δεξιότητες στις σύγχρονες τεχνολογίες.
Με βάση τις παραπάνω διαπιστώσεις, θεωρούμε ότι η Διοικητική Δικαιοσύνη έχει ήδη μπεί στον 21ο αιώνα και η εικόνα της δεν δικαιολογεί, ούτε ριζωμένες προκαταλήψεις περί «συστημικών καθυστερήσεων», ούτε την εμφάνιση καινοφανών αντιλήψεων περί «αυστηρότερου» ελέγχου και «αξιολόγησης» των Διοικητικών Δικαστών, οι οποίες εξυπηρετούν άλλου είδους συμφέροντα και όχι αυτά των φορολογουμένων πολιτών.
*Ο κ. Παναγιώτης Δανιάς είναι εφέτης ΔΔ, πρόεδρος του ΔΣ της Ενωσης Διοικητικών Δικαστών.