Οι νεκροί -ανάμεσά τους και πολλοί αυτόχειρες, που προτίμησαν να βάλουν μόνοι τους τέλος στη ζωή τους αντί να υπομείνουν τα βασανιστήρια και τους εξευτελισμούς της ναζιστικής θηριωδίας- ξεπέρασαν τους 400. Εκατοντάδες Συναγωγές και άλλοι εβραϊκοί χώροι συγκέντρωσης και προσευχής παραδόθηκαν στις φλόγες. Εβραϊκά νεκροταφεία βανδαλίστηκαν, σπίτια κατεδαφίστηκαν, διαμερίσματα ερειπώθηκαν, ενώ χιλιάδες εβραϊκά καταστήματα καταστράφηκαν και λεηλατήθηκαν εκείνο το βράδυ.

Το πρωί της 10 Νοέμβρη οι δρόμοι στις Εβραϊκές συνοικίες ήταν σπαρμένοι με σπασμένα τζάμια, τα υπολείμματα από τις βιτρίνες των καταστημάτων και τα παράθυρα των σπιτιών: το πογκρόμ της 9ης Νοέμβρη του 1938 έμεινε, χάρη σε αυτή την συνταρακτική εικόνα της καταστροφής σαν η «Νύχτα των Κρυστάλλων» στην ιστορία.

Η αφορμή για το πογκρόμ ήταν η δολοφονία στο Παρίσι ενός Γερμανού διπλωμάτη, του Έρνστ φομ Ρατ από τον Χέρσελ Γκρίνσπαν, έναν δεκαεφτάχρονο Πολωνοεβραίο. Ο φομ Ρατ ήταν ένα καθίκι: το 1932, σε ηλικία 23 ετών έγινε μέλος του ναζιστικού κόμματος, ενώ ένα χρόνο μετά μπήκε στα SA, τα διαβόητα Τάγματα Εφόδου που είχαν σαν βασική αποστολή να διαλύουν με τη βία τις συγκεντρώσεις των συνδικάτων και της αριστεράς. Την εποχή της δολοφονίας του υπηρετούσε στην γερμανική πρεσβεία στο Παρίσι.

Ο Γκρίνσπαν είχε γεννηθεί στο Ανόβερο της Γερμανίας, όπου η οικογένειά του είχε καταφύγει, μαζί με χιλιάδες άλλους Πολωνοεβραίους, τρεις δεκαετίες πριν, για να αποφύγει τον άγριο αντισημιτισμό του τότε Ρώσο-Πολωνικού καθεστώτος. Το 1933, τη χρονιά όπου ο Χίτλερ αναρριχήθηκε στην εξουσία, ζούσαν στη Γερμανία περίπου 350 χιλιάδες Εβραίοι. Οι περισσότεροι είχαν γερμανική «υπηκοότητα». Όχι όμως και οι γονείς του Γκρίνσπαν, που ζήτησαν και πήραν την πολωνική υπηκοότητα, μόλις η Πολωνία ανεξαρτητοποιήθηκε από τη Ρωσία.

Τον Οκτώβρη του 1938 το ναζιστικό καθεστώς ανακάλεσε όλες τις άδειες παραμονής των αλλοδαπών στην Γερμανία. Για τους Εβραίους αυτό ισοδυναμούσε απλά με απέλαση: στις 27 Οκτώβρη 12.000 Πολωνοεβραίοι συνελήφθησαν από την Γκεστάπο, φορτώθηκαν σαν ζώα σε φορτηγά και οδηγήθηκαν στο Ζμπόσιν, στα γερμανό-πολωνικά σύνορα. Η Πολωνία, όμως -που είχε φροντίσει στο μεταξύ να τους αφαιρέσει την υπηκοότητα, αρνήθηκε να τους επιτρέψει την είσοδο. Το αποτέλεσμα ήταν να μείνουν για μέρες εγκλωβισμένοι σε απελπιστική κατάσταση, χωρίς τρόφιμα, νερό και κουβέρτες στη νεκρή ζώνη ανάμεσα στις δυο χώρες. Ανάμεσά τους ήταν και οι γονείς του Γκρίνσπαν.

Ο Χέρσελ έμαθε τα νέα στις 3 Οκτώβρη. Αγόρασε ένα όπλο και πήγε στην Γερμανική πρεσβεία, όπου ζήτησε να δει έναν υπεύθυνο, «γιατί είχε να του δώσει σημαντικές πληροφορίες». Τον έστειλαν στο γραφείο του φομ Ρατ -τον οποίο και εκτέλεσε με έξι σφαίρες. Η γαλλική αστυνομία που τον συνέλαβε βρήκε στην τσέπη του μια κάρτα από τους γονείς του, σταλμένη με τη βοήθεια του Ερυθρού Σταυρού της Πολωνίας, στις 31 Οκτώβρη από τη νεκρή ζώνη του Ζμπόσιν.

Η «νύχτα των Κρυστάλλων» ήταν το αποκορύφωμα του τρίτου κύματος αντισημιτισμού της ναζιστικής Γερμανίας -του χειρότερου πογκρόμ σε βάρος των Εβραίων μέχρι τότε. Το πρώτο κύμα είχε ξεσπάσει το 1933, αμέσως μετά την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία: με δυο νόμους, για την απασχόληση στο δημόσιο και την άσκηση του επαγγέλματος του δικηγόρου, σαράντα χιλιάδες Εβραίοι πετάχτηκαν στο δρόμο. Το δεύτερο κύμα ήρθε δυο χρόνια αργότερα, το 1935, με τους «Νόμους της Νυρεμβέργης» που όριζαν τους Εβραίους σαν «φυλή» και διέτασσαν τον διαχωρισμό των «Αρίων» από τους μη «Αρίους». Αυτές οι νομοθετικές αλλαγές συνοδεύονταν πάντα με άγριους διωγμούς στους δρόμους.

Βιαιότητες

Το ίδιο το ναζιστικό καθεστώς προσπαθούσε πάντα να παρουσιάζει τις βιαιότητες σε βάρος των Εβραίων σαν «αυθόρμητες». Στην πραγματικότητα όμως, ακόμα και όταν δεν ήταν οργανωμένες κεντρικά από το Βερολίνο, γίνονταν με πρωτοβουλία των τοπικών ηγετών του ναζιστικού κόμματος. Ο Χέρσελ πυροβόλησε τον φομ Ρατ στις 7 Νοέμβρη. Ο θάνατός του, δυο μέρες αργότερα, συνέπεσε με δυο σημαντικές επετείους.

Η πρώτη ήταν η επέτειος της Γερμανικής επανάστασης του 1918 που έκλεισε τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, εκθρόνισε τον Κάιζερ και έφερε τη Δημοκρατία της Βαϊμάρης. Υπαίτιοι, σύμφωνα με την διεστραμμένη λογική του Χίτλερ για όλα αυτά τα δεινά, ήταν οι Εβραίοι. «Στο τελευταίο κεφάλαιο του Mein Kampf (Ο Αγών μου)», γράφει ο Ίαν Κέρσο, ο αντιναζιστής βιογράφος του Χίτλερ, «ο Χίτλερ δήλωνε ότι ‘η θυσία των εκατομμυρίων ζωών στο μέτωπο’ δεν θα ήταν αναγκαία ‘αν δώδεκα με δεκαπέντε χιλιάδες από αυτούς τους Εβραίους διαφθορείς είχαν οδηγηθεί στους θαλάμους αερίων’».

Για να ικανοποιήσει αυτή την παράνοια το ναζιστικό καθεστώς θα έστελνε, λίγα χρόνια αργότερα έξι εκατομμύρια Εβραίους από τη Γερμανία και τις κατεχόμενες χώρες (ανάμεσά τους και τους Εβραίους της Θεσσαλονίκης) να πεθάνουν στο Άουσβιτς, την Τρεμπλίνκα και τα άλλα στρατόπεδα εξόντωσης.

Η δεύτερη ήταν η επέτειος του πραξικοπήματος του Χίτλερ του 1923. Παρόλο που το πραξικόπημα εκείνο είχε αποτύχει και ο Χίτλερ είχε καταλήξει στη φυλακή (για μερικούς μήνες) οι ναζί γιόρταζαν κάθε χρόνο στο Μόναχο (την πόλη όπου είχε ξεσπάσει) την επέτειο. Η είδηση του θανάτου του φομ Ρατ βρήκε τον Χίτλερ και τον Γκέμπελς, τον υπουργό προπαγάνδας, στη δεξίωση για τον γιορτασμό της 25ης επετείου του πραξικοπήματος.

«Γύρω στις 10 το βράδυ», γράφει ο Κέρσο, «ο Κέμπελς εκφώνησε έναν σύντομο αλλά ιδιαίτερα εμπρηστικό λόγο… τονίζοντας ότι ήδη είχαν αρχίσει τα αντίποινα… Κατέστησε ιδιαίτερα σαφές, χωρίς να το εκφράσει ρητά, ότι το κόμμα έπρεπε να οργανώσει και να διεξαγάγει ‘διαδηλώσεις’ κατά των Εβραίων σε όλη τη χώρα, οι οποίες, όμως, θα έπρεπε να φαίνονται σαν εκφράσεις μιας αυθόρμητης λαϊκής οργής».

«Κάποιοι απλοί πολίτες», συνεχίζει ο Κέρσο, «επηρεασμένοι από το κλίμα του μίσους και της προπαγάνδας… συμμετείχαν στην καταστροφή και τη λεηλασία των εβραϊκών περιουσιών… Ταυτόχρονα, είναι αναμφίβολο ότι υπήρχαν πολλοί απλοί άνθρωποι που τρόμαξαν μ’ αυτά που είδαν όταν βγήκαν έξω το πρωί της 10ης Νοεμβρίου… Εβραίοι που είχαν καταφέρει να βρουν ασφαλές καταφύγιο, έλεγαν μήνες αργότερα για το πώς ‘οι χριστιανοί γείτονές τους’… τους έφερναν γάλα και στρωσίδια. Στο Μπούργκζιν… οι ντόπιοι έδωσαν στους Εβραίους χρήματα, καινούργια ρούχα, ψωμιά και άλλα τρόφιμα. Εβραίοι από άλλες γειτονιές είχαν να αφηγηθούν παρόμοιες ιστορίες».

Η στάση των επίσημων εκκλησιών ήταν αντιδιαμετρικά αντίθετη από την στάση των «απλών χριστιανών». «Αυτοί που μπορούσαν να εκφράσουν τέτοια συναισθήματα όπως οι ηγέτες των χριστιανικών εκκλησιών, που οι ηθικές τους επιταγές έλεγαν ‘αγάπα τον πλησίον σου ως σε αυτόν’ σιωπούσαν. Καμιά μαζική θρησκεία, Προτεσταντική ή Καθολική δεν ήγειρε επίσημη διαμαρτυρία ούτε υποστήριξε όσους θαρραλέους πάστορες ή ιερείς είπαν τη γνώμη τους».

Αλλά δεν ήταν μόνο οι ηγέτες των εκκλησιών. Την ίδια απαράδεκτη στάση κράτησαν και οι ηγέτες των άλλων χωρών -ακόμα και αυτών που απειλούνταν ήδη άμεσα από την επεκτατική μανία του ναζιστικού καθεστώτος. Τον Ιούλη του 1938 αντιπροσωπείες από 32 χώρες συναντήθηκαν, με πρωτοβουλία του Ρούσβελτ, του προέδρου των ΗΠΑ, στο Εβιάν της Γαλλίας για να συζητήσουν για το πρόβλημα των Εβραίων.

Καταφύγιο

Στο τέλος, ύστερα από 8 ημέρες, δεν βρέθηκε ούτε μια χώρα που να δηλώνει πρόθυμη να τους προσφέρει καταφύγιο. Αντί να προσφέρει κάποια λύση, το συνέδριο έγινε βήμα για αντισημιτικές δηλώσεις, με την Ελβετία να παραπονιέται για τον «εξεβραϊσμό» της χώρας -μια αναφορά που θα μπορούσε να έχει αντιγραφεί κατευθείαν από τις διακηρύξεις του ίδιου του ναζιστικού γερμανικού καθεστώτος- και την Ολλανδία να ανακοινώνει το κλείσιμο των συνόρων.

Σήμερα, πάνω από μισό αιώνα μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου οι ίδιοι ηγέτες που τότε αρνήθηκαν να δώσουν οποιαδήποτε βοήθεια στους Εβραίους παρουσιάζονται από την επίσημη ιστορία σαν οι πρωταγωνιστές του αγώνα ενάντια στη θηριωδία του ναζισμού. Πρόκειται για μια προκλητική παραχάραξη. Ο Τσάμπερλεν, ο πρωθυπουργός της Βρετανίας, προσπαθούσε μέχρι την τελευταία στιγμή να χτίσει γέφυρες με το ναζιστικό καθεστώς -όχι να το ανατρέψει: στο Συνέδριο του Μονάχου τον Σεπτέμβρη του 1938 η Βρετανία και η Γαλλία επικύρωσαν την προσάρτηση της Αυστρίας και της Σουδητίας (μιας περιοχής της τότε Τσεχοσλοβακίας με μεγάλο γερμανόφωνο πληθυσμό) στη ναζιστική Γερμανία. Όσο για τον Στάλιν, ένα χρόνο αργότερα θα υπέγραφε «σύμφωνο μη επίθεσης» με τον Χίτλερ -το διαβόητο σύμφωνο Μολότοφ-Ρίμπεντροπ- το οποίο θα κατέληγε στον διαμελισμό της Πολωνίας με την ταυτόχρονη εισβολή των γερμανικών στρατευμάτων από την Δύση και των ρωσικών από την Ανατολή.

Η νύχτα των Κρυστάλλων ήταν ένα από τα προεόρτια της βαρβαρότητας που επρόκειτο να ακολουθήσει. Για το Ολοκαύτωμα προφανώς ο κύριος υπεύθυνος ήταν ο ίδιος ο ναζισμός. Οι «Σύμμαχοι», όμως, δεν κούνησαν ούτε το μικρό τους δαχτυλάκι για να τον εμποδίσουν. Το μόνο που τους ενδιέφερε -πριν, κατά τη διάρκεια και μετά τον πόλεμο- ήταν οι σφαίρες και τα όρια της επιρροής τους. Για αυτούς ο αντίπαλος δεν ήταν ποτέ ο φασισμός: ο αντίπαλος ήταν ο γερμανικός ιμπεριαλισμός. Αυτόν τον πόλεμο τον νίκησαν.

Αλλά αυτός ο πόλεμος δεν είχε ποτέ καμιά σχέση με τα οράματα όλων αυτών που έδωσαν τη ζωή τους για έναν ελεύθερο κόσμο. Στην σημαία μας και την καρδιά μας έχουμε την Σόφι Σολ, την Γερμανίδα φοιτήτρια και τους συντρόφους της του «Λευκού Ρόδου» που εκτελέστηκαν βάρβαρα από τους ναζί το 1943 γιατί μοίραζαν αντιφασιστικές προκηρύξεις και όχι τον Στάλιν, τον Τσόρτσιλ και τον Ρούσβελτ -που πριν ακόμα τελειώσει ο πόλεμος έτρεχαν στη Γιάλτα για να συμφωνήσουν στη μοιρασιά της λείας.

Πηγή – ergatiki.gr