Πέρυσι, τέτοια εποχή ακριβώς, η χώρα πληγώθηκε από την επέλαση του δεύτερου πανδημικού κύματος.
Και αυτό επειδή οι Αρχές παρασυρμένες από την καλοκαιρινή ευφορία και με σκοπό την άμβλυνση των οικονομικών συνεπειών από το προηγηθέν τρίμηνο lockdown, καθυστέρησαν να δράσουν και άφησαν να εξελιχθεί η νόσος, πληγώνοντας κυρίως τη Βόρεια Ελλάδα, όπου για διάφορους λόγους, θρησκευτικούς, πολιτικούς και άλλους, η συμμόρφωση στα όποια περιοριστικά και προστατευτικά μέτρα ήταν και παραμένει πλημμελής.
Το αυτό δυστυχώς παρατηρείται και εφέτος στην έναρξη του ισχυρότατου, κατά κοινή ομολογία, πέμπτου πανδημικού κύματος.
Η κυβέρνηση και πάλι ταλαντεύθηκε ως προς τον χρόνο επέμβασης και επιβολής μέτρων. Αργησε χαρακτηριστικά και πάλι.
Ολοι μπορούν να αντιληφθούν ότι καταδιώκεται εξαρχής από το δίλημμα μεταξύ οικονομίας και πανδημίας που και η κοινωνία θέτει. Και όλοι κατανοούν το επιχείρημα ότι πλέον υπάρχουν τα εμβόλια, τα οποία είναι διαθέσιμα και προσβάσιμα στον καθένα.
Ωστόσο, η περσινή εμπειρία φωνάζει, δεν αφήνει περιθώρια αναστολών.
Από την απλή ανάγνωση των επίσημων στοιχείων προκύπτει αβίαστα το συμπέρασμα ότι οι περισσότερες βορειοελλαδίτικες πόλεις απέχουν σημαντικά από τα μέσα ποσοστά εμβολιασμών σε ολόκληρη τη χώρα. Υπάρχουν περιοχές όπου οι ανεμβολίαστοι πλειοψηφούν, με αποτέλεσμα ο κορωνοϊός να βρίσκει πρόσφορο έδαφος μετάδοσης και να απειλεί τη ζωή των πιο ευάλωτων, ιδιαιτέρως των ηλικιωμένων αρνητών, οι οποίοι παρασύρονται από φανατικούς ιερείς, αγύρτες πολιτικούς και άκουσον-άκουσον από τσαρλατάνους γιατρούς, οι οποίοι αρνούνται τα επιτεύγματα της επιστήμης που υποτίθεται υπηρετούν.
Η όλη ατμόσφαιρα στη Βόρεια Ελλάδα, αλλά και σχεδόν συνολικά στην ύπαιθρο χώρα με εξαίρεση ίσως τα νησιά του Αιγαίου, δεν επιτρέπει αισιοδοξία.
Σύμφωνα με τις προγνώσεις των επιδημιολόγων, στους επόμενους τρεις-τέσσερις μήνες ο κορωνοϊός μπορεί να πλήξει έως και 1.000.000 πολίτες και περίπου 4.000 από αυτούς να χάσουν τη ζωή τους, ανεβάζοντας τους νεκρούς από την COVID-19 σε περισσότερους από 20.000.
Η απειλή για τη δημόσια υγεία είναι προφανής και μεγάλη. Εναντι αυτής ουδείς επιτρέπεται να μένει απαθής και ουδείς μπορεί να επιδιώκει εξαιρέσεις από τα μέτρα ελέγχου της πανδημίας. Είναι αν μη τι άλλο άστοχο να εμφανίζεται η Ιερά Σύνοδος πιο τολμηρή από την κυβέρνηση στην υιοθέτηση μέτρων προστασίας των πιστών.
Οπως και είναι λάθος να απορρίπτεται εξαρχής και μάλιστα με κατηγορηματικό τρόπο το μέτρο του υποχρεωτικού εμβολιασμού για υγειονομικούς, δημοσίους υπαλλήλους, ιερείς, στρατιωτικούς, αστυνομικούς, για το προσωπικό μεγάλων δημοσίων επιχειρήσεων, τραπεζών, ακόμη και μεγάλων ιδιωτικών επιχειρήσεων που συναλλάσσονται με το ευρύ κοινό.
Πολύ περισσότερο όταν υπάρχουν παραδείγματα αποτελεσματικής εφαρμογής του μέτρου. Στις ΗΠΑ ο πρόεδρος Μπάιντεν δεν δίστασε να επιβάλει τον υποχρεωτικό εμβολιασμό στους ομοσπονδιακούς υπαλλήλους και κάτι αντίστοιχο, επίσης επιτυχώς, έπραξε στη γειτονική μας Ιταλία ο Μάριο Ντράγκι.
Αξιο επίσης αναφοράς είναι το γεγονός ότι ιδιωτικοί φορείς εφάρμοσαν το μέτρο και ασφάλισαν προσωπικό και πελάτες έναντι των κινδύνων του κορωνοϊού. Τρανό επιτυχές παράδειγμα επιπλέον οι ποδοσφαιρικές ομάδες, οι οποίες απαίτησαν πιστοποιητικά εμβολιασμού από τους φιλάθλους κατά την είσοδό τους στα γήπεδα και εκείνοι ανταποκρίθηκαν χωρίς αντιδράσεις.
Βάσει των παραπάνω, θα περίμενε κανείς πιο αποφασιστική και στέρεη στάση από την κυβέρνηση, η οποία επιπροσθέτως κέρδισε τα διεθνή εύσημα και την εμπιστοσύνη του ελληνικού λαού με την άμεση και αρκούντως αποφασιστική στάση της κατά την πρώτη εκδήλωση του πανδημικού φαινομένου, την άνοιξη του 2020. Και είναι ακριβές ότι οι περισσότεροι πολίτες αναμένουν και πάλι αντίστοιχα αποφασιστική στάση από την κυβέρνηση του κ. Μητσοτάκη.