Σαν σήμερα, πριν από 31 χρόνια, στις 11 Νοεμβρίου 1990, έφυγε από τη ζωή ένας από τους κορυφαίους ποιητές μας, ο Γιάννης Ρίτσος, την ίδια ακριβώς ήμερα που κατά τραγική σύμπτωση πέθανε και ο σπουδαίος ηθοποιός Αλέξης Μινωτής.
Η Παρασκευή Κατημερτζή, η Μικέλα Χαρτουλάρη, ο Γιώργος Σαρηγιάννης και «ΤΑ ΝΕΑ» της 12ης Νοεμβρίου 1990 θυμούνται μία από τις πολλές, σπουδαίες ποιητικές στιγμές του Ρίτσου.
«Το ρολόι του χρόνου γυρνά πενήντα πέντε ολόκληρα χρόνια πίσω, στον Μάιο του 1936. Ο εικοσιπεντάχρονος τότε Γιάννης Ρίτσος, συγκλονισμένος από τη φωτογραφία της μάνας που θρηνεί πάνω στο σώμα του νεκρού απεργού στη Θεσσαλονίκη, κλείνεται μέσα στο σπίτι του για δυόμισι εικοσιτετράωρα και γράφει τον χιλιοτραγουδισμένο Επιτάφιό του [που μελοποιήθηκε από τον Μίκη Θεοδωράκη το 1960]»
Ο «Επιτάφιος» που εκδίδεται από τον Ριζοσπάστη το 1936, είναι η τρίτη ποιητική έκδοση του Ρίτσου, μετά το «Τρακτέρ» (1934) και τις «Πυραμίδες» (1935) και αναμφίβολα αποτελεί το πιο καθοριστικό ίσως σημείο για την πορεία του.
Διαβάστε επίσης: Αλέξης Μινωτής – Γιάννης Ρίτσος: Η τραγική σύμπτωση
Η ζωή του
Η σημειολογία των πρώτων του βιογραφικών στοιχείων είναι ισχυρότατη. Γεννήθηκε την Πρωτομαγιά του 1909 και οι γονείς του ονομάζονταν Ελευθέριος και Ελευθερία.
Μεγάλωσε στη Λακωνία . Στην ηλικία των 12 ετών έχασε τη μητέρα και τον αδερφό του από φυματίωση και το 1925 έπιασε στην Αθήνα την πρώτη του δουλειά: «αντιγραφέας» της Εθνικής Τράπεζας.
Ακολουθούν πέντε σκληρά χρόνια που σημαδεύονται από την οικονομική καταστροφή του εύπορου ως τότε πατέρα του, αλλά και της προσβολής και του ίδιου του Ρίτσου από φυματίωση.
Το 1930 ο Ρίτσος που θέλει να εκφραστεί μέσα από κάθε τέχνη, εργάζεται ως ηθοποιός και σκηνοθέτης στην Εργατική Λέσχη.
Ο «Επιτάφιός» του το 1936 γίνεται ανάρπαστος ξεπερνώντας τις 10.000 πωλήσεις, ενώ το 1937 ο Ρίτσος γράφει ακόμα ένα μνημειώδες έργο, «Το τραγούδι της αδέλφής μου» με το οποίο κέρδισε την αναγνώριση του Κωστή Παλαμά.
Το 2008, ο Αναστάσης Βιστωνίτης γράφει στο «ΒΗΜΑ»:
«Το 1937 η αδελφή του Γιάννη Ρίτσου, Λούλα εισάγεται στο Δρομοκαΐτειο με βαρύτατο ψυχικό νόσημα κι ο ποιητής γράφει συγκλονισμένος την ποιητική σύνθεση «Το τραγούδι της αδελφής μου».
»Την ίδια χρονιά τον χαιρετίζει ο Παλαμάς με τον πασίγνωστο στίχο «παραμερίζουμε ποιητή για να περάσεις». Δεν επρόκειτο για μιαν απλή έξαρση. Θα αποδεικνυόταν ότι ο Παλαμάς απευθυνόταν σε έναν ποιητή πραγματικά κορυφαίο, ο οποίος πεθαίνοντας το 1990 θα άφηνε πίσω του ένα έργο τόσο επιβλητικό που ακόμη και σήμερα μόνο τον θαυμασμό προκαλεί»
Σε όλες τις μεγάλες και δύσκολες στιγμές του ελληνισμού ο Ρίτσος είναι παρών. Αλβανικό Μέτωπο, ο κατοχικός χειμώνας της πείνας, εμφύλιος, μετεμφυλιακές και δικτατορικές εξορίες (Λήμνος, Μακρόνησος, Άη Στρατης, Γυάρος, Λέρος, Σάμος) και δεν σταματά ποτέ να δημιουργεί. Γράφει ποίηση, πεζό, θέατρο, μεταφράζει και ζωγραφίζει.
Διαβάστε επίσης: Άξιον εστί – Πώς γεννήθηκε το μνημειώδες έργο των Μίκη Θεοδωράκη και Οδυσσέα Ελύτη
Η Ρωμιοσύνη
Το 1954 εκδίδεται για πρώτη φορά, ως τμήμα της συλλογής του Ρίτσου, «Αγρύπνια», η σπουδαία «Ρωμιοσύνη» που γράφτηκε τη διετία 1945-1947
Aυτά τα δέντρα δε βολεύονται με λιγότερο ουρανό,
αυτές οι πέτρες δε βολεύονται κάτου απ’ τα ξένα βήματα,
αυτά τα πρόσωπα δε βολεύονται παρά μόνο στον ήλιο,
αυτές οι καρδιές δε βολεύονται παρά μόνο στο δίκιο.
Το 1966 η «Ρωμιοσύνη», όπως πριν λίγα χρόνια και ο «Επιτάφιος», μελοποιήθηκε από τον Μίκη Θεοδωράκη και τραγουδήθηκε μοναδικά από τον Γρηγόρη Μπιθικώτση.
Σε κείμενό του για τον Γιάννη Ρίτσο, ο Μίκης Θεοδωράκης αναφέρεται στη συναυλία της Ρωμιοσύνης το 1966 στο γήπεδο της ΑΕΚ, στη Νέα Φιλαδέλφεια:
«Το καλοκαίρι του ’66 (σ.σ. λίγους μήνες πριν τη Χούντα του ’67) αποφασίσαμε να κάνουμε το μεγάλο άλμα: Συναυλία σε γήπεδο, μιας και δεν μας χωρούσαν πια οι κλειστές αίθουσες. Διαλέξαμε την ΑΕΚ στη Ν. Φιλαδέλφεια. Ήταν η πρώτη Λαϊκή Συναυλία σε ανοιχτό χώρο.
»Περάσαμε με το αυτοκίνητο και πήραμε απ’ το σπίτι τους το Γιάννη και τη Φιλίτσα. Μπροστά στο γήπεδο, καθισμένοι στα καφενεία οι ηλικιωμένοι άντρες και γυναίκες, όλοι τους αντιστασιακοί, περίμεναν να μπουν πρώτοι. (…)
»Εκατοντάδες με στολές γύρω-γύρω, σαν μπαμπούλες, για να φοβίζουν. Άλλες εκατοντάδες χαφιέδες, για να αναγνωρίζουν και να τρομοκρατούν. (…)
»Εμείς με τον Ρίτσο βγαίναμε απ’ τα αποδυτήρια στο γήπεδο, που ήταν ακόμα άδειο. Κοιτάζαμε τον ουρανό και σαν μέλη κάποιου φανταστικού αρχαίου χορού φωνάζαμε μισοαστεία μισοσοβαρά:
– Έλα λαέ! Νίκησε λαέ! Λαέ, δείξε τη δύναμή σου!
Κι από μέσα οι γυναίκες μας να μας μαλώνουν, μήπως και μας ακούσει κανείς και μας περάσει τρελλούς…»
Το γήπεδο τελικά γέμισε.
«Διήυθυνα πρώτα το ‘Μαουτχάουζεν’ με τη Μαρία Φαραντούρη και μετά τη ‘Ρωμιοσύνη’ με τον Γρηγόρη Μπιθικώτση. Ο Γιάννης Ρίτσος, καθισμένος ακριβώς πίσω μου ρουφούσε τη συγκλονιστική στιγμή με όλους τους πόρους της ψυχής του.
»Δεν ήταν μόνο η μουσική, η ποίηση, το τραγούδι. Ήταν προπαντός αυτή η μυστική μέθεξη όλων αυτών των χιλιάδων, που μέσα απ’ τη ‘Ρωμιοσύνη’ ξαναζούσαν μέσα τους και ξαναδημιουργούσαν ιδεατά το μέγα όνειρο που είχαν όλοι μαζί ζήσει, αφού οι ίδιοι το είχαν πρώτα δημιουργήσει…»
Ο Ρίτσος για τον Ρίτσο
Το 1984, μιλούν στην Εύα Νικολαΐδου και το περιοδικό «ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ» η γυναίκα του Γιάννη Ρίτσου, Φαλίτσα και η κόρη τους Έρη. Ο ίδιος μίλησε ελάχιστες φορές δημόσια για τον ίδιο και το έργου του. Στο τέλος της συνέντευξης αυτής όμως, ο ποιητής απαντά με τρόπο ιδιαίτερο στο ερώτημα για το πόσο ακόμα θα γράφει.
Απαντά με ένα απόσπασμα από τον, ανέκδοτο ακόμα τότε, ένατο τόμο της συλλογής διηγημάτων του που κυκλοφόρησαν από το 1982 ως το 1986, «Εικονοστάσιο των ανωνύμων αγίων».
«Αν μ’ αξιώσει, όπως λένε ο θεός και η ζωή μού χαρίσει λίγους χρόνους ακόμα, θα συνεχίσω, όχι ‘θα ολοκληρώσω’, θα συνεχίσω το ‘Εικονοστάσιο των ανωνύμων αγίων’, που θα το κρεμάσω κι αυτό κατάντικρυ στη ματαιότητα.
»Η τέχνη για μένα, δεν είναι τρόπος για να μπορέσω να αποκτήσω επώνυμη θέση στα Γράμματα ή φιλοδοξία.
»Τέχνη, για μένα, είναι απόλυτη βιολογική, προσωπική αναγκαιότητα, που εκτείνεται πέρα από το άτομό μου, στη δημιουργία».
Δύο χρόνια αργότερα, το 1986, εκδίδεται το πεζογράφημά του «Ο Αρίοστος αρνείται να γίνει Άγιος», που ήταν ο ένατος και τελευταίος τόμος του «Εικονοστάσιο Ανωνύμων Αγίων». Όπως σημείωνε ο ίδιος: «Ένα ξαφνικό γεγονός (ο θάνατος του αξέχαστου φίλου Μάνου Κατράκη) με υποχρέωσε να επιστρέψω στην Αθήνα και μ΄έβγαλε εντελώς έξω από το σαρκαστικό κλίμα του Αρίοστου…»
Ο Νίκος Μπακουνάκης γράφοντας στον «ΤΑΧΥΔΡΟΜΟ» το 1987, αναφέρεται στο «Εικονοστάσιο» και στο ότι ο Γιάννης Ρίτσος απέφευγε να δίνει συνεντεύξεις:
«Ο ποιητής δεν συνηθίζει να δίνει συνεντεύξεις. Κάτι τέτοιο θα τον έφερε αυτόματα στη θέση του κριτή του έργου του. Πράγμα που θεωρεί άλλους αρμοδιότερους απ’ αυτόν να τον κάνουν. Δεν δίνει συνεντεύξεις ειδικά τώρα, μετά το τέλος του «Εικονοστασίου», αυτών των εννιά βιβλίων, όπου ο ποιητής άδειασε την ψυχή του. Γιατί το ‘Εικονοστάσιο’ είναι ημερολόγια και αυτοβιογραφία μαζί»
Έτσι μέσα από το ‘Εικονοστάσιό’ του ο Ρίτσος ουσιαστικά προσωπογραφεί και τον ίδιο και όπως σημειώνει ο Μπακουνάκης, το κάνει με αυτοκριτική:
«Πίσω απ’ τα ‘ωραία’ διαφαίνεται ο κίνδυνος σχηματισμού μιας ‘σχολής’, μιας βολικής μανικέρας δελεαστικής αλλά καθόλου ευθύβολης. Γι’ αυτό κι εγώ, με το καινούριο μου πουλόβερ που μου χάρισε η Ρούλα, επιμένω να κατακρίνω τις τρικλοποδιές που βάζει στη φωνή μου η αισθητική αυταρέσκεια. Και κάθε φορά που συλλαμβάνω επ’ αυτοφώρω τον εαυτό μου ν’ ακκίζεται υποκρινόμενος τον ωραίο ταχυδακτυλουργό ή τον δεξιοτέχνη κλόουν ή το κέρινο μανεκέν μιας προθήκης της οδού Σταδίου, τον πιάνω απ’ τ’ αυτί και του φωνάζω: Αρίοστε, άσε τις ζεβζεκιές και τις κουτσουκέλες, άσε τα σκέρτσα και τις μπούρδες. Πες την αλήθεια».
Στο ‘Εικονοστάσιο’ δίνει ο Ρίτσος και τον ορισμό της ποίησης:
«Η ποίηση είναι κάτι απίστευτο, θαυμαστό και θαυματουργό, κάνει κατορθωτό το ακατόρθωτο, όπως κάνουν και τα όνειρα, με τη διαφορά πως τα όνειρα διαλύονται γρήγορα και ξεχνιούνται, ενώ τα ποιήματα πραγματοποιούν τα όνειρα και πλαταίνουν τον κόσμο»
Ο Γιάννης Ρίτσος «έφυγε» στα 81 του χρόνια έχοντας δημιουργήσει όσο περισσότερο μπορούσε κι αυτό ήταν κάτι για το οποίο υπερηφανευόταν.
Το 1989, δήλωσε στη Μικέλα Χαρτουλάρη και «ΤΑ ΝΕΑ»:
«Με κατηγορούν ότι είμαι πολυγράφος. Εγώ όμως, το μόνο για το οποίο υπερηφανεύομαι είναι ότι δεν άφησα ανεκμετάλλευτη ούτε μία στιγμή μου.
Κάθε στιγμή περιέχει μία αιωνιότητα και δεν την εξαντλήσαμε»